Ας ξεκινήσω από το τέλος… Κάπου στην έξοδο προς τη Λιοσίων, συνειδητοποίησα ότι ήταν η τέταρτη φορά που απόλαυσα ζωντανά τους Inspiral Carpets. Αριθμός που πλησιάζει μόνο τους Depeche Mode και σε λίγο τους Green Day. (Inspiral Carpets σε Ρόδον 1991, Μύλος Club 1994, Fuzz Club 2012).
Πριν από αυτή καθ’ αυτή τη συναυλία πρέπει να κάνω μια προσωπική παρατήρηση. Οι Inspirals θα είναι η μπάντα με τον Tom Hingley και την ιδιαίτερη φωνή του. Έτσι τους γνώρισα και έτσι έχουν βιωματικά χαραχθεί. Ίσως γιατί ήταν η πρώτη μου live εμπειρία*. Η «επιστροφή» του Steven Holt το 2011, μετά το 1989, μετά την «απόλυση» του Hingley, δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα… Inspirals version II. Γεγονός που τονίζει και ο ίδιος δημόσια, αρκετά χρόνια τώρα (https://www.manchestereveningnews.co.uk/whats-on/film-and-tv/inspiral-carpets-pulled-the-rug-from-under-693963, https://www.warringtonguardian.co.uk/leisure/17836191.tom-hingley-life-inspiral-carpets-split/ ). Όλα τα σημαντικά album & αξιόλογα τραγούδια έχουν ερμηνευθεί από τον Tom (Inspirals version originale). Σίγουρα αποτελούν μια ξεχωριστή «νότα» στην σκηνή του Madchester, κυρίως πιστεύω, εξαιτίας του organ (στην κυριολεξία “εκκλησιαστικό όργανο”) που ο Clint Boon κατάφερε να συνδυάσει και ενσωματώσει, στις υπόλοιπες ψυχεδελικές, post-punk & 60’s επιρροές που έχουν.
Η «μαύρη» αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα ούτε και πίστεψα πολύ, στο sold out που διάβασα λίγες ώρες πριν την επίσημη έναρξη (22:00). Στις 21:30 δεν έπεφτε καρφίτσα… Δεν καταφέραμε να φτάσουμε ούτε μέχρι τη μέση του venue και περιοριστήκαμε κάτω από τον εξώστη. Αξιοπερίεργο το γεγονός, με δεδομένο ότι πριν 13 χρόνια στο Fuzz Club η συμμετοχή ήταν κάπως αραιή και παράλληλα η μπάντα έχει να παρουσιάσει νέα μουσική από το 2014, μετά από διάλειμμα 20 ετών.
Προφανώς η κοσμοσυρροή δεν μπορεί να ερμηνευθεί από το τελευταίο album (Inspiral Carpets, 2014, Cherry Red). Κάτι άλλο έχει συμβεί και ίσως οφείλεται στην γενικότερα υπερβολική παραγωγή και εύκολη πρόσβαση στη μουσική χωρίς φίλτρο, διαλογή, επιλογή και αξιολόγηση.
Το νεανικό κοινό, 50 και άνω, ήταν πολύ ανυπόμονο και φάνηκε στον ενθουσιασμό του εισαγωγικού Commercial Reign. Παρά τον μέτριο προς κακό ήχο, οι 4 Carpets από το Oldam (Steven Holt φωνητικά, Clint Boon πλήκτρα, Graham Lambert κιθάρα, Martyn Walsh μπάσο και Kev Clark κρουστά) δεν έδωσαν πολύ σημασία και ξεκίνησαν δυναμικά με την συμπαράσταση του κόσμου. Generations, She comes in the fall, Spitfire, Weakness και η ατμόσφαιρα ζεστάθηκε κι άλλο.
Σε αυτό το σημείο η μπάντα συνειδητοποίησε ότι το πλήθος ήταν πλήρως εναρμονισμένο με την Manchester era, γνώριζε σχεδόν όλα τα τραγούδια και τα lyrics και ότι πράγματι ίσχυε το sold out.
This is how it feels, Two worlds collide, Let you down, Beast inside… κάποια σχόλια που με τον κακό ήχο και την βαριά προσφορά, ακόμα κι το εκπαιδευμένο αυτί δεν μπορούσε να μεταφράσει. Στη συνέχεια ένα μικρό «διάλλειμα» με ένα νέο τραγούδι (A wolf at the door), Find out why, Sackville & You’re so good to me. Το vibe, ο ρυθμός, το κέφι κάπως μειώθηκε σε αυτό το σημείο. Μάλλον ήταν το calm before the storm… Αμέσως η κατάσταση διορθώθηκε με Move, Directing traffic, I want you (με ηχογράφηση της εισαγωγής του Mark E. Smith), Joe και Dragging me down. Έτσι έκλεισε η πρώτη παρουσία στη σκηνή του GAGARIN. Λόγω ηλικίας και εμπειρίας το κοινό δεν χρειάστηκε να αντιδράσει καθόλου για το τυπικό encore. Όλοι ξέραμε τι θα ακολουθήσει…
Λίγο βαρετά… Skidoo, Sacrifice, καλύτερη συνέχεια με Tainted Love, How it should be και απογείωση για Κρόνο και ασταμάτητο χορό με Saturn 5.
Αρκετά διαφορετική εμπειρία σε σχέση με την τελευταία εμφάνιση που ήμουν παρών στο Fuzz Club, καθώς τότε το κοινό δεν κατάφερε να γεμίσει το venue ούτε κατά τα 2/3. Έντονος παλμός, χαρούμενη ατμόσφαιρα (cool as…), ψαγμένο κοινό και πλήρης ανταπόκριση από την μπάντα. Clint Boon με το γνωστό λαχουρέ-floral πουκάμισο, Martyn Walsh σαν να μην πέρασε μια μέρα από το Ρόδον, Kev Clark ίσως στο πρώτο έτος του Oldham College και Graham Lambert φιλότιμος και αποτελεσματικός. Άφησα τελευταίο τον Steven Holt (δεν είναι Tom Hingley) που δίνει την εντύπωση του ακίνητου, κάπως ψυχρού, flat τραγουδιστή καθώς αυτό άλλαξε σταδιακά, μόλις οι «μπροστινοί» άρχισαν να τον συνοδεύουν στα λόγια και να ζητούν τραγούδια. Μάλλον δεν το περίμενε και έτσι είδαμε μια σημαντική αλλαγή, για αγγλοσάξονα, με περισσότερο νεύρο, διαντίδραση με το κοινό και κίνηση.
Αν ο ήχος βελτιωθεί… η επόμενη συνάντηση μας θα είναι ακόμα καλύτερη.
This is how it felt…
*η κάθοδος των τεσσάρων (όχι των μυρίων) με τον καρβουνιάρη, τότε το 1991, φέρνει έναν πολύ δύσκολο παραλληλισμό με τα 57 παιδιά που χάθηκαν. Φοιτητές οι περισσότεροι όπως κι εμείς τότε. Για την ασφάλεια μας, προτιμούσαμε το τρένο. Ποιος θα φανταζόταν ότι το 2023 η κατάσταση θα ήταν ίσως χειρότερη και πιο επικίνδυνη από το 1991, 32 χρόνια μετά. R.I.P.
Κείμενο / Φωτογραφίες: Κωστής Παπαϊωάννου