Ήταν πολλά τα χρόνια που είχαν να μας επισκεφθούν, και τελικά έπρεπε αυτά να φτάσουν τον κρυπτικό αριθμό 7 για να επανέλθουν σε ελληνικό έδαφος οι Πολωνοί progsters Riverside. Ούτε οι ίδιοι φάνηκαν να το πιστεύουν όταν έμαθαν συγκεκριμένα πως είχαν να έρθουν στην Ελλάδα από το 2013. Πολλά άλλαξαν από τότε και στις ζωές μας αλλά και στις τάξεις της μπάντας. Και πλέον πρέπει να αναγνωρίσουμε πως η απώλεια του κιθαρίστα και ιδρυτικού μέλους Piotr Grudziński μετάλλαξε σιγά σιγά τον χαρακτήρα τους δισκογραφικά. Ο χρόνος όμως, ως ο καλύτερος, όπως λένε, γιατρός, έκανε τη δουλειά του για ακομη μία φορά. Ήρθε πλέον η ώρα να ξεπεραστεί η απώλεια και η μπάντα να προχωρήσει μπροστά, με την διαφαινόμενη “ηγεσία” του τραγουδιστή/μπασίστα/frontman Mariusz Duda να καθορίζει τις εξελίξεις σε μεγάλο βαθμό.
Για αρχή όμως θα πρέπει να αναφερθούμε στο support συγκρότημα, τους Movement Of Static από τη Θεσσαλονίκη, που εκπροσώπησαν επάξια την πόλη τους στο post rock στο οποίο επιδίδονται. Οργανική η μουσική τους, με ενδιαφέροντα ξεσπάσματα και ελαφρώς πιο σκληρή φρασεολογία σε σχέση με αυτό που πιθανόν να περιμένει κανείς από συγκρότημα του ύφους τους. Το μοναχικό τελετουργικό τύμπανο μπροστά στον κιθαρίστα ξεχώριζε ως πιο ιδιαίτερη πινελιά σε σχέση με τα υπόλοιπα κλασικά για το ύφος όργανα. Γεγονός είναι πως τα περίπου 40 λεπτά που έπαιξαν κράτησαν το ενδιαφέρον αμείωτο και ας μην είχα προσωπικά ξανακούσει τη μουσική τους ούτε ζωντανά ούτε καν στο πλαίσιο κάποιας δειγματοληπτικής οικιακής ακρόασης.
Οι Riverside τιμούν παραδοσιακά τη συμπρωτεύουσα όταν η περιοδεία τους φέρνει σε ελληνικό έδαφος. Βεβαια τα περίπου 200 άτομα που βρέθηκαν στο Principal το Σάββατο θα μπορούσαν να ήταν σαφώς περισσότερα και τα αίτια θα πρέπει να αναζητηθούν όχι τόσο στην ταυτόχρονη διεξαγωγή της συναυλίας των Ved Buens Ende στην πόλη (καθώς οι δύο συναυλίες σίγουρα είχαν “επικαλυπτόμενους” παριστάμενους, αλλά εκτιμούμε όχι τόσους πολλούς ώστε να κάνουν σημαντική διαφορά), αλλά στην ανησυχία για την εξάπλωση του κορονοϊού στη χώρα. Κι αυτό το υποθέτουμε διότι στις τελευταίες εβδομάδες περιορίστηκαν δραματικά τα νούμερα της προπώλησης, όπου συνήθως οι ρυθμοί στα εισιτήρια κατά συνθήκη αυξάνονται. Και πάλι όμως, η όμορφη και οπαδική εν πολλοίς ατμόσφαιρα που δημιούργησαν αυτοί οι παριστάμενοι έδειξε ότι αυτό το live θα το έχαναν πολύ δύσκολα.
Ακόμα κι αν η “κάψα” να δω τους Riverside ζωντανά μετά από τόσα χρόνια στην περίοδεία ενός εξαιρετικού δίσκου έφυγε με την περσινή συναυλία τους στη Ρώμη στην οποία παραβρέθηκα, η συναυλία της Θεσσαλονίκης παρέμεινε για μένα προσωπικά πολύ ιδιαίτερη και, όπως σίγουρα έχουμε πει και άλλες φορές, είναι εντελώς διαφορετικό να βλέπεις ένα συγκρότημα στην έδρα σου κι άλλο στο εξωτερικό. Οι εισαγωγικές μουσικές του διαλείμματος πριν βγουν οι Riverside στη σκηνή ήταν κυρίως παλιοι jazz, roots και swing ήχοι. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ενσωματωθηκε πανέξυπνα και το The Day After, η πρακτικά ακαπέλα εισαγωγή του τελευταίου δίσκου. Όσο αυτή πλησίαζε προς το τέλος, οι Riverside ανέβηκαν στη σκηνή του Principal καταχειροκροτούμενοι από το κοινό που ήρθε να τους παρακολουθήσει. Το Acid Rain με το οποίο ξεκίνησαν κατέδειξε με το καλημέρα τα κύρια χαρακτηριστικά της βραδιάς: ήχος 10 στα 10 (και βάζω αυτόν τον βαθμό και όχι το 11 στα 10 που ακούσαμε την προηγούμενη φορά, διότι τα φωνητικά του Duda ακουγόταν λίγο πιο χαμηλά από ότι θα έπρεπε), εντυπωσιακός φωτιστικός σχεδιασμός υψηλού επιπέδου και μία μπάντα επί σκηνής που πολύ απλά και ξεκάθαρα εκτελεί με περισσή άνεση τα κομμάτια της επιζητώντας συχνά τη συμμετοχή του κοινού. Και το κοινό πράγματι συμμετείχε αμέριστα και χωρίς καμιά βαριά παραίνεση. Το Vale Of Tears συνέχισε το σερι του Wasteland μέχρι να πεταχτούμε μία βόλτα από το πρώτο τους άλμπουμ (Out Of Myself) με το Reality Dream Part 1. Εκεί διαπιστώσαμε για ακόμα μία φορά ότι όσο και αν η μουσική τους επιστρέφει περισσότερο στην “κανονική” τραγουδοποιία, οι τεχνικές τους ικανότητες τους επιτρέπουν να εκτελέσουν και πιο περίπλοκα κομμάτια έστω και αν αυτά ανήκουν κυρίως στο μακρινό παρελθόν. Ο πάντα χαμογελαστός Michał Łapaj πίσω από τα πλήκτρα κέρδιζε τις εντυπώσεις με το σωματικό του χιούμορ, ο ντράμερ Piotr Kozieradzki παρέμενε στιβαρός και σοβαρός, άψογα συνεργαζόμενος με τον Duda, ενώ ο επίσημα πλέον αναγορεμένος σε 4ο μέλος κιθαρίστας Maciej Meller, που δεν είναι και κανάς καινούριος στη μουσική πιάτσα αλλά ούτε και στη γνωριμία του με την μπάντα, φάνηκε εντελώς ενταγμένος στο πνεύμα των Riverside.
Φυσικά δεν είναι αμελητέα ούτε η συναισθηματική τους πλευρά, καθώς στο Conceiving You, ένα από τα πιο γνωστά τους κομμάτια, το κοινό τους ακολούθησε, εύλογα αφού η εκτέλεση ήταν άκρως συγκινητική χωρίς να γίνεται υπερβολικά δραματική. Αλλά και τα Lament και Guardian Angel από το τελευταίο τους, στο ίδιο συναισθηματικό κλίμα πάντα, ήταν συγκλονιστικά προσφέροντας μερικά από τα highlights της βραδιάς. Τα οποία highlights δεν ήταν και λίγα - για την ακρίβεια ψάχναμε τις απλά καλές στιγμές με τον μεγεθυντικό φακό. Από όπου και να το πιάσεις, δύσκολα θα έβρισκες ψεγάδια - από την απίστευτη εκτέλεση του Second Life Syndrome ως το χορωδιακό κλείσιμο του Left Out ή ίσως την απόλυτα καλύτερη στιγμή της μπάντας, το Egoist Hedonist. Αναφέρω “της μπάντας”, διότι αμέσως μετά από το συγκεκριμένο κομμάτι, το Wasteland αποτέλεσε την κορυφαία στιγμή του live όπου κοινό και συγκρότημα συμμετείχαν από κοινού στη διαμόρφωση μιας μοναδικά συναυλιακής και συναυλιόφιλης ατμόσφαιρας.
Το encore με τα 02 Panic Room και River Down Below ήταν ως και αναμενόμενο, όπως και η (δεύτερη) αναφορά του Duda στον αποθανόντα φίλο του και σημαντικό πυλώνα των Riverside. Αυτό που ίσως δεν περιμέναμε τόσο πολύ, καθώς έχει περάσει και ένα εύλογο χρονικό διάστημα, ήταν η εμφανής συγκίνησή του όταν αναφέρθηκε στη στήριξη που είχαν από το κοινό τους, η οποία τους βοήθησε να ανακάμψουν και να επανέλθουν δυναμικά μετά από την απώλεια του Grudziński. Εκεί κάπου φάνηκε για άλλη μία φορά και η νοοτροπία της μπάντας απέναντι στους οπαδούς της - πώς εκείνοι θα παίζουν και θα δίνουν το 100% των δυνατοτήτων τους και θα παρουσιάσουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα ανεξάρτητα από το πλήθος του κοινού που βρίσκεται από κάτω να τους παρακολουθήσει, διότι πιστεύουν, και βλέπουν επίσης, ότι είναι εκεί από ειλικρινές ενδιαφέρον για τη μουσική τους και δεν έρχονται ως "φασέοι", για να το πούμε με νεοελληνική ορολογία.
Ξέρετε, συγκροτήματα όπως οι Riverside - βασικά, οι ίδιοι οι Riverside, δεν χρειάζεται να τους βάζουμε σε μαζικό γκρουπάκι, τουλάχιστον όχι στην στιγμή του θριάμβου τους - αξίζουν την καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση. Τώρα βέβαια θα σκέφτεστε εύλογα τι δουλειά έχει στη Θεσσαλονίκη ένα περιοδικό που η βάση του βρίσκεται σαφώς στην Αθήνα και οι συντάκτες του κινούνται στα περίχωρα της πρωτεύουσας. Ο λόγος φυσικά δεν είναι άλλος από τους ίδιους τους Riverside, διότι η συναυλία του 2013 στην Αθήνα επέδρασε τόσο καταλυτικά στο να επανεξετάσουμε πώς κρίνονται οι πραγματικοί επαγγελματίες και ποιοι παίρνουν πραγματικά στα σοβαρά μία live εμφάνιση. Όσοι βρισκόταν στην Αθήνα το 2013 στο Gagarin, έχουν να θυμούνται έναν άψογο και ποιοτικότατο ήχο μακριά από οτιδήποτε είχε ακουστεί ως τότε σε κλειστό ελληνικό χώρο και φυσικά μία εκπληκτική εμφάνιση μπάντας. Ο εξοπλισμός της μπάντας για ένα live στο Gagarin και όχι σε κάποιο σαφώς μεγαλύτερο χώρο που χωράει κάποιες χιλιάδες άτομα χωρούσε σε ένα ολόκληρο φορτηγό, είχαν φέρει δική τους κονσόλα, πολλά άτομα βρίσκονταν μαζί τους και ασχολούνται αποκλειστικά με τον ήχο, τα φώτα και με το συμμάζεμα των πραγμάτων του συγκροτήματος πάνω και κάτω από τη σκηνή - γενικώς μία παραγωγή η οποία φαινόταν σαφώς μεγαλύτερη από το εμπορικό εκτόπισμα της μπάντας και για το ποσό το οποίο κόστιζε το εισιτήριο τότε, κάτι που ελπίζαμε να εξαργυρωθεί την επόμενη φορά σε κόσμο για να είναι χαρούμενοι και οι διοργανωτές και φυσικά το συγκρότημα. Έπρεπε να μένατε στο χώρο λίγο μετά το τέλος της συναυλίας οπου ένα ασυνήθιστα μεγάλο πλήθος από roadies μάζευε με ταχύτητα και σχολαστικότητα τον εξοπλισμό της μπάντας. Εκεί μάθαμε από έναν από αυτούς ότι, εξαιτίας της έξαρσης του κορονοϊού, αδίκως περιμέναμε για μία χειραψία, συγχαρητήρια, υπογραφές, οτιδήποτε τέλος πάντων θα μπορούσε να είναι και για μας ένα συναυλιακό "λάφυρο" αλλά και για εκείνους μία ηθική ικανοποίηση ότι άγγιξαν συναισθηματικά κάποιους ανθρώπους μέσα στο live - και αυτό είναι κάτι που μετράει πάρα πολύ για τους μουσικούς που δίνουν συναυλίες και ακόμα περισσότερο όταν βρίσκονται σε περιοδεία με συνεχόμενους σταθμούς. Στο τέλος τιμήσαμε δεόντως το merchandise των Riverside επιλέγοντας ένα από τα μερακλίδικα σχέδια στις πολύ καλής ποιότητας μπλούζες που είχαν διαθέσιμες. Την επόμενη μέρα θα βρισκόμασταν στην Αθηναϊκή συναυλία. Γιατί λοιπόν να μην ακολουθείς πιστά μία μπάντα που (φυσικά σου αρέσει πολύ, αλλά επιπρόσθετα) αντιμετωπίζει τις συναυλίες της και το κοινό/πελάτες της (ας μην φοβόμαστε να χρησιμοποιήσουμε με τον χαρακτηρισμό) με τόση σοβαρότητα;
Κείμενο - φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής
*Την ανταπόκριση για το live της Αθήνας μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ.