Λίγες μέρες πριν την εμφάνισή τους στο Gagarin 205 με τους πολύ καλούς Dead Brothers (το Σάββατο 20 Φεβρουαρίου, με ξεκίνημα από τον Mickey Pantelous), οι Thee Holy Strangers δια των Αλέξη Καλοφωλιά (A.K.), Νίκου Φυσάκη (Ν.Φ.) και Τάσου Παλαιολόγου (Τ.Π.) απάντησαν στις ερωτήσεις του soundgaze.gr. Θυμίζουμε ότι οι Holy Strangers πρόσφατα κυκλοφόρησαν το πρώτο φερώνυμο δίσκο τους, ο οποίος μας άρεσε πάρα πολύ και μάλιστα επανακυκλοφορεί σύντομα σε διπλό LP από την Labyrinth Of Thoughts.
Πως ακριβώς δημιουργήθηκαν οι Holy Strangers; Εννοώ, ποια ήταν τα περιστατικά που έφεραν μαζί μία μεγάλη ομάδα μουσικών, αλλά και ποια ήταν ίσως η ανάγκη που σας ώθησε να δημιουργήσετε αυτό το σχήμα, τι νιώσατε ότι θέλετε να βγάλετε μέσα από αυτό;
A.K.: Υπήρξαν αρχικά μερικά τραγούδια σε ακουστική μορφή, τα είχαμε παίξει με το Νίκο σε μερικές εμφανίσεις και μαζί με τα τραγούδια προέκυψε η διάθεση να στηθεί ένα σχήμα που θα τους έδινε πιο ολοκληρωμένη μορφή. Έτσι γεννήθηκαν οι Holy Strangers, και σιγά σιγά οι σχέσεις ανάμεσά μας δυνάμωσαν και το πράγμα απέκτησε δυναμική. Είχε να κάνει με όσα συνέβαιναν γύρω μας εκείνη την εποχή, και την ανάγκη να φτιάξουμε έναν ακόμα δημιουργικό πόλο στις ζωές μας. Για άλλη μια φορά, τα τραγούδια λειτούργησαν σαν συνεκτικός ιστός του χάους που ζούσαμε (και ζούμε). Σαν ένας τρόπος να πεις στον εαυτό σου ότι μπορείς ακόμη να επεξεργαστείς κάτι από όλο αυτό, μέσα από τη μουσική.
Τ.Π.: Συνυπήρχαμε στον ίδιο ‘μικρόκοσμο’ για πάνω από δυο δεκαετίες, και μάλιστα και οι περισσότεροι από εμάς είχαμε ήδη παίξει ή τζαμάρει μαζί. Μετά, το χέρι του Αλέξη και μια σειρά από ευτυχείς καρμικές συμπτώσεις οδήγησαν στη μορφή που έχουμε τώρα. Ο καθένας μας έχει το δικό του στυλ, οπότε οι Holy Strangers ήταν μια ευκαιρία να βγούμε από το comfort zone μας και να διευρύνουμε το μουσικό μας λεξιλόγιο. Θα έλεγα ότι την προσεγγίσαμε με πλήρη άγνοια κινδύνου και δίχως προκαταλήψεις.
Η ακρόαση του δίσκου μου δημιούργησε ένα έντονο (και όμορφο πρέπει να πω) αίσθημα νοσταλγίας, καθώς μου έφερε στο μυαλό σχήματα όπως, εντελώς ενδεικτικά, οι Green On Red. Η επιστροφή αυτή σε έναν ήχο που γνώρισε δόξες (τηρουμένων των αναλογιών) μέσα στην δεκαετία του ’80 κυρίως είναι κάτι που ηθελημένο ή κάτι που στην πορεία βγήκε;
Τ.Π.: Σίγουρα, δεν ήταν ηθελημένο. Όταν ξεκινήσαμε την μπάντα δεν είχαμε κάποιον συγκεκριμένο ήχο στο μυαλό μας. Δουλεύαμε κάθε τραγούδι ξεχωριστά και ελπίζαμε ότι μέσα από αυτή την διαδικασία θα αναδυθεί ο δικός μας ήχος, η ταυτότητα της μπάντας.
Α.Κ.: Αυτή η μουσική σε πολύ γενικές γραμμές είναι κοινό πεδίο για όλους μας -με τις διαφορετικές προσεγγίσεις του καθενός- και το πράγμα προέκυψε χωρίς σκέψη, πάνω στις απλές δομές των τραγουδιών. Μπορούν να ειπωθούν πολλά για το κάθε στυλ μουσικής, αλλά τελικά το στυλ λειτουργεί σαν γέφυρα για να οδηγηθείς στην ουσία, σε αυτά που έχει να σου πει πραγματικά το κάθε κομμάτι. Μπορείς να μείνεις εκεί για ώρα, ή να περάσεις σε αυτή την παράξενη επικράτεια όπου υπάρχουν μόνο καλά τραγούδια και το μουσικό είδος έρχεται δεύτερο. Πιστεύω ότι κάπως έτσι το σκέφτονται όλοι οι Holy Strangers. Τώρα, στη θεματολογία της αμερικάνικης roots μουσικής υπάρχει μια περίεργη πλευρά που έχει να κάνει με μια αίσθηση βιβλικής συντέλειας που απεικονίζεται σε πολλά κομμάτια, η οποία πάντα με γοήτευε και είναι πολύ ταιριαστή κατά τη γνώμη μου με τις συνθήκες που ζούμε σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο. Η διαφορά είναι ότι η δική μας απεικόνιση δεν έχει θρησκευτικό χαρακτήρα.
Ν.Φ.: To “Gas, Food and Lodging” είναι ο αγαπημένος μου δίσκος∙ το παίξιμο του Chuck Prophet εκείνης της εποχής, ίσως η μεγαλύτερη μου επιρροή. Πιστεύω όμως, πως τίποτα δεν θα μπορούσε να «βγει» σε αυτή τη μπάντα μετά από ένα συγκεκριμένο σχεδιασμό. Το παίξιμο των Strangers σε παρασύρει σε ένα πεδίο όπου δεν έχουν σημασία οι εκ προοιμίου αποφάσεις, και αυτές ακριβώς οι «διακριτικά» διαφορετικές αναφορές που υπάρχουν στα μέλη της μπάντας διαμορφώνουν τον ήχο της.
Για την ηχογράφηση του δίσκου: Πόσο εύκολο είναι να «δέσει» ένα σχήμα τόσων μουσικών; Πόσο εύκολο είναι να πιάσεις το σωστό συναίσθημα αλλά και να αποκτήσεις των σωστό ήχο; Είστε ευχαριστημένοι από το αποτέλεσμα;
Τ.Π.: Χμμμ, δύσκολο να απαντήσω. Αυτό που θα μπορούσα να πω ήταν ότι λόγω συνθηκών είχαμε περιορισμένο budget και κατ’ επέκταση σχετικά περιορισμένο χρόνο, οπότε πήγαμε στην ηχογράφηση ψημένοι από τις συναυλίες και μία παρατεταμένη περίοδο προπαραγωγής. Βάλαμε τα κεφάλια κάτω που λένε, και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ένα δίσκο καθόλου overproduced, ιδιαίτερα «ωμό» με την καλή έννοια, και ζωντανό. Όσο αφορά το αν είμαστε ευχαριστημένοι, θα έλεγα σε γενικές γραμμές ναι. Όμως είμαστε 7-8 άνθρωποι που έχει ο καθένας με την δική του άποψη, και ο καθένας ακούει την μουσική και τον ήχο διαφορετικά. Εκ των υστέρων, μπορεί να ήθελα ένα δυο πράγματα διαφορετικά στην μίξη, ή περισσότερη προσοχή εκ μέρους μου σε καναδύο σημεία που μου ξέφυγαν στο παίξιμο, αλλά τελικά ένας δίσκος είναι κάτι πολύ περισσότερο από το άθροισμα των επιμέρους στοιχείων του. Σε αυτό το πλαίσιο. θα έλεγα ότι έχω πολύ ζεστά συναισθήματα για τον δίσκο και την διαδικασία δημιουργίας του. Από την άλλη, τρώγομαι ήδη για τον επόμενο.
A.Κ.: Νομίζω ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε το χρονικό σημείο που μπήκαμε να ηχογραφήσουμε, όταν τα κομμάτια ήταν κτήμα μας, αλλά την ίδια στιγμή δεν είχαν «παγώσει» από το πολύ παίξιμο, υπήρχε χώρος και διάθεση για να αλλάξουν πράγματα μέσα στο στούντιο.
Ν.Φ.: Ο Jim Spliff έκανε πολύ καλή δουλειά στην παραγωγή του άλμπουμ αλλά και γενικότερα στον ήχο μας. Το αποτέλεσμα έχει να κάνει ακριβώς με την αποτύπωση αυτού του συναισθήματος στην ηχογράφηση των τραγουδιών. Ρισκάραμε, «παίξαμε» και αυτοσχεδιάσαμε στο στούντιο. Δεν θα μπορούσαμε να μην είμαστε ευχαριστημένοι με το άλμπουμ αυτό.
Φωτογραφία: Milo
Τα περισσότερα αν όχι όλα τα μέλη των Holy Stangers έχουν να επιδείξουν μία αρκετά μεγάλη παρουσία στην εγχώρια σκηνή. Ξεκινώντας από το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80, τι πιστεύετε ότι έχει αλλάξει ή ότι έχει μείνει ίδιο στην ελληνική σκηνή;
Τ.Π.: Είναι μεγάλη κουβέντα αυτή και υπάρχει το ρίσκο να καταλήξεις να ακούγεσαι σαν γκρινιάρης γέρος, αλλά θα προσπαθήσω να το αποφύγω. Όταν ξεκίνησα να παίζω μουσική στα τέλη των 80s δεν ήταν εύκολη η πρόσβαση σε μουσικά όργανα, αλλά κυρίως σε μουσική πληροφορία. Σήμερα εάν ένας μουσικός θέλει να μάθει κάτι μπαίνει στο διαδίκτυο και βρίσκει τον εξοπλισμό του αγαπημένου το μουσικού με ένα-δυο κλικ. Εδώ υπάρχουν plug-ins που σου λένε: «ο ήχος του ‘τάδε κιθαρίστα’ in a box». Εμείς παλιότερα -να τη η γεροντογκρίνια- είχαμε ένα-δυο περιοδικά, καμιά μουσική εκπομπή να ψαρέψουμε κανένα βίντεο-κλιπ, και το λόγο του κολλητού που είχε ένα ‘ξάδελφο στο εξωτερικό που ήξερε’ μπας και δούμε τι και πως γίνεται. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα διαφόρους «αυτοσχεδιασμούς» και cult-ιλίκια τα οποία προσέδιδαν στο όλο πράγμα μια εκκεντρικότητα. Πλέον τα ελληνικά συγκροτήματα είναι άρτια: άρτια καταρτισμένοι μουσικοί, με άρτιο στήσιμο στην σκηνή και άρτια ενημέρωση, αλλά κάπου μέσα σε όλο αυτό έχει χαθεί η προσωπικότητα και η εκκεντρικότητα. Το αποτέλεσμα είναι άρτιες ελληνικές μπάντες, που όμως είναι άρτιες αντιγραφές αυτού του πρωτότυπου που θέλουν να αντιγράψουν.
Ν.Φ.: Αυτό που παραμένει το ίδιο είναι ότι μας κάνει να αναρωτιόμαστε για το αν είναι τελικά «σκηνή»! Δηλ. δεν έχει καταφέρει να έχει 1-2 αποτυπώσεις ενός συγκεκριμένου ήχου. Από την άλλη μεριά υπάρχουν πολλές καλές μπάντες και γίνεται πολύ δουλειά πίσω από αυτές…πιο πολύ από ποτέ!
Α.Κ.: Σαν να έγινε ένας περίεργος κύκλος, ξεκινήσαμε από την εποχή που ήταν σχεδόν αδύνατον να γράψεις μόνος σου γιατί ήταν πανάκριβο, έτσι υπήρχαν οι εταιρείες που -με το αζημίωτο, βεβαίως- διαμεσολαβούσαν ανάμεσα στον μουσικό και τον ακροατή. Μετά από πολλές περιπέτειες περάσαμε σε μια εποχή όπου όλοι μπορούν να ηχογραφήσουν σχετικά εύκολα λόγω της ψηφιακής τεχνολογίας και τώρα κατά τη γνώμη μου, το φίλτρο δεν μπορεί να είναι πλέον οι εταιρίες, αλλά η άμεση επικοινωνία μουσικού-ακροατή. Και είναι κρίμα που και σε αυτό υπάρχει πλέον διαμεσολάβηση: Σιγά-σιγά, οι ιστοσελίδες των συγκροτημάτων -που εκτός των άλλων αποκρυστάλλωναν και την αισθητική τους- περνάνε σε δεύτερη μοίρα και τη θέση τους παίρνουν οι κατακερματισμένες αναφορές του facebook, με αυτό το κακοστημένο, ομογενοποιημένο background.
Για μας δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο να πρέπει να ηχογραφήσουμε, να προμοτάρουμε και να διακινήσουμε τη μουσική μας μόνοι ή με την βοήθεια καλών φίλων που μας στηρίζουν –στην περίπτωση των Holy Strangers με την Labyrinth of Thoughts, την Lab και το Merlin’s. Λίγο πολύ, πάντα αυτό έκαναν μπάντες σαν και μας στην Ελλάδα. Δεν μπορείς να μη θαυμάσεις ότι σήμερα βγαίνει περισσότερη νέα μουσική από ποτέ παρά τις συνθήκες, και αυτό μόνο καλό μπορεί να είναι.
Όλο και περισσότερο ακούμε γύρω μας ότι το «rock πέθανε». Όντως το rock φέτος έγινε 60 ετών (αφήνω στην άκρη την μουσικολογική συζήτηση περί του αν αυτό έγινε λίγο πριν ή λίγο αργότερα). Βλέποντας γύρω σας την σημερινή παγκόσμια σκηνή, μήπως έχετε ίσως την εντύπωση ότι τα πάντα έχουν πια παιχτεί και ότι ανακυκλωνόμαστε; Ή μήπως απλώς όσα το rock είχε να πει μοιάζουν πια όχι τόσο σημαντικά, ειδικά στους νέους ανθρώπους;
Τ.Π.: Το rock ‘n roll δεν είναι αποτέλεσμα παρθενογένεσης. Όλοι οι νεωτερισμοί ήταν είχαν να κάνουν με την επίδραση του τυχαίου στην προσπάθεια ενός η περισσοτέρων μουσικών με διάφορα επίπεδα και είδη περιορισμών, κοινωνικής/ταξικής προέλευσης, καταγωγής και στο τέλος πολύ απλά εκκεντρικότητας, να προσεγγίσουν/αντιγράψουν τα ινδάλματα τους. Τυχαιότητα, και στην συνέχεια προσαρμογή. Εκεί βρίσκεται το κλειδί της εξέλιξης. Όχι μόνο της μουσικής και το rock ‘n’ roll αλλά γενικά της εξέλιξης σαν διεργασία που διέπει τα πάντα. Υπό αυτό το πρίσμα δεν με ανησυχούν ερωτήματα όπως αυτό που έθεσες, δηλαδή αν έχουν παιχτεί ήδη όλα. Κάποιος θα βγει και θα το κάνει λίγο διαφορετικά, θα πάρει μια υπαρκτή συνταγή, θα την «πειράξει» λιγάκι και θα προκύψει κάτι καινούργιο. Ποτέ δεν σταμάτησε και ποτέ δεν θα σταματήσει να συμβαίνει, ακόμη και αν εμείς γερνάμε και γκρινιάζουμε.
Ν.Φ.: Το rock πεθαίνει κάθε χρόνο! Απλώς μερικές εποχές «πεθαίνει» πιο πολύ ή πιο λίγο από κάποιες άλλες. Στην πραγματικότητα όσο υπάρχουν άνθρωποι που παίζουν με ηλεκτρικές κιθάρες, μπάσο και τύμπανα κάτι θα βγαίνει και αυτό που θα παράγεται θα μοιάζει, γιατί θα είναι κομμάτι μιας διαχρονικής ολότητας, χωρίς να είναι ποτέ το ίδιο και χωρίς να χάνει την σημασία του. Αρκεί αυτοί που παίζουν τα 2 ½ αυτά ακόρντα να βαδίζουν στους ίδιους δρόμους με αυτούς που τους ακολουθούν. Εξ’ άλλου άτομα σαν και εμάς δεν έχουν και τίποτα καλύτερο να κάνουν από το να παίζουν σε μια rock n’ roll μπάντα.
Α.Κ.: Ίσως το ροκ ως αφήγηση έχει κλείσει έναν κύκλο και έχει μπει σε έναν άλλο. Ίσως η γραμμική του πορεία σταμάτησε με τον ερχομό της ψηφιακής εποχής, η απώλεια της ηγεμονίας του ολοκληρώθηκε και τώρα βρήκε τη θέση του ανάμεσα σε πολλά άλλα είδη μουσικής, αλλά δεν πειράζει, ας είναι∙ η ουσία παραμένει ίδια, και είναι το γνωστό ερώτημα: Μπορεί να διατηρήσει τη φωνή του –σήμερα, σε καιρούς γενικευμένης αγριότητας- και να δώσει στον κόσμο, πολλούς ή λίγους ποτέ δεν είχε μεγάλη σημασία- δύναμη, και στις καλύτερες περιπτώσεις έμπνευση; Τότε για μένα έχει λόγο ύπαρξης∙ αν όχι, μπορεί να περάσει στην ιστορία και δεν χρειάζεται να κλάψει κανείς γι’ αυτό. Όμως αυτή ήταν πάντα για μένα η δύναμη του, ότι μπορούσε να ανανεώνει διαρκώς την αρχική του υπόσχεσή μέσα από τις αντιφάσεις του και αυτή η υπόσχεση έχει για μας ένα όνομα, ελευθερία∙ ελευθερία να υπάρχεις και να εκφράζεσαι. Τελικά, όσα και να ειπωθούν για τη μουσική αυτή, δύσκολα μπορούν να αποδώσουν όσα νιώθεις όταν γίνεσαι κομμάτι της, είτε σαν μουσικός είτε σαν ακροατής.
Ποια είναι τα σχέδια των Holy Strangers για το μέλλον (άμεσα και λιγότερο άμεσα, εφόσον υπάρχουν!).
Τ.Π.: Στις 19 Μάρτη το άλμπουμ κυκλοφορεί σε βινύλιο, πράγμα πολύ σημαντικό για μας. Παράλληλα, συναυλίες, συναυλίες, μετά και άλλες συναυλίες, και στο τέλος λίγες περισσότερες συναυλίες και μετά καινούργιο δίσκο. Προχωράμε βήμα-βήμα, άλλωστε δεν γίνεται αλλιώς δεδομένων των συνθηκών στις οποίες ζούμε. Αλλά όπως είπα και πριν, το επίκεντρο είναι οι συναυλίες.