Δευτέρα, 11 Απριλίου 2016 21:00

Τα 30 σημαντικότερα album του garage rock (Μέρος 1ο)

Written by 

 Τι σημαίνει garage rock;

 

"Καλή ερώτηση, προχωρήστε στην επόμενη", θα μπορούσαμε να πούμε, αλλά όχι, δεν πρόκειται να φοβηθούμε, θα επιχειρήσουμε να οριοθετήσουμε το είδος όσο γίνεται, αναλαμβάνοντας και τον σχετικό κίνδυνο (η garage κοινότητα δεν είναι πολυάριθμη, αλλά έχει γνώσεις και, το κυριότερο, είναι φανατική!).

 

Με την πολύ στενή του έννοια, το garage rock ήταν αποτέλεσμα της μουσικής επιρροής των βρετανικών συγκροτημάτων με πρώτους τους Beatles, αλλά και τους Rolling Stones, Animals κλπ στις Η.Π.Α. κατ’ αρχήν και σε όλες τις αγγλόφωνες χώρες, αλλά, κατά δεύτερο λόγο παντού σχεδόν στον κόσμο (ιδίως Ευρώπη, αλλά και Νότιο Αμερική). Η Βritish Ιnvasion, όπως ονομάστηκε η κατάληψη των αμερικάνικων charts και όχι μόνο από τους Βρετανούς, ήδη από το 1963 είχε ως αποτέλεσμα να αρχίσουν ατελείωτα νεανικά σχήματα να υιοθετούν τον ήχο και την εμφάνιση των μεγάλων αυτών συγκροτημάτων, κυρίως κατά την περίοδο 1963-1968, αλλά με ιδιαίτερη ένταση την διετία 1965-1966. Στην πορεία ο ήχος αυτός, πρωτόγονος, απλοϊκός ίσως, απολύτως όμως εθιστικός, βασισμένος στο fuzz αλλά συχνά και στο όργανο (Vox Continental, Farfisa κλπ) που άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά και να αποκτά μία έντονη ιδιαιτερότητα. Όταν μάλιστα από το 1967 άρχισε να αναμιγνύεται με την ψυχεδέλεια, γεννήθηκε αυτό που ονομάζουμε σήμερα psych garage (αν και η σχετική ορολογία ποικίλει). Πάμπολλες ηχογραφήσεις, πολλές από τις οποίες περιλάμβαναν πρωτίστως διασκευές γνωστών κομματιών της εποχής κατά τα ειωθώτα τότε στην μουσική βιομηχανία, έγιναν και στην πορεία ξεχάστηκαν, καθώς οι εξελίξεις τότε στο χώρο του rock έτρεχαν με την ταχύτητα του φωτός. Πολλοί είναι αυτοί που ορίζουν τον ήχο αυτό ως garage punk, υιοθετώντας έτσι την λογική ότι αυτό ήταν το punk των 60s (δύσκολο να το ισχυριστείς συνολικά, αλλά πάντως όχι πλήρως αβάσιμο).

 

Αντιλαμβάνονταν όλα αυτά τα συγκροτήματα τι ακριβώς είχαν επιτύχει; Πιθανότατα όχι, αλλά λίγη σημασία έχει. Σημασία έχει ότι το κατάλαβε ο Lenny Kaye, μετέπειτα κιθαρίστας της Patti Smith. Σε αυτόν ζήτησε ο Jac Holzman, αφεντικό της Electra Records να συλλέξει κάποιες από αυτές τις ηχογραφήσεις. Κάπως έτσι γεννήθηκε η πρώτη, διπλή συλλογή του είδους, τα Nuggets το 1972, που όμως περιλάμβανε σε μεγάλο βαθμό σχήματα αρκετά γνωστά, πολλά από τα οποία είχαν μάλιστα γνωρίσει έστω και πρόσκαιρη εμπορική επιτυχία. Εκείνη την εποχή περίπου χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά και ο όρος «garage band» (το πότε ακριβώς ερείζεται και, πάντως, εκφεύγει του αντικειμένου μας). Αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι αυτή η συλλογή υπήρξε έμπνευση και για το punk, αλλά και για ένα ολόκληρο κύμα αναβίωσης των '60s από σειρά καλλιτεχνών, στο οποίο άρχισε να αποκτά υπόσταση ιδίως από το 1977 και μετά. Τα συγκροτήματα της garage rock αναβίωσης προφανώς αποτελούν μέρος (πιθανότατα το σημαντικότερο) αυτού του ευρύτερου ρεύματος. Οι συλλογές που καταγράφουν το garage rock είναι ατελείωτες, επικεντρωνόμενες με το πέρας του χρόνου όλο και περισσότερο σε άγνωστα σχήματα και πολλές από αυτές αριθμούν συχνά πολλά νούμερα. Ιδιαίτερα γνωστές είναι ενδεικτικά οι Pebbles, Βack From The Grave, Highs In The Mid 60s, Garage Punk Unknowns, Psychedelic Unknowns, Teenage Shutdown, Pretty Ugly, Μindrocker, Acid Visions, Sixties Rebellion, Psychedelic States, Texas Flashbacks. Στην πραγματικότητα οι συλλογές αυτές, οι οποίες περιλαμβάνουν στην πλειονότητά τους χαμένα στον χρόνο singles, καταγράφουν με ιδιαίτερη ακρίβεια αυτό που πράγματι είναι το garage rock σε όλες τις πιθανές παραλλαγές του. Και βεβαίως, περιλαμβάνουν πλήθος εξαιρετικών κομματιών.

Ο όρος garage βεβαίως χρησιμοποιείται στην πράξη πολύ ευρύτερα. Ακόμη και οι White Stripes για παράδειγμα τον πρώτο καιρό έχουν χαρακτηριστεί garage. Αν πιάσουμε το υποδεκάμετρο, θα πρέπει να πούμε ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Από την άλλη, η ευρύτατη πράγματι χρήση του όρου έχει την εξήγησή της: το garage ήταν και είναι ιδιαίτερα επιδραστικό. Ο άμεσος, χωρίς φιοριτούρες, τρόπος μουσικής έκφρασης που το χαρακτηρίζει, έχει επηρεάσει πάρα πολύ το rock εν γένει. Και σε αυτό έγκειται πρωτίστως η αξία του. Η λίστα μας λαμβάνει το garage μάλλον με την στενή έννοιά του. Το να χρησιμοποιείται όμως ο όρος ευρύτερα ούτε ιδιαίτερα λάθος μοιάζει και σίγουρα δεν συνιστά κάποιο έγκλημα!

 

Λίγα λόγια για τη λίστα

 

Να πούμε κατ’ αρχήν ότι τα συγκροτήματα (και όχι οι δίσκοι) παρατίθενται στην λίστα με αλφαβητική σειρά, άρα δεν υπάρχει κατάταξη. Ξέρουμε ότι αυτό στερεί από το εγχείρημα ένα μέρος της πλάκας (όλοι έχουν άποψη για ένα top, πως να το κάνουμε), αλλά έχουμε να κάνουμε με τόσο σημαντικές και ποιοτικές κυκλοφορίες, που το να προχωρήσουμε σε τέτοιου είδους κατάταξη θα ήταν σχεδόν άδικο.

 

Όπως θα διαπιστώσετε, προτιμήσαμε να συμπεριλάβουμε ένα άλμπουμ ανά συγκρότημα. Ο λόγος απλός: θέλαμε να συμπεριλάβουμε τον μέγιστο δυνατό αριθμό συγκροτημάτων. Φυσικά η επιλογή αυτή έχει τις επιπτώσεις της. Κάποια συγκροτήματα έχουν περισσότερους από έναν δίσκους που θα μπορούσαν να περιλαμβάνονται, με πιο χτυπητό παράδειγμα τους Sonics: Tα Here Are The Sonics και Boom! θα μπορούσαν να βρίσκονται αμφότερα όχι σε ένα Top 30, αλλά σε ένα top 5. Aντ’ αυτού, το Boom! «κόπηκε». Επιχειρήσαμε να θεραπεύσουμε την αδικία, αναφέροντας στα σχετικά χωρία τα άλμπουμ τα οποία θα μπορούσαν να έχουν συμπεριληφθεί. Οι μεν γνώστες έχετε ήδη άποψη και μπορείτε να ρίξετε ελεύθερα το ανάθεμα! Οι υπόλοιποι όμως, θα έχετε έναν οδηγό της garage rock δισκογραφίας εμπλουτισμένο πέραν των 30 βασικών κυκλοφοριών που παραθέτουμε.

 

Να πούμε ακόμα ότι για την συγκέντρωση των πληροφοριών που παρατίθενται, ανατρέξαμε στο Knights Of Fuzz, την εγκυκλοπαίδεια της garage αναβίωσης του Tim Gassen, leader των Overcoat (αργότερα Marshmallow Overcoat), σε πλήθος liner notes, αλλά και στους ιστότοπους All Music Guide και Discogs.

 

Αυτοί που «κόπηκαν»

 

Εδώ έχουμε κάποιες μεγάλες κατηγορίες:

 

Είναι κατ’ αρχήν καλλιτέχνες που ηχογράφησαν πολύ καλά (κάποιες φορές εξαιρετικά) LPs αλλά... τριάντα δίσκοι είναι όλοι και όλοι, πόσοι να πρωτοχωρέσουν στην λίστα; Μία θέση διεκδίκησαν οι φοβεροί Monomen (ξέρω ότι πολλοί πιουρίστες θα αντιδρούσαν, αλλά, ας σοβαρευτούμε!), ο Άγγλος Billy Childish με κάποιον από τους εκατομμύρια δίσκους που έχει ηχογραφήσει (με τους Mighty Ceasars ή τους Headcoats, κατά προτίμηση), οι επίσης Άγγλοι Barracudas, οι Gruesomes (Καναδάς), οι Stems (Αυστραλία), oι Yard Trauma και οι United States Of Existence (Η.Π.Α. αμφότεροι), αλλά, αν πάμε πίσω στα 60s, και οι εξαιρετικοί Ολλανδοί Q 65, oι επίσης θαυμάσιοι Αυστραλοί Missing Links, και οι συμπατριώτες τους Masters Apprentices, οι Αμερικάνοι Litter και Five Americans, oι Καναδοί Haunted και Ugly Ducklings, για να αναφέρουμε εντελώς δειγματοληπτικά κάποιους από αυτούς.

 

Άλλη, ιδιαίτερα σημαντική κατηγορία, στην οποία αξίζει να δώσουμε επιπλέον χώρο, είναι αυτή καλιτεχνών των οποίων η μουσική βρίσκεται στο μεταίχμιο της ψυχεδέλειας. Εδώ, από τους μεγάλους κλασικούς έχουμε τους γίγαντες του Τέξας 13th Floor Elevators, το συγκρότημα του Roky Erickson. To The Sounds Of The 13th Floor Elevators (1966) περιέχει το απόλυτο garage classic You’re Gonna Miss Me (άπονη!), όμως, κατόπιν πολλής σκέψης και συζητήσεων, αποφασίσαμε ότι δεν θα μπορούσαμε να έχουμε στην λίστα του garage rock τον αριστουργηματικό αυτό δίσκο, ακριβώς διότι άνετα θα μπορούσε να βρίσκεται στην κορυφή αντίστοιχης λίστας με ψυχεδελικές κυκλοφορίες. Tα ίδια πάνω-κάτω ισχύουν και για το Psychedelic Lollipop των Blues Magoos (1966). Αυτό το ψυχεδελικό διαμάντι, βρετανικής αισθητικής πρωτίστως, παρά το ότι το συγκρότημα έρχεται από την Νέα Υόρκη, περιέχει το We Ain’t Got Nothing Yet, το βασικό riff του οποίου οι Deep Purple αντέγραψαν στο Black Night. Και φυσικά υπάρχει και το εξαιρετικό, φερώνυμο ντεμπούτο των Electric Prunes (1967), με τα hits Ι Ηad Too Much To Dream Last Night και Get Me To The World On Time. Εμπνευσμένη, γεμάτη νεωτερισμούς στην ηχογράφηση, ανήκει περισσότερο στην ψυχεδέλεια, παρά στο garage. Φυσικά, οι τρεις προαναφερόμενοι δίσκοι συχνά εμφανίζονται σε garage λίστες, το γνωρίζουμε, απλώς έπρεπε να κάνουμε μία επιλογή. Πρόκειται για περιπτώσεις που ό,τι και αν κάνεις είναι λάθος (ή σωστό, όπως προτιμάτε!).

 

Αντίστοιχη περίπτωση οι θαυμάσιοι πραγματικά Moving Sidewalks, το προ ZZ Top γκρουπ του Billy Gibbons, των οποίων το LP Flash (1968) είναι ένα πολύ καλό πραγματικά ψυχεδελικό άλμπουμ, τα singles όμως που προηγήθηκαν το 1967 αποτελούν κάποιες από τις καλύτερες ηχογραφήσεις του garage (ακούστε τα 99th Floor, Need Me, Every Νight A New Surprise και θα καταλάβετε τι εννοούμε). Aπό τους νεώτερους, περίοπτη θέση κατέχουν στην κατηγορία αυτή οι Blacklight Chameleons και οι Dimentia 13, με την ίδια πάντα λογική, αλλά και οι φοβεροί Plasticland (οι τελευταίοι ιδίως πολύ δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν garage). Όσοι πάντως δεν γνωρίζετε όλους ή κάποιος από τους προαναφερόμενους καλλιτέχνες, τώρα πλέον έχετε κάμποσα εξαιρετικά ονόματα να ψάξετε και, πιστέψτε μας, το αξίζουν!

 

Οι δικοί μας Last Drive ανήκουν στην ευρύτερη κατηγορία, όχι βέβαια γιατί είναι ψυχεδελικοί, αν και τα δύο πρώτα LPs Underworld Shakedown και Heatwave τους περιέχουν μπόλικο garage. Το Underworld Shakedown μας έβαλε σε σκέψεις, διότι είναι ένα πολύ καλό άλμπουμ, επομένως θα μπορούσε να έχει μία θέση στην λίστα. Δεν το συμπεριλάβαμε τελικά, ξεφεύγοντας λίγο από αμιγώς αξιολογικά κριτήρια, για να προβάλουμε κάποια άλμπουμ που το μη ειδοποιημένο κοινό πιθανόν να αγνοεί. Όσο για το Heatwave, είναι ένας αριστουργηματικός δίσκος, το εννοούμε, είναι όμως τόσο πολύπλευρο και ιδιαίτερο σαν ηχογράφηση, που θεωρούμε ότι είναι άδικο να το περιορίσουμε. Για την ιστορία πάντως, αν κάναμε την παραδοχή ότι είναι ένας αμιγώς garage δίσκος, την θέση στην λίστα μας την είχε καπαρωμένη!

 

Τρίτη κατηγορία, την οποία κοιτάζουμε ξανά με πόνο ψυχής, είναι αυτή συγκροτημάτων που έχουν ηχογραφήσει εξαιρετικά, εμβληματικά ακόμα singles όχι όμως και LPs, άρα κόβονται εξ ορισμού. Από τα 60s έχουμε τους απίστευτους Unrelated Segments από το Michigan, τους We The People από Orlando (με σειρά κλασικών sinlges), τους Νεοϋορκέζους Third Bardo, τους Τεξανούς 5 Canadians και Kenny & The Kasuals, για να πούμε μερικούς μόνο από αυτούς - ο κατάλογος αυτός είναι χαώδης! Από την αναβίωση έχουμε τους Σουηδούς Crimson Shadows (οι οποίοι μας «ταλαιπώρησαν» κάπως γιατί έχουν ένα mini-LP),αλλά και τους Droogs από το Λος Άντζελες, οι οποίοι ξεκίνησαν να ηχογραφούν garage και να κυκλοφορούν singles το 1973 (!). Η δισκογραφία τους είναι επηρεασμένη προφανώς από το είδος, όμως δεν είναι αμιγώς garage. Ευτυχώς τα εντελώς, απολύτως, απίστευτα δυσεύρετα αυτά singles έχουν συγκεντρωθεί στο LP Anthology (ψάξτε το όσοι τυχόν δεν το ξέρετε!). Τι θα είχε γίνει αν όλοι αυτοί είχαν ηχογραφήσει έστω και από ένα LP; Πιθανότατα αυτή η λίστα θα είχε διαφορετική μορφή, έστω και εν μέρει!

 

Όμως, έχουμε ήδη πει πολλά. Ας περάσουμε στην λίστα!

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

The Cheepskates – Run Better Run (Midnight Records MIR LP 104, 1984)

 

 

H συνθετική ικανότητα αλλά και η ιδιαίτερη μελωδικότητα της φωνής του Shane Faubert, leader των Νεοϋορκέζων Cheepskates αποτελούν τα μεγαλύτερα όπλα αυτού του πολύ καλού σχήματος, που μας έδωσε δύο εξαιρετικά δείγματα του ταλέντου του, πριν διαλυθεί και ξανασχηματιστεί, για να το γυρίσει σε αμιγώς pop μονοπάτια. Επιλέξαμε το Run Better Run, το οποίο όταν κυκλοφόρησε γνώρισε σχετική επιτυχία, για τα υπέροχα garage pop διαμαντάκια που περιέχει, όπως το ομότιτλο, το Take It Easy και το That’s When I Say Goodbye, αλλά με βαριά καρδιά, πρέπει να πούμε, γιατί το Second And Last του 1986, που δεν ήταν τελευταίο, όπως απεδείχθη (Midnight Records MIR LP 124) είναι εξίσου καλό (αξίζει να ακούσετε από αυτό το πανέμορφο, μελωδικό Turn Around).

 

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- 

The Chesterfield Kings - Here are the Chesterfield Kings (Mirror Records, MIRROR 9, 1982)

 

 

Το ντεμπούτο LP τους προτιμήθηκε για λόγους ιστορικούς του αμέσως επόμενου, επίσης εξαιρετικού Stop! (Mirror Records, MIRROR 10, 1985), το οποίο όμως αξίζει επίσης να ψάξετε. Ήταν οι εποχή που οι Chesterfield Kings, το γρουπ του τραγουδιστή, αρθρογράφου, συλλέκτη δίσκων Greg Prevost, προξενούσαν ρίγη ενθουσιασμού στο underground κοινό. Αν και σε αντίθεση με το Stop!, περιέχει μόνο διασκευές, η αξία του δίσκου αυτού είναι δεδομένη: τραγούδια αυτά, τα οποία είναι συνώνυμα του garage rock όπως το Satisfaction Guaranteed των Mourning Reign, το 99th Floor των Moving Sidewalks και το Hustler των Sonics για να αναφερθούμε στα πιο χτυπητά παραδείγματα παίζονται υποδειγματικά. Όπως και να έχει οι δύο αυτοί δίσκοι των Chesterfield Kings κατέστησαν, απολύτως δικαιολογημένα το γκρουπ από το Rochester (Νέα Υόρκη) απολύτως εμβληματικό για την garage αναβίωση. Kαι βεβαίως μιλάμε για garage rock με την πλέον στενή έννοιά του: η γη της επαγγελίας κάθε γκαραζά που σέβεται τον εαυτό του (και συνεπώς αδιαφορεί για όλους του υπόλοιπους): Όργανο Vox, maracas, φυσαρμόνικα, fuzz κλπ σε μεγάλες δόσεις, όμως, μην γελιέστε: η ηχογράφηση αυτή είναι υψηλού επιπέδου (και λέγοντας αυτό βεβαίως μιλάμε για την ουσία του πράγματος, όχι για studio sessions με πανάκριβους παραγωγούς). Αν θα έπρεπε να εξηγήσεις σε κάποιον τι σημαίνει garage rock, κάλλιστα θα ξεμπέρδευες βάζοντάς τον να ακούσει τους δύο πρώτους δίσκους των Chesterfield Kings.

 

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Chocolate Watchband – No Way Out (Tower Records ST5096, ST-5096, 1967)

 

 

H επιλογή ήταν δύσκολη μεταξύ του δίσκου αυτού και του Inner Mystique (Tower Records T 5106, 1968). Οι Chocolate Watchband από το San Jose (Καλιφόρνια) έκαναν φοβερά δυναμικές εμφανίσεις και είχαν απίστευτο attitude (φημολογείται, ότι σε ένα live εμφανιζόμενοι πριν από τους Seeds, έπαιξαν μόνο διασκευές Seeds!), οι ηχογραφήσεις τους τείνουν συχνά προς την ψυχεδέλεια, αποτέλεσμα που αποδίδεται στην παρέμβαση του παραγωγού τους Ed Cobb. Όπως και να έχει, τραγούδια όπως τα Let’s Talk About Girls και Are You Gonna Be there (At The Love-in) αποτελούν μερικές από τις σημαντικότερες ηχογραφήσεις του garage rock και χαρακτηρίζονται από την ισορροπία και πληρότητά τους. Για να το πούμε απλά: αν κάποιος θα έπρεπε να συντάξει έναν οδηγό garage rock για αρχαρίους, οι Chocolate Watchband θα ήταν ένα από τα ονόματα, από τα οποία θα ξεκινούσε!

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Count Five - Psychotic Reaction (Double Shot Records LP-DSS-5001, 1966)

 

 

Οι Count Five ήταν μία παρέα πιτσιρικάδων από το San Jose, που συνήθιζαν στις ζωντανές τους εμφανίσεις να φοράνε μπέρτες σαν αυτές που φορούσε ο Κόμης Δράκουλας στις ταινίες της εποχής. Αν και το μοναδικό τους αυτό στούντιο άλμπουμ δεν είναι κακό, ο λόγος που περιλαμβάνεται στον παρόντα κατάλογο είναι το ομώνυμο τραγούδι, το οποίο με το r’n’b groove του αλλά, κυρίως, με τα θορυδώδη περάσματά του, αποτελεί ένα αδιαμφισβήτητο σημείο αναφοράς στο garage rock. Το τραγούδι αυτό που κυκλοφόρησε αυτόνομα δύο φορές σαν single, προσέφερε τότε στους Count Five μία αξιόλογη όσο και πρόσκαιρη επιτυχία αφού έφτασε στο Νο 5 του Billboard Chart τον Σεπτέμβριο του 1966. Μέχρι σήμερα αναγνωρίζεται ως ένα από τα απόλυτα δείγματα του είδους και δικαίως, έχοντας μάλιστα περιληφθεί στον κατάλογο των 500 πιο επιδραστικών rock’n’roll κομματιών όλων των εποχών του Rock’n’Roll Hall Of Fame (όση αξία και αν έχει αυτό).

