Ο αθηναϊκός καιρός ψύχρανε αρκετά τις τελευταίες μέρες, διότι βρισκόμαστε στα μέσα του χειμώνα και κάποια στιγμή πρέπει να φορέσουμε τα πιο χοντρά ρούχα της γκαρνταρόμπας μας. Θα μπορούσαν, όμως, κάλλιστα να προετοιμάζονται οι συνθήκες ώστε, όταν οι Σουηδοί At The Gates καταφθάσουν στην Ελλάδα, να συναντήσουν κλίμα ανάλογο της χώρας καταγωγής τους και να νιώσουν πιο άνετα… αλλά ας μην το πάμε στο μεταφυσικό. Η χώρα μας είχε την τιμή να υποδέχεται για τρίτη φορά τους πρωτεργάτες (μαζί με In Flames και Dark Tranquillity, για να κάνουμε και λίγη Ιστορία) του Σουηδικού μελωδικού death ήχου και τους κύριους υπεύθυνους για τη διάδοση του συγκεκριμένου ήχου στα πέρατα της οικουμένης (δηλαδή στην Αμερικανική ήπειρο).
Το live ξεκίνησε με τους Αθηναίους Endsight να αναλαμβάνουν πρώτοι τον συνήθως άχαρο ρόλο να ζεστάνουν το κοινό. Από τα δύο support, εκείνοι είχαν περισσότερα κοινά σημεία με τους headliners – καθόλου τυχαίο, στην επίσημη σελίδα τους στο facebook τους αναφέρουν ως κύρια επιρροή – και λίγο περισσότερο με το μέρος τους τον ήχο (σε σχέση φυσικά με το έτερο support), οπότε αδικήθηκαν από την μικρή προσέλευση του κόσμου ως εκείνη την ώρα. Ο frontman Νίκος έπειθε για τις προθέσεις του να ταρακουνήσει τους παριστάμενους και να τους κάνει να χάσουν μερικές θερμίδες, καλώντας τους στη δημιουργία moshpit – όπως και έγινε λίγο πριν το τέλος από κάποιους νεαρότερους οπαδούς. Η μπάντα στάθηκε εξαιρετικά στην σκηνή, τα κομμάτια τους είναι φύσει κατάλληλα για έκλυση ενέργειας, το ηχητικό αποτέλεσμα που έβγαινε από τα ηχεία ήταν συμπαγές, έτσι όσοι ενδιαφέρθηκαν για τους Endsight έπραξαν το σωστό. Το θερμό χειροκρότημα στο τέλος ήταν απλώς η επισφράγιση της καλής τους απόδοσης.
Γνωρίζατε πως στα άλμπουμ των τεχνικών brutal deathsters Cerebrum συμμετέχει ο Γιώργος Κόλλιας στα ντραμς ως full-time μέλος; Έτσι εξηγούταν και η παρουσία του κοντά στην σκηνή κατά τη διάρκεια του σετ των Αθηναίων, αλλά και το τεχνικό επίπεδο της μπάντας όπως παρουσιάστηκε ζωντανά. Την παράσταση, πάντως, την έκλεψε η παρουσία του Απόλλωνα Ζυγομαλά επάνω στην σκηνή. Με αμφίεση και παρουσιαστικό από αυτά που λέμε «υπεράνω υποψίας», σε σημείο που όποιος δεν τον γνώριζε, εύκολα τον περνούσε για… οτιδήποτε άλλο εκτός από death metal growler, κινούταν ακανόνιστα σε όλη την έκταση της σκηνής και ψάρωσε αρκετό κόσμο με την φωνητική του απόδοση. Βεβαίως, το ύφος των Cerebrum είναι ιδιαίτερα εγκεφαλικό (το πιάσατε, έτσι;) και απαιτεί ένα σημαντικό μέρος της προσοχής του κοινού, αλλά και ήχο που να αφήνει τα όργανα να ξεχωρίζουν, ώστε να αναδειχθεί ο πλούτος της μουσικής τους. Από την άλλη, βέβαια, πέρα από την αξιοθαύμαστη τεχνική τους, μιλάμε κατ’ ουσία για death metal, οπότε και ο «συμπαγής, ογκώδης ηχητικός που ξεχυνόταν από τα ηχεία ήταν μάλλον καλοδεχούμενος στα αυτιά των φίλων του τεχνικού death ήχου.
Για όσους είχαν ξεχάσει πως η «τελευταία» συναυλία των At The Gates είχε γίνει στην Αθήνα το 2008, ο Tomas Lindberg φρόντισε να το θυμίσει από μικροφώνου. Η δεύτερη επανασύνδεση ήρθε δύο χρόνια μετά και μάλιστα τοποθέτησε τα θεμέλια για την ηχογράφηση νέου υλικού, 19 χρόνια μετά το εμβληματικό Slaughter Of The Soul. Η κυκλοφορία του At War With Reality στάθηκε αφορμή για αυτήν την περιοδεία. Το συγκεκριμένο άλμπουμ αγαπήθηκε αρκετά από το ελληνικό κοινό, αρκετοί μάλιστα μίλησαν για δίσκο που άξια έχει θέση στην δισκογραφία τους. Εδώ συμφωνούμε, έμενε μόνο να δούμε πώς αποδίδεται το νέο άλμπουμ ζωντανά – τους παλιότερους δίσκους τους ακούσαμε ζωντανά τα τελευταία χρόνια και μάλιστα δις. Οι πρώτες σειρές ήταν ασφυκτικά πιεσμένες στο ξεκίνημα του live από 20χρονους (και βγάλε), που εμφάνισαν ήδη από το εναρκτήριο Death And The Labyrinth άγριες διαθέσεις: το μανιακό headbanging, το moshing έως και το crowdsurfing από λίγους τολμηρούς κράτησαν σε όλο το live. Βέβαια η περίσταση σήκωνε το «ξύλο», ειδικά με την τριπλέτα της εκκίνησης, μιας και το κοινό περίμενε διακαώς το “Go!” του Tomas Lindberg στο Slaughter Of The Soul. Παρεμπιπτόντως, για ακόμη μία φορά το ομώνυμο άλμπουμ έδειξε τη δυναμική του στις νεότερες ηλικίες και απέδειξε την κλασικότητά του - όχι ότι χρειαζόμαστε live αποδείξεις για να καταλήξουμε σε αυτό το συμπέρασμα.
Ο σχετικά μπουκωμένος ήχος, ακόμη κι αν ήταν αισθητά βελτιωμένος σε σχέση με τις παλιότερες επιδόσεις του χώρου σε metal συναυλίες, στάθηκε τροχοπέδη στη διάθεση της μπάντας να περάσει όσα ήθελε, αν και το κοινό ελάχιστα πτοήθηκε, ακολουθώντας πιστά τις λέξεις του Lindberg και τις νότες των υπόλοιπων μουσικών. Ο Lindberg μπορεί να φαίνεται πως κάνει συντήρηση δυνάμεων στα live, καθώς δεν σκίζει τη φωνή του κραυγάζοντας επί μακρόν όπως π.χ. στο ξεκίνημα του Under A Serpent Sun, αλλά ως γενική παρουσία, παραμένει στιβαρός ως βοκαλίστας και συμπαθής ως frontman μιας σημαντικότατης μπάντας. Το μπλουζάκι Wipers του Martin Larsson ξεχώρισε ανάμεσα στις ενδυματολογικές προτιμήσεις των μελών της μπάντας ως η λιγότερο προφανής αναφορά (οι Blue Öyster Cult του Anders Bjorler ακολούθησαν), αλλά εκτελεστικά διακρίθηκαν και οι τρεις «έγχορδοι». Όσο για τον Adrian Erlandsson, ταλαιπώρησε αρκετά στα μετόπισθεν τα ντραμς του σε έναν ρόλο που του ταιριάζει πολύ καλύτερα από ό,τι στους Paradise Lost, αλλά κι εκείνα τον ταλαιπώρησαν κάπως, καθώς από την αρχή του liveπαρουσιάζονταν κατά καιρούς διάφορα προβλήματα τεχνικής φύσης.
Με ένα setlist best-of συν επιλογές από τις καλύτερες στιγμές του πιο πρόσφατου άλμπουμ τους (οι οποίες παρεμπιπτόντως κέρδισαν κι άλλους πόντους στην ζωντανή τους απόδοση) και αξιόλογη performance από την μπάντα, ουδείς δικαιούται να εκφέρει κάποιο σοβαρό παράπονο. Πλέον, βέβαια, έχει ξεπεραστεί η έκπληξη της πρώτης φοράς και, με πιο διερευνητικό μάτι, μπορούμε να διακρίνουμε τον επαγγελματισμό της μπάντας στην σκηνική της παρουσία, χωρίς κάποια ιδιαίτερη ή αυθόρμητη κίνηση που να ανεβάσει το live ένα κλικ παραπάνω. Έλα όμως που το Blinded By Fear, που ξεκίνησε το τύποις encore, τώρα ακούστηκε όπως πραγματικά του άξιζε…
Κείμενο / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής