Η περίοδος των καλοκαιρινών φεστιβάλ έκλεισε ιδανικά στην Πλατεία Νερού με το Ejekt Festival, το οποίο φρόντισε για τα 15 χρόνια του να έχει μια ισχυρή τριάδα (Ride-Kiwanuka-The Cure) που προσέλκυσε περίπου 25.000 ανθρώπους, οι οποίοι κατέκλυσαν κάθε γωνιά του χώρου.
Μια μικρή παρατήρηση πριν ξεκινήσει η ανταπόκριση. Τόσο στην Ελλάδα με τις περιορισμένες δυνατότητες προσέλκυσης ονομάτων όσο και στο εξωτερικό παρατηρεί κανείς ότι όλα τα μεγάλα festival στηρίζονται κατά κύριο λόγο στις παλιές καραβάνες, ενώ τα καινούρια ονόματα δεν προέρχονται πλέον από τον ευρύτερο χώρο του ροκ, αλλά είτε από το hip hop και τις παραφυάδες του είτε από το generic, πλαστικοποιημένο mainstream υβρίδιο που «αγκαλιάζει» σχεδόν τα πάντα, από το δήθεν indie μέχρι το r’n’b και τη disco (και το οποίο προκαλεί αηδία σε κάθε υγιή σκεπτόμενο άνθρωπο και μουσικόφιλο). Το γεγονός ότι ακόμη και μπάντες όπως οι Arcade Fire υπέκυψαν στην τάση αυτή, δείχνει το βαθμό της παρακμής του εναλλακτικού χώρου που βρίσκεται εδώ και χρόνια σε ύπνωση…
Λόγω καθημερινής και εργάσιμης δεν στάθηκε δυνατόν να παρακολουθήσουμε τα δύο εισαγωγικά συγκροτήματα, τους εγχώριους The Steams και τους Τεξανούς Khruagbin (προλάβαμε μόνο το τελευταίο τμήμα των Khruagbin που, με μια άθλια εκτέλεση της Μισιρλού, μας έκαναν να αισθανόμαστε τυχεροί που δεν φτάσαμε νωρίτερα στο χώρο).
Γύρω στις 19:20 ανέβηκαν στη σκηνή οι shoegaze ήρωες Ride από την Οξφόρδη με εκατοντάδες φεστιβαλιστές, πολλοί εκ των οποίων με μπλουζάκια του συγκροτήματος, να αποθεώνουν μια από τις σημαντικότερες βρετανικές μπάντες της εναλλακτικής σκηνής.
Όσοι είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν τους Ride στη διπλή τους εμφάνιση στο Ρόδον τον Απρίλιο του 1993 και βρέθηκαν στο Ejekt διαπίστωσαν τη σταδιακή μεταμόρφωση μιας μπάντας που, χωρίς να έχει μετακινηθεί σημαντικά από τις shoegaze ρίζες της, έχει «δυναμώσει» πολύ τον ήχο της. Τα ντροπαλά, ονειροπόλα πιτσιρίκια του Nowhere και του Going Blank Again έχουν πλέον δώσει τη θέση τους σε μια εξίσου απολαυστική, αλλά πιο δεμένη, πιο ροκ μπάντα με πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και χωρίς να χάνουν καθόλου σε ποιότητα. Μάλιστα δείχνουν μεγάλη εμπιστοσύνη στο καινούριο τους υλικό, με τα μισά περίπου κομμάτια να προέρχονται από το προηγούμενο (Weather Diaries) και το επερχόμενο (This Is Not a Safe Place) άλμπουμ τους.
Με το υπέροχο Free Love από τον ολοκαίνουριο, έκτο δίσκο της καριέρας τους που θα κυκλοφορήσει τον Αύγουστο, οι Ride επέλεξαν να καλωσορίσουν το κοινό. Καμπανιστές κιθάρες που θυμίζουν Johnny Marr και Twisterella και το κοινό ζεστάθηκε αυτόματα. H πρώτη ανατριχίλα ήρθε με τα Seagull και Dreams Burn Down (από το ντεμπούτο τους, Nowhere), αλλά η old guard των fans απογειώθηκε με τις πρώτες νότες του Leave Them All Behind και δεν προσγειώθηκε παρά μόνο με το τέλος της συναυλίας. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν το τελευταίο τμήμα του set περιλάμβανε τα εμβληματικά Taste, Vapour Trail και Drive Blind με το ολοκαίνουριο Kill Switch που ξεκινά με ντραμς που παραπέμπουν λίγο στο I Am The Resurrection των Stone Roses να κλείνει μια εξαιρετική εμφάνιση. Δεν θα κρύψω ότι προσευχόμουν για ένα OX4, ένα Unfamiliar, ένα Time Machine, αλλά κάτι μου λέει ότι θα ξαναδούμε τους Ride σύντομα (ελπίζω σε ένα μικρότερο και σκοτεινό χώρο που θα αναδείξει καλύτερα τη μουσική τους).
Οι Ride έπαιξαν:
- Future Love
- Lannoy Point
- Seagull
- Charm Assault
- Dreams Burn Down
- Leave Them All Behind
- Taste
- Vapour Trail
- Drive Blind
- Kill Switch
Ανάμεσα στο κορυφαίο βρετανικό δίδυμο των Ride – Cure, εμφανίστηκε ο επίσης βρετανός Michael Kiwanuka (όπως και να το κάνουμε, παρά το περιώνυμο Brexit, οι Βρετανοί εξακολουθούν να κυριαρχούν παντού, από τη μουσική και το ποδόσφαιρο μέχρι τη λογοτεχνία), ο οποίος έχει ακουστεί πολύ και στη χώρα μας και μάλιστα είχε έρθει στην Αθήνα προ δύο ετών για μια sold out συναυλία. Το πώς και γιατί βρέθηκε στη συγκεκριμένη θέση του line up δεν έχει νόημα να το συζητήσουμε εδώ, ωστόσο το γεγονός αυτό λειτούργησε τελικώς εις βάρος του. Αυτό συνέβη γιατί παρότι ο Kiwanuka έδινε τον καλύτερο εαυτό του, η μουσική του έκανε γκελ σε κάποιες μόνο παρέες του φεστιβάλ αλλά δεν κατάφερε να «περάσει» στο σύνολο του πολυάριθμου κοινού. Κάτι λογικό μέχρι ένα σημείο καθώς οι περισσότεροι περίμεναν με χαρακτηριστική αδημονία την εμφάνιση των Cure (καλά για τους φανατικούς ακροατές των τελευταίων δεν το συζητάμε καν, μετρούσαν τα λεπτά χωρίς να δίνουν σημασία στο τι συνέβαινε στη σκηνή).
Κάπως έτσι, το αξιόλογο υλικό του από τους δυο μέχρι στιγμής δίσκους του (Home Again και Love & Hate) και κυρίως τα hit One More Night, Black Man in a White World, Home Again, Cold Little Heart και Love & Hate, δεν έτυχαν της ανταπόκρισης που άξιζαν. Όταν πάλι δοκίμασε κάποιες down tempo και λιγότερες γνωστές συνθέσεις, το ενδιαφέρον μειώθηκε έτι περαιτέρω. Θα ήταν άδικο να χαρακτηρίσουμε ως κακή την εμφάνιση του Kiwanuka μιας και σίγουρα δεν ήταν τέτοια, υπό άλλες συνθήκες τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά, αλλά εδώ η κουβέντα επανέρχεται αναπόφευκτα στο line up, τη σειρά κτλ και απαιτείται αρκετός χώρος για να το αναλύσουμε διεξοδικά.
14 χρόνια μετά την αξέχαστη εμφάνισή τους στο Terra Vibe (και για πέμπτη φορά στην Ελλάδα), οι Cure, μια από τις ελάχιστες μπάντες στο χώρο της εναλλακτικής μουσικής έκφρασης με παγκόσμια εμβέλεια και ισχυρό πολιτισμικό αποτύπωμα, εμφανίστηκαν στη σκηνή, λίγο μετά τις 22:30 και δεν την εγκατέλειψαν παρά μόνο 2 ώρες και 30 λεπτά αργότερα, τιμώντας τους χιλιάδες θεατές και επιβεβαιώνοντας ότι ακόμη και σήμερα, 40 περίπου χρόνια από την πρώτη τους εμφάνιση, παραμένουν επίκαιροι.
Για να γίνει πιο κατανοητή η απήχηση που έχουν οι Cure τόσο στο ελλαδικό κοινό όσο και ευρύτερα, θα πρέπει επιτέλους να καταργηθεί η απολύτως επιφανειακή κατηγοριοποίησή τους ως “dark/gothic”. Ο ευφυής Robert Smith, ένας από τους χαρισματικότερους συνθέτες που έβγαλε η Βρετανία, είχε βέβαια τη σκοτεινή του περίοδο (κυρίως με τη συναρπαστική τριλογία Seventeen Seconds, Faith και Pornography), όμως το μουσικό σύμπαν των Cure είναι πολύχρωμο με τον Smith να αποτελεί έναν από τους κορυφαίους pop δημιουργούς. Η απήχηση που ακόμη οι Cure έχουν σε νέους ανθρώπους είναι απολύτως κατανοητή. Πολύ λίγοι καλλιτέχνες έδεσαν το teenage angst με ένα υπέροχο και παράλληλα απόκοσμο σύμπαν απόδρασης, βγαλμένο μέσα από τις πιο συναρπαστικές σελίδες της παγκόσμιας εφηβικής μυθολογίας. Οι Cure δεν ανήκουν μόνο στην ισχνή, πλέον, ομάδα μαυροντυμένων «ακολούθων» με μαλλί-αφάνα και make up (στην Πλατεία Νερού ήταν λιγότεροι από ποτέ σε σχέση με τις προηγούμενες εμφανίσεις της μπάντας), αλλά σε εκατομμύρια ανθρώπους που γοητεύονται από τη συνθετική αρτιότητα και την αναμφισβήτητη λυρική ομορφιά της μουσικής τους πρότασης.
Γι’ αυτό το λόγο το Φάληρο πλημμύρισε από χιλιάδες ανθρώπους κάθε γενιάς. Ναι, οι περισσότεροι από αυτούς δεν είναι «γνώστες». Ναι, δεν έχουν στο σπίτι τους το σύνολο της δισκογραφίας των Cure. Ναι, αρκετοί βρέθηκαν εκεί μόνο και μόνο για να το «πουλήσουν» την επόμενη ημέρα στην παρέα τους και να δείξουν ψαγμένοι. Όμως προτιμώ να δει ένας άσχετος τους Cure και ενδεχομένως να παρακινηθεί να αγοράσει ένα δίσκο τους (και, ακόμη καλύτερα, να ανακαλύψει ένα καινούριο μουσικό κόσμο που θα τον μετατρέψει σε «κανονικό» μουσικόφιλο), από το να κάτσει σπίτι του, ή να ευνουχίζεται εγκεφαλικά παρακολουθώντας το συρμό των εγχώριων και διεθνών σταρ της απόλυτης μουσικής αποβλάκωσης. Άλλωστε, η πραγματική μουσική επανάσταση στην Ελλάδα με την εναλλακτική σκηνή να γίνεται γνωστή σε ευρύτερα στρώματα της νεολαίας ξεκίνησε με το μεγαλειώδες Rock in Athens το 1985, όταν η παρέα του Robert Smith επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα παίζοντας μπροστά σε 70.000 άτομα.
Βέβαια, οι καιροί έχουν αλλάξει. Αν θα είναι για το καλύτερο ή το χειρότερο, αυτό θα μας το πει ο ιστορικός του μέλλοντος. Η παγκόσμια νοσταλγία όμως για οτιδήποτε προέρχεται από τη δεκαετία του ’80 και πίσω, όχι μόνο στα της μουσικής αλλά στην ευρύτερη κουλτούρα (Stranger Things/Dark anyone?) αποδεικνύει ότι η νέα παραγωγή τέχνης έχει ελάχιστη αυθεντικότητα, απήχηση, σημασία. Ψήγματα του ένδοξου παρελθόντος και ανάγκη για αυθεντική, χορταστική μουσική ήταν τα βασικά κίνητρα των χιλιάδων που προσήλθαν για να τους ακούσουν.
Και δεν το μετάνιωσαν. Γιατί μπορεί οι Cure να μην έχουν παράξει καινούρια μουσική εδώ και 11 χρόνια (από το 4:13 Dream), όμως παίζουν χορταστικά, σχεδόν τρίωρα σετ που περιλαμβάνουν τα γνωστά hits, αλλά ταυτόχρονα κλείνουν το μάτι στους πιο εξειδικευμένους die-hards. Η συγκίνηση ήταν έκδηλη σε μεγάλο μέρος του κοινού, όταν ο Robert Smith και η μπάντα του ανέβηκαν στη σκηνή και ξεκίνησαν με το ονειρικό Plainsong από τον καλύτερο, ίσως, δίσκο της πορείας τους, το Disintegration, όπως ακριβώς είχαν πράξει 30 χρόνια πριν, στην εμβληματική τους παρουσία στο γήπεδο της ΑΕΚ. Το σετ, άλλωστε, είχε έντονο άρωμα Disintegration με 7 κομμάτια, τα περισσότερα από κάθε άλλο άλμπουμ. Εντυπωσιακό είναι, επίσης, το γεγονός ότι o Robert Smith μάλλον δεν αισθάνεται άνετα με το μετά το 1996 υλικό του, καθώς μόλις δύο κομμάτια από τα 28 που παίχτηκαν (Want από το Wild Mood Swings και 39 από το Bloodflowers) προέρχεται από την ύστερη περίοδό τους.
Δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να αναφερθούμε στις στιγμές της συναυλίας που ξεσήκωσαν το κοινό, καθώς οι κλασικές Cure στιγμές (από το Lovesong, το Just Like Heaven και το In Between Days μέχρι το Friday I’m in Love και το Boys Don’t Cry που έκλεισε το set) προκάλεσαν χάος και εκτεταμένα sing-alongs. Για τους παλιότερους όμως ρίγη συγκίνησης έφεραν κομμάτια που προέρχονταν από την πρώιμη, post punk περίοδό τους (Play for Today, Primary, A Forest), ή άλλα που δεν είχαν μέχρι την τωρινή τουρνέ παιχτεί ιδιαίτερα live, όπως το υπέροχο Caterpillar. Είναι περιττό να πει κάποιος πόσο καλή και δεμένη ήταν η μπάντα και πόσο κρυστάλλινος ήταν ο ήχος, καθώς η τωρινή τους περιοδεία είναι ίσως η πιο εξυμνημένη της καριέρας τους, αυτό που όμως προκάλεσε εντύπωση είναι ο συνήθως μετρημένος στη σκηνή Robert Smith στο Ejekt εμφάνισε μια πολύ πιο εξωστρεφή εικόνα, στέλνοντας φιλιά στο κοινό, χορεύοντας και παίζοντας με το ακροατήριο. Και η φωνή του ακούστηκε καλύτερη, ίσως, από ποτέ, ανέγγιχτη από την πάροδο των χρόνων.
Για όλους εμάς που θεωρούμε τους Cure ως μια από τις all time κορυφαίες μπάντες του πλανήτη, η εμφάνισή τους δεν ξάφνιασε. Ήταν απλώς μια υπενθύμιση ότι αυτής της γενιάς οι μουσικοί ακόμη δεν έχουν αντικατασταθεί. Και γι’ αυτό οι Cure, οι Depeche Mode, ο Morrissey εξακολουθούν να πουλούν χιλιάδες δίσκους και να γεμίζουν στάδια. Το μέγα ζητούμενο είναι τι θα έρθει μετά από αυτούς. Κι αν μια νέα γενιά εμπνευσμένων καλλιτεχνών καταφέρει να σπάσει το σκληρό θόλο της ανούσιας, ομογενοποιημένης μαζικής δημιουργίας που σήμερα κυριαρχεί στα media, στα clubs στις μουσικές σκηνές και να γράψει τη δική της ιστορία.
Μέχρι τότε, fight the sickness, and find the cure…
Οι Cure έπαιξαν:
Plainsong
Pictures of You
High
Just One Kiss
Lovesong
Last Dance
Burn
Fascination Street
Never Enough
Push
In Between Days
Just Like Heaven
From the Edge of the Deep Green Sea
Shake Dog Shake
A Night Like This
Play for Today
A Forest
Primary
Want
39
Disintegration
Encore:
Lullaby
The Caterpillar
The Walk
Friday I'm in Love
Close to Me
Why Can't I Be You?
Boys Don't Cry
Κείμενο: Γιώργος Χριστόπουλος – Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος
Φωτογραφίες: Χριστίνα Αλώση