The Hives (κνίδωση στα ελληνικά) σημαίνει μια δερματίτιδα με εξανθήματα από άγνωστη συνήθως αιτία, που προκαλεί φαγούρα… Ενδιαφέρον τίτλος για μπάντα.
Κάπως έτσι, προκαλώντας μια ιδιαίτερη «φαγούρα», εμφανίστηκαν ακριβώς στις 21:00 στη σκηνή του Release Festival. Ήμουν αρκετά περίεργος και δεν ήξερα τι να περιμένω από τους Hives καθώς γνωρίζω λίγα τραγούδια τους. Από αυτά όμως, είχα την προσμονή για κάτι δυνατό και όχι βαρετό.
Παίζοντας για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μάλλον είχαν ένα μικρό άγχος… παρόλη την συμμετοχή τους στα μουσικά δρώμενα εδώ και 25 χρόνια σχεδόν (1997-2023). Η παρουσία τους πολύ ζωντανή, ιδιαίτερα ο Per Almqvist που δεν έχανε ευκαιρία για διάλογο με ερωτήσεις προς το κοινό και συνεχείς οδηγίες για φασαρία και… αγάπη. Όλη η μπάντα φορούσε όμοια μαύρα κουστούμια με κεραυνούς,… ναι βέβαια οι Σουηδοί με κουστούμια στους 38 βαθμούς!!! Style is everything.
Μετά τα Bogus Operandi, Main Offender και Walk Idiot Walk ο «πάγος» έσπασε με το Rigor Mortis Radio από το αναμενόμενο LP, The Death of Randy Fitzsimmons (που θα κοσμήσει τις βιτρίνες των δισκοπωλείων στις 11 Αυγούστου, μετά από σιγή 11 χρόνων). Σημειώνουμε την παρουσία του Matt Helders (Arctic Monkeys) στο δεύτερο σετ drums.
Συνέχεια με Good Samaritan, Go right Ahead, Stick Up και ξεσηκωμός με το Hate to Say I Told You So. Είχε πέσει το σκοτάδι στην Πλατεία Νερού αλλά η θερμοκρασία στα ύψη από το garage, post punk, pun krock, indie rock κλπ. των Hives. Trapdoor Solution καιI’m Alive για να φτάσουμε στο εκρηκτικό κλείσιμο με τα Countdown to Shutdown, Come On! και Tick Tick Boom.
Δυνατή μουσική (και μουσικοί), εξαιρετικά επικοινωνιακός και διαδραστικός ο Per Almqvist, ακόμα και εμπορικός θα μπορούσε να πει κανείς… ρώτησε: “raise your hand if this is your first time with The Hives” φυσικά όλοι σήκωσαν χέρι… στη συνέχεια “raise your hand if you will come to see The Hives again” ίδια απάντηση… “I think our job here is done”. Πολύ καλή σκηνική παρουσία από τον Βίκινγκ Mikael Karlsson στην κιθάρα, τον gentleman (με γραβάτα) Niklas Almqvist στην κιθάρα, τον διακριτικά εκκωφαντικό Johan Gustafsson στο μπάσο και τον πάντα αδικημένο, όπως όλοι οι drummer (που βλέπουν τις πλάτες της μπάντας όπως έχει δηλώσει ο Iggy Pop), Christian Grahn.
Μετά από μία ώρα και 13 τραγούδια ολοκληρώθηκε η προετοιμασία του κοινού για τους Arctic Monkeys. Η επιλογή των Hives για «εισαγωγή» στους Arctic Monkeys, ήταν πολύ πετυχημένη και νομίζω ότι συνέβαλε στην εξαιρετική συνέχεια της βραδιάς. Γεγονός που δεν ίσχυσε απόλυτα και για τις άλλες ημέρες του Release όπως άκουσα από πολλούς φίλους.
Κλείνοντας θα έλεγα ότι πραγματικά οι Hives είναι entertainers. Δεν νομίζω κάποια συναυλία τους να μην είναι τουλάχιστον ευχάριστη και δυνατή (καλό δώρο γενεθλίων…). See u soon Per…
Περίμενα να περάσουν μερικές ώρες για να γράψω την αποτίμηση της πιο σημαντικής, ίσως, συναυλιακής βραδιάς του καλοκαιριού. Πιο σημαντικής με μέτρο την απήχηση του ονόματος σε σχέση με το σύγχρονο παγκόσμιο μουσικό status. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι Arctic Monkeys είναι universal stars, καταφέρνοντας κάτι που δύσκολα κατόρθωναν οι βρετανικές μπάντες μετά τους Beatles. Να έχουν ισότιμο appeal και στις δύο ακτές του Ατλαντικού. Οι εκτιμήσεις που διαβάζω στα social media αναμενόμενες, συνοδευόμενες φυσικά από την ανάγκη «προβολής» των συντακτών τους. «Είχε μικρά κοριτσάκια που ούρλιαζαν», «ήταν υποτονικοί», «δεν έπαιξαν πολλά από τα παλιά τους» (ειδικά το τελευταίο κολλάει σε κάθε συναυλία συγκροτήματος που έχει πάνω από 2 άλμπουμ…). Η δική μας οπτική είναι λίγο διαφορετική…
Ήταν προφήτες οι Stranglers, όταν το 1977 έγραψαν το No More Heroes, σε μια εποχή που είχε και που θα γεννούσε πολλούς ακόμη ήρωες; Όχι. Ήταν απλώς έξυπνοι και τυχεροί που ζούσαν στη Βρετανία, την παλιότερη κοινοβουλευτική δημοκρατία της Ευρώπης. Βίωσαν πρώτοι την κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας και την εκκίνηση του βουλιμικού νεοφιλελευθερισμού, την αποθέωση της ατομικότητας, την εκκίνηση της σήψης του δυτικού κόσμου που κορυφώνεται στις μέρες μας.
Το πολιτικό αυτό περιβάλλον δεν θα μπορούσε να αφήσει ανέγγιχτο και το κομμάτι του πολιτισμού. Κανονικά η εποχή μας θα έπρεπε να είναι γεμάτη με καλλιτέχνες που θα έδιναν το παλμό μιας γενιάς που μάχεται σε δύο μέτωπα. Από τη μια απέναντι στη διεφθαρμένη δήθεν φιλελεύθερη δημοκρατία που τους έχει διαλύσει τα όνειρα, που τους επιβάλλει όρους εργασιακού μεσαίωνα, που υπάρχει μόνο για να εξυπηρετεί ολιγαρχικά συμφέροντα. Από την άλλη, απέναντι στον τρόμο της ακροδεξιάς που απλώνεται πλέον απ’ άκρου εις άκρον σε όλη την Ευρώπη. Κι όμως. Η αποχαύνωση που προκάλεσε στις κοινωνίες το νοσηρό μοντέλο του θατσερισμού, άφησε βαθύ αποτύπωμα και στη μουσική. Σήμερα η καλλιτεχνική «κανονικότητα» για τα νέα παιδιά είναι εφιαλτική. Τα ονόματα μόνο αλλάζουν, η μουσική είναι ίδια. Λιγωμένες, δήθεν αισθησιακές φωνές με auto cue, beat και φτηνές synth λούπες, στίχοι που ταλαντεύονται ανάμεσα στο ηλίθιο και στο χυδαίο και, voilà! Από την λουστραρισμένη K Pop μέχρι την Dua Lipa και τον Sam Smith, τα νέα παιδιά βομβαρδίζονται από έναν εσμό άθλιας, μονότονης, ομοιόμορφης, πλαστικής ποπ. Μιας ποπ που δεν είναι ούτε σέξι, ούτε επικίνδυνη, ούτε θετικά προκλητική. Αλλά λειτουργεί ως εργαλείο λοβοτομής. Κι αν κάποιος τολμήσει να πει (ή να τραγουδήσει) κάτι διαφορετικό, τότε οι πόρτες των δισκογραφικών και των ΜΜΕ κλείνουν για πάντα.
Γι’ αυτό το λόγο είμαστε τυχεροί που υπάρχουν στις μέρες μας οι Arctic Monkeys, μια μπάντα που κατόρθωσε να ξεπεράσει τα όρια της Βρετανίας και να γίνει universal brand name. Με κύρια όπλα τόσο το ταλέντο, όσο και την ικανότητα να ταξιδεύουν με μεγάλη άνεση ανάμεσα σε διαφορετικά μουσικά είδη. Το μεγαλύτερο asset τους είναι η περσόνα του Alex Turner που μπορεί να μην έχει το εξαιρετικό χάρισμα άλλων μουσικών προγόνων του, όμως για την εποχή μας αποτελεί – και ευτυχώς – είδωλο. Ξεκινώντας ως working class ήρωας μιας επαρχιακής πόλης του αγγλικού Βορρά έχει μετεξελιχθεί σε έναν μικρό Elvis, έναν λαμπερό frontman που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά του crooner παλαιάς κοπής και ενός σύγχρονου ροκ σταρ που ξέρει να χρησιμοποιεί πλήρως τα επικοινωνιακά όπλα του σήμερα.
Αυτό όμως που κυρίως αποδίδω ως εύσημο στους Arctic Monkeys είναι πως, παρά το βεληνεκές τους, δεν κάνουν εκπτώσεις σε αυτό που θέλουν να παρουσιάσουν. Σε αντίθεση με όσους τους βρήκαν υποτονικούς, περιμένοντας περισσότερα hits ή ένα πιο «εκρηκτικό» πρόγραμμα, θεωρώ ότι η μπάντα από το Sheffield αξίζει συγχαρητήρια, διότι παρουσίασε ένα πρόγραμμα όπως αυτή ήθελε. Με τα κομμάτια που αυτή επέλεξε, επειδή αυτό ήταν το αισθητικό αποτύπωμα που επεδίωκε να αφήσει, Σεβόμενη το κοινό της, αλλά σεβόμενη περισσότερο την ανάγκη της να παίξει αυτά που γουστάρει.
Και την πρόθεσή τους αυτή οι Arctic Monkeys την «κοινοποίησαν» με το καλημέρα. Μέσα σε εκκωφαντικές επευφημίες χιλιάδων νέων παιδιών που είχαν κατακλύσει κάθε ίντσα της φλεγόμενης από πάθος και καύσωνα Πλατείας Νερού, ο Alex Turner και η παρέα του ξεκίνησαν με το αισθησιακό και υποβλητικό Sculptures of Anything Goes από το τελευταίο άλμπουμ τους The Car. Για να εκτινάξουν όμως την αδρεναλίνη στα ύψη, συνέχισαν με το ορμητικό Brianstorm της post punk revival περιόδου τους. Όμως το πραγματικό πάρτι ξεκίνησε με το πρώτο κομμάτι από το (προφανώς) αγαπημένο άλμπουμ της πιτσιρικαρίας, το ΑΜ, χωρίς την ύπαρξη του οποίου αμφιβάλλω, αν το ένα τρίτο των νέων θα ήταν στη συναυλία. Διότι ο εν λόγω δίσκος, που τους κατέστησε παγκόσμιο household name, πάντρεψε αξιοθαύμαστα τη ροκ ταυτότητα με το r’n’b/soul/hip hop στυλ που είναι τόσο δημοφιλές στη νεολαία. Όσο για τα hits που παραπονούνταν κάποιοι, ελάχιστα άφησαν έξω. Crying Lightning, Teddy Picker, Cornerstone, Arabella, The View From the Afternoon, 505, Do I Wanna Know, I Bet You Look Good On the Dancefloor. Φυσικά, την παράσταση έκλεψαν το I Wanna Be Yours και το R U Mine? που έκλεισε τη συναυλία μέσα σε αποθέωση… Αν κάποιοι ενοχλήθηκαν που το sequence δεν είχε ένα συνεχές χτύπημα, όξος και χολή... Ας πήγαιναν στους Röyksopp ή στους Guns and Roses…
Φυσικά, ούτε λόγος για το αν έπαιξαν καλά. Με εξαίρεση το (πολύ λατρεμένο για ιδιαίτερους λόγους) Cornerstone που νομίζω ότι κακοποίησαν λίγο, η εμφάνισή τους ήταν εξαιρετική. Επαγγελματίες μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια και η μουσική τους απόδοση ήταν ανάλογης ποιότητας. Όσο για τον Alex, είναι ιδιαίτερη περίπτωση. Σπάνιος rock frontman για τα σημερινά δεδομένα (διόλου τυχαία ονόματα όπως οι Cure, οι Depeche Mode, ο Morrissey, οι Pulp, οι Blur ακόμη ξεπουλούν αρένες, κυρίως ελλείψει σύγχρονων καλλιτεχνών), ήταν εξίσου γοητευτικός με την κιθάρα του ή χωρίς αυτήν, ως ένας τροβαδούρος που προκαλούσε με τις κινήσεις τις νεαρές του θαυμάστριες που κράδαιναν πλακάτ και ούρλιαζαν με την παραμικρή κίνηση των φρυδιών του.
Αν με ρωτήσει κάποιος, ποια εμφάνιση σου έμεινε από το φετινό Release, θα πω με το χέρι στην καρδιά οι Μ83. Γιατί με ταξίδεψαν σε τόπους που δύσκολα άλλη μπάντα, και δη σε ανοιχτό χώρο, μπορεί να σε πάει. Διότι παρουσίασαν ένα αδιανόητης ομορφιάς σετ σε καιρούς χαλεπούς και μίζερους. Όμως, έμεινα πολύ ικανοποιημένος με τους Arctic Monkeys. Δικαίωσαν το hype που υπάρχει για αυτούς, αλλά κυρίως προσφέρουν μια τεράστια υπηρεσία στη σύγχρονη μουσική και στη νέα γενιά. Της δίνουν μια εναλλακτική από την σιχαμερή μουσική του συρμού που έχουν εθιστεί να ακούνε και «επαναπρογραμματίζουν» τα αυτιά και τις ψυχές τους. Αν έστω 1000 παιδιά από τις 40.000 που βρέθηκαν και τα δύο βράδια στην Πλατεία Νερού παρακινηθούν από όσα άκουσαν και ψάξουν λίγο περισσότερο ανακαλύπτοντας κάτι διαφορετικό από τον r’n’b/trap/pseudopop χυλό που τους σερβίρεται, τότε υπάρχει ελπίδα…
Γιώργος Χριστόπουλος