 

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 Τhe Crawdaddys – Crawdaddy Express (Voxx Records VXM 200.001, 1979)

 

 

 Oι Crawdaddys από το San Diego υπήρξαν κατά κάποιον τρόπο η ναυαρχίδα της ιστορικής Voxx Records. Από τα πρώτα γκρουπ της αναβίωσης. Η μουσική τους είναι ένα μίγμα garage και r’n’b στο ύφος των Pretty Things, αλλά με ήχο ακατέργαστο και παιγμένο σε υπερηχητικές ταχύτητες. Ο δίσκος περιλαμβάνει κυρίως blues διασκευές (εξαιρετικά το I’m A Lover Not A Fighter του Lazy  Lester και το You Can't Judge A Book By Looking At The Cover, σύνθεση του Willie Dixon), όμως πολύ καλά είναι και κάποια πρωτότυπα, όπως το ομώνυμο κομμάτι. Η ιστορική αξία της ηχογράφησης αυτής είναι αδιαμφισβήτητη: τόσο από μουσικής όσο και απο αισθητικής πλευράς οι Crawdaddys υπήρξαν από τους πιονιέρους της garage αναβίωσης.

 

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 The Crawling Walls – Inner Limits (Voxx Records, VXS 200.030, 1985)

 

 

Σχεδόν κάθε λίστα σαν την παρούσα περιλαμβάνει κάποιο outsider. Το Inner Limits των Crawling Walls είναι το outsider της δικής μας λίστας. Το Knights Of Fuzz (η εγκυκλοπαίδεια του garage, την οποία υπογράφει ο Tim Gassen των (Murshmallow) Overcoat υπάρχει μία ιδιαίτερα σύντομη αναφορά στο συγκρότημα και σε αυτόν τον μόνο δίσκο του. Ο Tim Gassen αναφέρει ότι πιθανόν οι Crawling Walls να μην έχουν παίξει ποτέ live ενώ η γενική του άποψη για αυτούς είναι μέτρια ως κακή. Λάθος το πρώτο, άδικο το δεύτερο. Χρειάστηκε να περάσουν τα χρόνια και να αποκτήσουμε πρόσβαση μέσω του διαδικτύου σε αρχεία δημοσιευμάτων του New Mexico του πρώτου μισού των 80s: οι Crawling Walls ενδεικτικά έχουν παίξει στην πόλη τους το Albuquerque με τους Plan 9 τον Οκτώβριο του 1984 (εξ ου και οι ευχαριστίες των Plan 9 προς αυτούς στο οπισθόφυλλο του δίσκου τους, ο οποίος φιλοξενείται επίσης στην παρούσα λίστα) και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους άνοιξαν για τους Ramones. Όπως φαίνεται όμως, οι Crawling Walls περιλάμβαναν στις τάξεις τους έναν μαθηματικό, ένα ειδικό στην πυρηνική ιατρική και έναν προγραμματιστή (ελαφρώς far out ειδικότητα για την εποχή!) και άρα την μουσική την έβλεπαν σαν χόμπυ. Πράγμα που δεν τους εμπόδισε βεβαίως να ηχογραφήσουν έναν και μοναδικό, αλλά θαυμάσιο από κάθε άποψη δίσκο που περνάει από το garage punk στην psych pop και την ψυχεδέλεια με τρόπο απίστευτα εμπνευσμένο, χωρίς μάλιστα να περιλαμβάνει διασκευές (απίστευτο κι όμως αληθινό!). Ψάξτε εντελώς ενδεικτικά, τα One Last Kiss, Gο-Go ’85 και She’s So Wild και θα αντιληφθείτε τόσο την μεγάλη γκάμα του συγκροτήματος, όσο και την ποιότητα των συνθέσεών του.

 

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 The Creeps – Enjoy The Creeps (Tracks On Wacks WAX 1001, 1986)

 

 

Το απόλυτο Ευρωπαϊκό άλμπουμ της garage αναβίωσης. Καθόλου παράξενο βέβαια, ότι προέρχεται από το άντρο του garage που ονομάζεται Σουηδία. Πράγματι, το garage έχει να επιδείξει τεράστια ονόματα, τα οποία περιλαμβάνονται σε αυτήν εδώ τη λίστα αλλά και πάρα πολλά άλλα, όχι λιγότερο αξιόλογα. Για να επιστρέψουμε όμως στο θέμα μας, οι Creeps δημιούργησαν ένα εξαιρετικό δίσκο, ο οποίος αναμιγνύει κλασικά garage punk στοιχεία με r’n’b και beat και περιλαμβάνει τραγούδια βασισμένα στα απολύτως εθιστικά θέματα της farfisa που, απολύτως δικαιολογημένα, είναι εξαιρετικά δημοφιλή και σε κοινό εκτός του χώρου (Down At The Nightclub, She’ s Gone, The Creep). Καμμία σχέση βεβαίως με πρωτόγονο garage που ηχεί σαν να παίζεται σε σπηλιά. Στην πραγματικότητα δεν θα ήταν άδικο να ειπωθεί ότι έχουμε ίσως να κάνουμε με το πλέον χορευτικό garage άλμπουμ. Κρίμα που στην συνέχεια το γκρουπ πήγε για το εύκολο χρήμα, αυτοκτονώντας καλλιτεχνικά.

 

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 The Cynics – Twelve Flights Up (Get Hip Recordings NAKED 5, 1988)

 

 

O δεύτερος δίσκος του τρομερού συγκροτήματος από το Pittsburgh (το αριστουργηματικό ντεμπούτο τους Blue Train Station του 1986 - Get Hip Recordings GH-1000, NAKED 2 - θα μπορούσε επίσης να επιλεγεί), το οποίο αποτελεί από κάθε άποψη ένα από τα καλύτερα του είδους. Οδηγημένοι από τα άγρια φωνητικά του Michael Kastelic και το δολοφονικό fuzz του Gregg Kostelic (μιλάμε για τον απόλυτα χαρακτηριστικό και αναγνωρίσιμο κιθαριστικό ήχο), οι Cynics μας προσφέρουν ένα πραγματικά ολοκληρωμένο δίσκο, με καλές διασκευές αλλά κυρίως με μία σειρά εξαιρετικών δικών τους συνθέσεων, που κατέχουν αναμφισβήτητα περίοπτη θέση στο πάνθεον της garage αναβίωσης (I Know, Creepin’, Erica). Οι δύο εμφανίσεις τους στα μέρη μας έχουν μείνει αξέχαστες σε όλους τους φανατικούς του είδους και όχι μόνο, ζωντανή απόδειξη ότι η καλή μπάντα μπορεί να αποδώσει στο live το ίδιο καλά, αν όχι καλύτερα με το στούντιο. Να πούμε για την ιστορία, ότι ο συμπαθέστατος πραγματικά, αν τον γνωρίσει κανείς, Gregg Kostelic μαζί με τον Michael Kastelic και τον Bill Von Hagen (τότε ντράμερ του σχήματος) ίδρυσαν τον 1985 την πολύ καλή garage (βασικά) εταιρεία Get Hip Recordings, για την οποία φυσικά ηχογραφήθηκε ο δίσκος. Και επειδή, τι το χρειάζεσαι το (ηλεκτρονικό) βήμα, αν δεν μπορείς να πεις και μία κουβέντα παραπάνω, η άποψη του γράφοντος είναι ότι οι Cynics είναι ανώτεροι των Fuzztones (με απειροελάχιστη βέβαια διαφορά, μην τρελλαθούμε!), οι οποίοι, τουλάχιστον στην χώρα μας, είναι το πλέον δημοφιλές συγκρότημα της garage αναβίωσης.

 

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

  Dead Moon – In The Graveyard (Tombstone Records T-11 LP,1988)

 

 

To συγκρότημα του θρυλικού Fred Cole (κιθάρα/φωνητικά), της συζύγου του Toody Cole (μπάσο/φωνητικά) και του Andrew Loomis που δυστυχώς έφυγε απροσδόκητα  φέτος (ντραμς) δεν θα μπορούσε να λείπει από αυτό τον κατάλογο. Για την ιστορία να πούμε ότι ο Fred Cole έκανε την εμφάνισή του στην μουσική από την δεκαετία του ’60 με τους Weeds  αλλά και τους κλασικούς Lollipop Shope, οι οποίοι υπογράφουν έναν από τους απόλυτους ύμνους του είδους, το You Must Be A Witch (το LP τους δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο γιατί στο σύνολό του είναι μάλλον ψυχεδελικό, παρά garage). Οι Dead Moon ίσως να μην ηχούν πάντοτε σαν κλασικό garage σχήμα, θα έλεγε ο Από Μηχανής Πιουρίστας. Σίγουρα στον ήχο τους ενυπάρχουν τα blues, το punk, η folk ακόμα και το κλασικό rock. Από την άλλη, η μουσική τους, αν την δεις συνολικά, δεν θα μπορούσε να οριστεί παρά garage rock. Στον συγκεκριμένο δίσκο ακούμε το τρίο από το Πόρτλαντ μέσα από την μονοφωνική ηχογράφηση να εξαπολύει ηλεκτρικές εκκενώσεις με πάθος, συναίσθημα και ειλικρίνεια που λίγοι διαθέτουν. Το γεγονός ότι πολλοί μουσικοί πίνουν στο όνομά τους όπως ο Jack White και οι A Place To Bury Strangers που έχουν κυκλοφορήσει ολόκληρο ΕΡ με διασκευές τους (Strange Moon, 2013) μόνο τυχαίο δεν είναι - όσοι έχετε δει live τους, ξέρετε πολύ καλά το γιατί. Ο δίσκος που επιλέξαμε (με πολύ μεγάλη δυσκολία, θα πρέπει να πούμε) περιέχει το φοβερό ομότιτλο κομμάτι και την δαιμονισμένη διασκευή του Parchment Farm του Αμερικάνου jazz/blues πιανίστα Mose Allison (το οποίο κατέληξε να γίνει ένα rock standard που πολλοί έχουν διασκευάσει, με ιδιαίτερα σημαντικό παράδειγμα τους Blue Cheer, κανένας όμως σαν τον Fred και την Toody). Πολύ καλά όμως είναι τα περισσότερα κομμάτια. Αντίστοιχης ποιότητας, όπως φαντάζεστε με βάση όλα τα παραπάνω και το δεύτερο LP τους Unknown Passage του 1989 (Tombstone Records, T-25 LP), αν και οι Dead Moon δεν έχουν ηχογραφήσει δίσκο που να μην είναι καλός) και αν θα ξανακάναμε επιλογή, πιθανότατα θα διαλέγαμε αυτό. Ήσσονος σημασίας το ζήτημα. Όσοι τους ξέρετε έχετε έτσι κι αλλιώς άποψη. Όσοι τυχόν τους αγνοούσατε, τώρα έχετε δύο τίτλους να αναζητήσετε!

 

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

  The Fleshtones – Hexbreaker (I.R.S. Records, SP-70605, 1983)

 

 

Ακούγοντας το Hexbreaker μου φαίνεται εντελώς ακατανόητο το ότι εκείνη την εποχή οι Fleshtones δεν κατόρθωσαν να αποκτήσουν πέρα από το σημαντικό cult following εμπορική επιτυχία. Σήμερα, πολλούς δίσκους, χιλιάδες συναυλίες και ακόμα περισσότερα ποτά αργότερα, όλα αυτά μοιάζουν να έχουν λίγη σημασία. Αυτό που πράγματι αξίζει να συγκρατήσετε, είναι ότι οι Fleshtones είναι ίσως το καλύτερο party rock συγκρότημα που έχει υπάρξει στον πλανήτη και το Hexbreaker ένας φοβερός δίσκος, που το αποδεικνύει απόλυτα, με εξαιρετικά highlights όπως τα Screamin’ Skull και Burning Hell και τον θεοπάλαβο frontman Peter Zaremba, τον Keith Streng στην κιθάρα και τους λοιπoύς παράφρονες του line-up (Gordon Spaeth, σαξόφωνο, Bill Milhizer ντραμς, Jan Marek Pakulski μπάσο) να παραδίδουν μαθήματα rock’n’roll. Μαζί με το LP τους Roman Gods (I.R.S. SP 70018,1982) είναι αναγκαίοι δίσκοι για κάθε garage rock δισκοθήκη (και όχι μόνο).

 

 

 

...συνεχίζεται!!

 

Παναγιώτης Γαβρίλης

Παναγιώτης Γαβρίλης

 

Ο Παναγιώτης Γαβρίλης είναι επιφανειακά ένας εξωστρεφής τύπος που αγαπά την μπύρα και τις θορυβώδεις κιθάρες, όμως στην πραγματικότητα είναι ένας ρομαντικός: αγαπά την λογοτεχνία και την ποίηση και ονειρεύεται κάποτε (σύντομα, η ζωή είναι μικρή), να επικρατήσει παγκόσμια ειρήνη και ευμερία και η ΑΕΚ να «σηκώσει» το Champions League. Φυσικά, τίποτα από όλα αυτά δεν πρόκειται να συμβεί. Ποτέ.

Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα