Πέμπτη, 07 Ιουνίου 2018 21:00

Live Review: OM @ Piraeus 117 Academy, 2/6/2018

Written by 

Η τρίτη εμφάνιση των Om στην Ελλάδα έμελλε να αποδειχτεί η πλέον μαζική, από πλευράς προσέλευση κόσμου («λαϊκό προσκύνημα», θα μπορούσε να χαρακτηριστεί) και παράλληλα μυσταγωγική, όπως πάντα, άλλωστε.

Ήταν, το δίχως άλλο, ευχάριστη συγκυρία να δούμε φέτος του Om ζωντανά στη χώρα μας και λόγοι είναι πολλοί. Ήρθαν λίγο μόλις καιρό μετά τη δισκογραφική επιστροφή των τιτάνων Sleep μετά από 2 δεκαετίες (για όσους το έχασαν, στο μεταξύ κυκλοφόρησαν άλλο ένα 16λεπτο έπος που δεν μπήκε στο άλμπουμ) και λιγότερο από ένα μήνα μετά την εμφάνιση των Grails στο Κύτταρο. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι είχαμε την ευκαιρία να τους απολαύσουμε σε μια χρονιά όπου (μέχρι στιγμής) έχουν ανακοινώσει όλα κι όλα τέσσερα live (δυο στην Αμερική και δυο στην Ευρώπη).

Η δίψα του κόσμου να δει ζωντανά τους Om, απ’ ό,τι φάνηκε ήταν αστείρευτη και το διαπιστώσαμε φτάνοντας στο Academy νωρίς και βλέποντας μια εντυπωσιακή ουρά. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Emil Amos, που γύριζε από τη βόλτα του εκείνη την ώρα, έδειχνε έκπληκτος από το μήκος της ουράς. Η τεράστια προσέλευση, λοιπόν, ήταν το πρώτο σημαντικό στοιχείο της βραδιάς. Απρόσμενα μεγάλη για πολλούς, μιας και το γκρουπ ερχόταν για τρίτη φορά (κάποιοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι αυτή ήταν η πρώτη τους συναυλία στην Ελλάδα…) και συνάμα δηλωτική της αναγνώρισης που τυγχάνει (απολύτως δίκαια) πλέον η μπάντα. Η κοσμοσυρροή οδήγησε αναγκαστικά στη μετάθεση της έναρξης του live κατά 25 λεπτά αλλά ακόμα κι έτσι η συναυλία ξεκίνησε πριν τις 9:30 (δεν υπήρξε support σχήμα). Στο μεταξύ ο γίγαντας Al Cisneros είχε φροντίσει να ανέβει στη σκηνή νωρίτερα για να ανάψει ένα κερί στο μέσο της!

Για συναυλίες σαν αυτές των Om νομίζω ότι έχει περισσότερη ουσία να μιλήσεις για τα συναισθήματα παρά για τις λεπτομέρειες, όπως το πόσο έπαιξαν (πάνω από 1,5 ώρα), πως έπαιξαν (οι άνθρωποι είναι παιχταράδες, είναι γνωστό), τι έπαιξαν (τι να πεις άλλωστε για αξεπέραστους ύμνους σαν τα State of Non-Return, Sinai, Meditation is the Practice of Death, Cremation Ghat I & II). Προσωπικά αυτό που αισθανόμουν σε ολόκληρο το live ήταν απέραντο δέος για αυτό το γκρουπ. Το ίδιο αίσθημα σε πλημμυρίζει και κατά την ακρόαση των δίσκων τους, αλλά στα live είναι ακόμα πιο έντονο. Το ίδιο φαντάζομαι (ή μάλλον ελπίζω) θα αισθάνονταν οι περισσότεροι από τους παρευρισκόμενους (δυστυχώς στο σημείο που καθόμουν, παρέες ολόκληρες δεν σταμάτησαν καθόλου να μιλάνε όσο το συγκρότημα έπαιζε, δεν θα τους κάνουμε όμως την χάρη να τους αφιερώσουμε όλο το κείμενο, θα ευχηθούμε απλώς την επόμενη φορά να μας απαλλάξουν από την παρουσία τους). Η μουσική τους είναι τόσο υποβλητική που τα συναισθήματα (πρέπει να) ξεχειλίζουν.

Αξίζει, πιστεύω, να μιλήσουμε ξεχωριστά για κάθε μέλος του αγαπημένου ντουέτου, που ως γνωστόν, αποτελείται από τρία μέλη (για να χρησιμοποιήσουμε διάλεκτο Νίκου Βαμβακούλα…), αρχής γενομένης φυσικά από τον Al Cisneros. Ο συγκεκριμένος μουσικός κατέχει δικαιωματικά εξέχουσα θέση στο πάνθεον των σπουδαίων προσωπικοτήτων του metal αλλά και γενικότερα του underground. Έχει καταφέρει τόσα πολλά στη μέχρι τώρα διαδρομή του, που η παραπάνω άποψη δεν φέρει ίχνος υπερβολής. Το σημαντικότερο όλων είναι ότι κατάφερε να δημιουργήσει ένα προσωπικό ήχο τόσο ιδιαίτερο και τόσο αναγνωρίσιμο. Στο Academy εμφανίστηκε με βιβλική μορφή (ξεχάστε -αν υποθέσουμε ότι θυμάστε- το κοντοκουρεμένο και φρεσκοξυρισμένο look της πρώτης επίσκεψης στην Αθήνα), επιβλητικός, ευγενής, μοναδικός από κάθε άποψη. Και μόνο το γεγονός πως τον βλέπαμε καμπουριασμένο πάνω από το Rickenbacker του να εξαπολύει τις θηριώδεις μπασογραμμές του είναι από μόνη της μια εμπειρία αξεπέραστη. Όταν με το ένα δάχτυλο του έπαιζε μια χορδή έτρεμε συθέμελα το Academy! Ένας απίστευτος ήχος μπάσου που δεν θα ακούσετε πουθενά αλλού (εκτός αν τυχαίνει να είστε fan των Sleep). Όσο για τα φωνητικά του, απλώς μαγικά, σαν ψυχεδελικές ψαλμωδίες από ένα βαθιά πιστό άνθρωπο.

Για τον Emil Amos δεν ήταν σίγουρα η τυχερή του βραδιά, μιας και προέκυψαν διάφορες ατυχίες, κι αυτές όμως, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνουν την πορεία ενός live. Για παράδειγμα την πρώτη φορά που ανέκυψε πρόβλημα με το drum kit, ο Cisneros δεν το αντελήφθη εγκαίρως και τελικώς αναγκάστηκε να παρατείνει το μέρος που έπαιζε προς ευχαρίστηση όλων, ενώ μόλις το τεχνικό πρόβλημα επιλύθηκε το μανιασμένο πέρασμα που ακολούθησε έκανε πολλούς να χάσουν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Σε κάθε περίπτωση, για άλλη μια φορά απέδειξε ότι είναι ένας πραγματικά χαρισματικός drummer. Κάθε χτύπημα του στο ταμπούρο, στα πιατίνια, κάθε αλλαγή ρυθμού προκαλούσε ανατριχίλες. Πραγματικά δεν θα μπορούσε να υπάρξει καταλληλότερος διάδοχος του Chris Hakius, αφότου αυτός αποφάσισε να αποσυρθεί (υπενθυμίζουμε απλώς ότι εγκατέλειψε κατόπιν και τους Sleep).

Για τον τρίτο της παρέας, τον μέγιστο Lichens (ή Robert Lowe), ο οποίος συμπληρώνει την παρέα εδώ και μια δεκαετία περίπου, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ο ρόλος του μοιάζει μικρός αλλά δεν είναι στην πράξη. Μπορεί το βασικό του όργανο στα live να είναι το ντέφι (μην υποτιμάτε ποτέ μουσικό που παίζει ντέφι, ο Joel Gion, για παράδειγμα, είναι καθοριστικός για τους BJM…), αλλά συνεισφέρει στο χτίσιμο ατμόσφαιρας με τα πλήκτρα του και τα φωνητικά του, ενώ σε κάποια σημεία προσθέτει μερικά κιθαριστικά riff (κάτι είναι κι αυτό για ένα συγκρότημα χωρίς κιθαρίστα).

Οι Om εξαρχής ήταν ένα παράδοξο για την παγκόσμια μουσική, ένα γκρουπ που ξεκίνησε να παίξει heavy χωρίς όμως να χρησιμοποιεί κιθάρα και να το καταφέρνει μάλιστα με τρόπο που να μην φαίνεται καθόλου αυτή η έλλειψη. Ακόμα, η δισκογραφία τους είναι κάτι το μοναδικό για τα δεδομένα της διεθνούς μουσικής βιομηχανίας (κάποιοι από εμάς την ακούν και θα συνεχίσουν να την ακούν ολόκληρη μονορούφι). Κανένα άλλο συγκρότημα δεν γράφει τέτοιες συνθέσεις, αυτό είναι βέβαιο. Στα live η μουσική πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα, ο δημιουργός συναντά τον παραλήπτη, πρόσωπο με πρόσωπο, με την εμπειρία που προκύπτει να είναι μοναδική. Αυτής της εμπειρίας γίναμε κοινωνοί όσοι γεμίσαμε ασφυκτικά το Academy. Νομίζω από όσα προηγήθηκαν έγινε ξεκάθαρο πως η συναυλία τους ήταν τελικώς καθηλωτική (παρά τις -όχι λίγες- δυσκολίες). Μια ιεροτελεστία που θέλουμε να ξαναζήσουμε και μάλιστα όχι μόνο μια φορά.

Για τους Om μόνο αγάπη και σεβασμός.

 

Κείμενο: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος

Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής

Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος

 

 

Ο Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος γεννήθηκε στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 (συγκεκριμένα τη χρονιά για την οποία έχει τραγουδήσει ο Jimi Hendrix), όταν πια οι Joy Division είχαν πάψει ήδη να υπάρχουν από καιρό (ευτυχώς υπήρχαν οι New Order!). Μετά από χρόνια αναζητήσεων ανακάλυψε αυτό που έψαχνε σε μια έρημο, έκτοτε λατρεύει οτιδήποτε σχετίζεται με τους Kyuss. Πιστεύει ότι αν δεν υπήρχε το rock & roll θα έπρεπε να το έχουμε ανακαλύψει. Επίσης, είναι βέβαιος ότι ο Έλβις ζει κάπου ανάμεσα μας… 

Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα