Τετάρτη, 09 Ιουλίου 2025 05:45

Live Review: Air @ Ωδείο Ηρώδου Αττικού, 29/6/2025

Written by 

Αρκετές φορές οι συνεντεύξεις που δίνουν οι μουσικοί έχουν διεκπεραιωτικό χαρακτήρα. Αυτό κατά ένα μέρος οφείλεται στο ότι, κυρίως λόγω επικαιρότητας, αρκετές ερωτήσεις είναι αναπόφευκτα κοινές, με αποτέλεσμα οι απαντήσεις που δίνονται να είναι αναμενόμενες και πανομοιότυπες. Τα δύο όμως μέλη των Air, δηλαδή οι Nicolas Godin και Jean-Benoît Dunckel, έχουν κατά καιρούς δώσει απαντήσεις, που όχι μόνο δε μπορείς να της πεις κλισέ, αλλά σε αιφνιδιάζουν. Μια από αυτές, που σχετίζεται με τις γραμμές που ακολουθούν, ανήκει στον JB, ο οποίος όταν ρωτήθηκε για ποιο λόγο δεν είναι φτιαγμένο το Moon Safari, αφοπλιστικά απάντησε: «Για να παίζεται ζωντανά»!  Τι λέτε; Είπε μια ανομολόγητη αλήθεια ή θέλησε να μας ιντριγκάρει για να πάμε να το ακούσουμε;

 

Ομολογώ ότι δεν ήταν ανάγκη να βρεθώ στο Ηρώδειο, για να διαπιστώσω την ειλικρίνειά του, διότι μετά από «άπειρες» ακροάσεις του δίσκου, είχα την πεποίθηση ότι αυτό δεν ήταν σωστό, χωρίς να υπονοώ ούτε κατ’ ελάχιστο ότι έλεγε ψέματα. Το κλειδί βρίσκεται στην ίδια της διατύπωση της ερώτησης: βλέπετε, άλλο είναι γιατί είναι φτιαγμένο και εντελώς διαφορετικό το αν γίνεται με επιτυχία να παιχτεί ζωντανά. Μισή αλήθεια; Πείτε το κι έτσι, δεν έχει σημασία. Ναι μεν καταρχάς ένα γενικά ήπιων τόνων άλμπουμ ηλεκτρονικής μουσικής δεν είναι αυτονόητο ότι μπορεί να συγκινήσει ένα ακροατήριο αν παιχτεί ζωντανά στην ολότητά του, πλην όμως αν είναι το Moon Safari η συγκίνηση είναι δεδομένη, πολύ περισσότερο αν έχει τις μικρές εκτελεστικές διαφοροποιήσεις που είχαμε τη χαρά να ακούσουμε. Στο πέρασμα των χρόνων πολλοί επιχείρησαν να γράψουν ένα classic chillout δίσκο, αλλά στην καλύτερη περίπτωση τους βγήκε ένα μόνο τραγούδι, που βρήκε τη θέση του σε κάποια σχετική συλλογή. Εδώ να σας προλάβω: δεν πήγαν να κάνουν κάτι τέτοιο οι Air, αλλά απλά ακολούθησαν την έμπνευσή τους, αφού προηγουμένως είχαν αποφασίσει να την υλοποιήσουν με τον πολύτιμο ηλεκτρονικό ήχο της δεκαετίας του ’70, βγαλμένο από τα ίδια τα synths ‘70s. Και βγήκε ένα αριστούργημα, το οποίο με τη μεγαλειώδη απλότητά του μίλησε στα συναισθήματα και τις ψυχές πάρα πολλών ανθρώπων. Μερικοί από αυτούς γέμισαν το Ηρώδειο, απαρτίζοντας ένα κοινό που ήταν συγκινημένο και χαρούμενο.  

 

Η ώρα είχε πάει 21.11’, όταν βγήκε ο Louis Delorme και πήρε τη θέση του στη μέση της σκηνής, όπου υπήρχε το drum kit. Γενικότερα, συμβολή του στον τελικό ήχο ήταν αληθινά πολύτιμη, όπως και ειδικότερα στις στιγμές που αυτός έκλεινε πονηρά το μάτι στη jazz και τη rock. Σχεδόν αμέσως μπήκαν στη σκηνή ντυμένοι στα λευκά από τα αριστερά ο Dunckel και τα δεξιά ο Godin, για να ξεκινήσει μέσα σε επευφημίες του κοινού το κομβικό La Femme d'Argent. Αυτό, με ατόφια πλήκτρα, σχετικά μακροσκελές  σόλο του Godin, αρκετή παραμόρφωση και rock drumming ήταν ένα από τα δύο πιο διαφοροποιημένα σχετικά με τη στούντιο εκτέλεσή τους τραγούδια του άλμπουμ. Το άλλο ήταν το New Star in the Sky (Chanson pour Solal), το οποίο συνοδευόταν με μια από τις καλύτερες στιγμές του light show που καθόλη τη βραδιά έντυνε τη μουσική τους.

 

Προφανώς σεβόμενοι το γεγονός ότι οι περισσότεροι (αν όχι όλοι, πλην του γράφοντος) ήθελαν να ακούσουν τα τραγούδια έτσι όπως τα έμαθαν (απέξω), απέδωσαν με καθόλου ή με ελάχιστες αλλαγές το Sexy Boy -αλήθεια, ποιος θα τολμούσε να το πειράξει;-, το Kelly Watch the Stars, στο οποίο ο Delorme έδωσε ρέστα και το Remember. Μια και αναφερθήκαμε όμως στην πολύτιμη οικειότητα που όλοι οι παρευρισκόμενοι είχαμε αποκτήσει λόγω των πάμπολλων ακροάσεων του δίσκου, δε μπορώ να μην πω πόσο μας έλειψαν τα μοναδικά φωνητικά της Beth Hirsch στα You Make It Easy και All I Need. Δεν είναι ότι χάλασαν τα τραγούδια, αλλά, πώς να το πω, ακούγονταν κάπως λειψά. Ιδιαίτερα στο τελευταίο, όπου ο JB δε μπορούσε να «τραγουδήσει» πιο άστοχα το “Ah ooh aye” (ξέρετε καλά όλοι εσείς οι σαν κι εμένα φανατικοί τι εννοώ).

 

Δεν έχω την παραμικρή πρόθεση να κρύψω ότι το κόλλημά μου με το Ce Matin καλά κρατεί από το 1998. Γι’ αυτό ομολογώ ότι προς στιγμή τρόμαξα λιγάκι στην εισαγωγή του, αλλά σύντομα η καρδιά μου πήγε στη θέση της. Η πιο άρτια ερμηνευμένη σύνθεση του δίσκου ήταν το υπέροχο Talisman, με τρομερό μπάσο που σε ταρακουνούσε, ενώ κατά πόδας ακολουθούσε ο επίλογος του Le voyage de lope. Στις 21.58’ το άτυπο πρώτο μέρος είχε τελειώσει και η μπάντα άφησε τη σκηνή, ενώ εξακολουθούσε να ακούγεται μουσική, για να επανέλθει σχεδόν αμέσως για το δεύτερο μέρος με επιλεγμένα από την έως τώρα πορεία τους τραγούδια.

 

Το Moon Safari το γνωρίζαμε καλά και το απολαύσαμε πραγματικά. Αυτό που προσωπικά δεν περίμενα να απολαύσω τόσο πολύ ήταν το ό,τι ακολούθησε έτσι όπως παίχτηκε. Από το εξαιρετικό 10 000 Hz Legend ακούσαμε τρία τραγούδια. Πρώτα το πολύ καλό Radian, με απλοποιημένο ένα μέρος της μεγάλης στούντιο εισαγωγής του και με τον Godin να παίζει κλασική κιθάρα, το Don't Be Light που έκλεισε το δεύτερο μέρος και ξύπνησε μνήμες του Alan Vega, αλλά και το δεύτερο encore και οριστικό επίλογο της βραδιάς Electronic Performers που αρχικά μας θύμισε τους Kraftwerk και στη συνέχεια φλέρταρε ανενδοίαστα με τη rock.

 

Η μερίδα του λέοντος ανήκε στα τέσσερα τραγούδια από το Talkie Walkie, που ήταν το Venus (they’ve got it, yeah, baby, they’ve got it, εντάξει, όχι από αυτό) , το Cherry Blossom Girl όπου ο Godin έπιασε πάλι την κλασική κιθάρα και ο Delorme άφησε τα ντραμς κι έπιασε τα πλήκτρα, το μέτριο πρώτο encore Alone in Kyoto με συντομευμένη τη στούντιο εισαγωγή του, αλλά και το μακράν, κατά τη γνώμη μου, καλύτερο τραγούδι αυτού του μέρους, to ατμοσφαιρικό και σκοτεινό Run, για το οποίο μετά το τέλος της βραδιάς διαπιστώσαμε με έκπληξη με το Μιχάλη ότι είχε φέρει στο νου και των δυο μας το Live at Pompeii των Pink Floyd. Τέλος, υπήρχαν δύο συνθέσεις από το The Virgin Suicides, η μια ήταν το πασίγνωστο υπερευαίσθητο Highschool Lover παιγμένο με τέλειο μπάσο και η άλλη το jazzy ψυχεδελικό και αριστουργηματικά ερμηνευμένο Dirty Trip που με το ένα πόδι πατούσε κι αυτό στην Πομπηία και με το άλλο στα σάουντρακ των ταινιών giallo.

Στις 22.48’ οι εξαιρετικά λιγομίλητοι Air μας αποχαιρέτησαν οριστικά, αλλά -για μια ακόμα φορά- μας είχαν μιλήσει όλη την ώρα με τη μουσική τους κι αυτό ήταν πολύ καλύτερο. Γύρω έβλεπες μόνο χαρούμενα πρόσωπα κι αυτό επίσης δεν το λες καθόλου συνηθισμένο. 

Κείμενο: Τάκης Κρεμμυδιώτης / Φωτογραφίες: Αφροδίτη Ζαγγανά

Media

Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα