Δευτέρα, 05 Φεβρουαρίου 2024 04:35

Live Review: Maruja / Disco Triste @ Temple, 3/2/2024

Written by 

Στη ζωή πρέπει να έχεις υπομονή. Τότε μόνο υπάρχει περίπτωση να ζήσεις για πρώτη φορά κάποιες εντελώς απρόσμενες και παρατημένες στη λήθη καταστάσεις ή να βιώσεις μερικές στιγμές που όσο περνά ο χρόνος, αρχίζεις και ανησυχείς όλο και πιο πολύ ότι δε θα ξαναζήσεις. 

Αυτό το Σαββατόβραδο είχα την τύχη να βιώσω και τις δύο παραπάνω καταστάσεις. Η πρώτη είχε να κάνει με το ξεγραμμένο από κάθε προσδοκία γεγονός να ακούσω σε συναυλιακό χώρο τους This Mortal Coil. Και δεν άκουσα απλά ένα τραγούδι ανάμεσα σε άλλα, αλλά ακόμα και τώρα δυσκολεύομαι να συνειδητοποιήσω ότι ολόκληρη αυτή η βραδιά πριν, ανάμεσα και μετά τα σετ των δύο συγκροτημάτων ήταν επενδυμένη με τραγούδια από τους life-changer δίσκους τους. Πράγματι, είναι συνηθισμένο να «ζεσταίνεται» το κοινό με μουσική ανάλογη αυτής που θα ακουστεί ζωντανά και πράγματι η μουσική της μυθικής αυτής κολλεκτίβας καλλιτεχνών της 4AD μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι δεν «ταίριαζε» υφολογικά με τα συναυλιακά δεδομένα, παρά την σοφή επιλογή των πιο δυνατών της τραγουδιών. Κι όμως ταίριαζε απίστευτα, μιας και η αληθινά συγκλονιστική μουσική πρωτίστως δεν έχει είδος, αλλά ψυχή. Κι εδώ, όπως είδαμε, υπήρξε απόλυτη ταύτιση με όσα ακολούθησαν.

Η άλλη κατάσταση που καθένας μας εύχεται να ξαναβιώσει και μοιάζει όλο και περισσότερο φθίνουσα είχε να κάνει με το να παρευρεθεί σε μια αληθινά καλή συναυλία. Ε, λοιπόν, κι αυτό είχαμε τη χαρά να το ζήσουμε όλοι εμείς που καταφέραμε να χωρέσουμε στη sold-out βραδιά, αφήνοντας απέξω μια μεγάλη ουρά που μάταια περίμενε μπας και γίνει κάτι και βρεθεί κάποιο εισιτήριο.     

 

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Οι Disco Triste του Γιώργου Νίκα (The Noise Figures) και των Sad Disco βγήκαν στη σκηνή στις 21.28’, δηλαδή δύο λεπτά πριν την προκαθορισμένη ώρα και μας παρουσίασαν τραγούδια από το ολοκαίνουργιο ντεμπούτο τους We All Hate Each Other. Το κουαρτέτο των Disco Triste με τις δύο κιθάρες ρόκαρε δυνατά το κοινό επί τριάντα εννέα λεπτά με όμορφα τραγούδια, με επιρροές από ένα ευρύ rock φάσμα που ξεκινούσε από το punk και έφτανε μέχρι τα  ‘00s. Το λιγότερο συγκριτικά δυνατό τραγούδι από όσα παρουσίασαν ήταν το catchy Introvert, που επιλέχθηκε ως πρώτο single και παράλληλα, μέσω του σχετικού βίντεο, αποτελεί τη μοναδική πληροφόρηση που μπορεί κάποιος να έχει για το άλμπουμ τους.

 

Από το ίδιο το συγκρότημα πληροφορηθήκαμε ότι οι τίτλοι δύο τραγουδιών ήταν Telephone και We All Hate Each Other, ενώ τόσο στα συγκεκριμένα όσο και στα υπόλοιπα διέκρινα όμορφες επιρροές από τους The Dead ‘60s, Vandals, Three Johns, Everclear, Scars on Broadway, Dead Kennedys και Queens of the Stone Age, τις οποίες απλά αναφέρω για να γίνει κάπως αντιληπτό το όμορφο σετ που με πολύ κέφι μας παρουσίασαν. Αν και σημείωσα κάποιες φράσεις που υποθετικά θα μπορούσαν να είναι οι τίτλοι των τραγουδιών, δε θα ρισκάρω να τις αναφέρω ως τέτοιες, με μόνη εξαίρεση το Lesson Number One, που πήρε εμφανή στοιχεία από την εισαγωγή του She’s Lost Control των Joy Division και έφτιαξε ένα τελείως διαφορετικό τραγούδι.

 

Μετά το τέλος του σετ, τα τέσσερα μέλη των Maruja βγήκαν στη σκηνή, για να στήσουν τα όργανά τους και να συνδέσουν τους ενισχυτές. Πρώτος βγήκε ο Harry Wilkinson (κιθάρα, φωνητικά) που σκίασε τα μάτια του με το χέρι για να δει καλά τον κατάμεστο χώρο, χαιρετώντας το κοινό. Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή, αν έλεγε κανείς ότι η προσμονή ήταν ήδη αποτυπωμένη στο βλέμμα του, κάτι που εξέφρασε και με λόγια ύστερα από λίγα λεπτά. Και, σίγουρα, ήταν απολύτως ειλικρινής. Αφού τοποθέτησαν τα πάντα στη θέση τους, οι παθιασμένοι με τη μουσική αυτοί τύποι από το Μάντσεστερ αποσύρθηκαν και μετά από λίγο ξαναβγήκαν στη σκηνή.

 

Η ώρα ήταν 22.30’ όταν άρχισε ο πόλεμος!

Όχι μόνο επί σκηνής, αλλά και στο όνομα της ειρήνης. Της μιας και μεγάλης, που έχει χίλια ονόματα ανάλογα με τα μάτια που καθένας τη βλέπει, κι όμως τελικά είναι μία και μοναδική, που κρατά αγκαλιά της όλες τις επιμέρους πτυχές που τη συνθέτουν. Μόνο έτσι, ο πόλεμος γίνεται επ-ανάσταση. Όχι ταξικά ή συντεχνιακά, αλλά αγαπητικά. Όλα αυτά τα γνώριζαν καλά όσοι έσπευσαν και προμηθεύτηκαν τα -όπως αποδείχτηκε λίγα- εισιτήρια, γνωρίζοντας ότι θα ακούσουν στίχους για εγκλωβισμένους ανθρώπους στην επιβεβλημένη από τους «δυνατούς» αδικία και ανισότητα. Μόνο που οι στίχοι αυτοί δεν πνίγονται στις δυστοπικές γωνιές της ψυχής, αλλά επ-ανίστανται ζητώντας κάθαρση. Κάτι που είχαμε βιώσει για πρώτη φορά στο ακρογωνιαίο F♯ A♯ ∞ των Godspeed You! Black Emperor, όπου, αποδεδειγμένα πλέον, η jazz, το post-rock και η ψυχεδέλεια αποτελούν το ιδανικό εκφραστικό μέσο για την αναζήτησή της.  

 

Εκείνη τη βραδιά τα vibes ήταν τρομακτικά. Κι αν τα νιώθαμε εμείς από κάτω, σκεφτείτε τι εισέπραττε το συγκρότημα στη σκηνή. Οι έτσι κι αλλιώς προσηλωμένοι στη μουσική αντισυμβατικοί αυτοί τύποι έπιασαν αμέσως δουλειά και ξεσήκωσαν το κοινό με το Resistance Resistance. Ο Wilkinson είχε ήδη πετάξει τη μπλούζα του, μιας και θα χρειαζόταν κάμποσες φορές να σκουπίσει τον ιδρώτα του στη συνέχεια, ενώ ο υπερκινητικός Joseph Carroll έμοιαζε απολύτως προσηλωμένος στο σαξόφωνό του, καθώς τρύπωνε ανάμεσα στους άλλους τρεις και τιναζόταν προς όλες τις κατευθύνσεις, παίζοντας ασταμάτητα κι εκπληκτικά. Αν αυτός ζούσε μουσικά στη δεκαετία του ’80, τότε μπορεί να λεγόταν Blaine L. Reininger, μόνο που ευτυχώς γι’ αυτόν -και για εμάς- ζει σήμερα, όπου το σαξόφωνο δεν είναι απαραίτητα συμπλήρωμα της κιθάρας. Αρχικά μπορούσες να υποθέσεις ότι οι κινήσεις του είχαν μια κωμική διάσταση, αλλά σύντομα αντιλαμβανόσουν ότι κάτι τέτοιο δε θα ήταν σωστό, αφού το πάθος ευθυνόταν για την αεικίνητη παρουσία του. Και, φυσικά, δεν ήταν ο μόνος που «το ζούσε» στο έπακρο, αλλά και ο εξαιρετικός μπασίστας Matthew Buonaccorsi και ο ντράμερ Jacob Hayes, που απέδειξε πόσο κομβική είναι η συνεισφορά του, σε σχέση με την εικόνα που δημιουργείται από τις στούντιο ηχογραφήσεις.

 

Αυτή ήταν η στιγμή που συνειδητοποιούσες στην πράξη ότι οι Maruja ήταν μια νέα μπάντα. Αν πίστευες μόνο τη δύναμη που έβγαζε η μουσική τους και την ωριμότητά της, απαραίτητη προϋπόθεση θα ήταν να έχει τουλάχιστον τρία άλμπουμ στο ενεργητικό της. Κι όμως έχει μόνο ένα ΕΡ και δύο singles! Φανταστείτε λοιπόν, τι σημαίνει να παίζεις σε ένα κλαμπ της όχι και τόσο ιστορικής από πλευράς συνεισφοράς στην παγκόσμια rock κοινότητα Αθήνας και να το βλέπεις γεμάτο με κόσμο που ανυπομονεί να σε ακούσει. Αλήθεια, δε θα θέλατε να νιώσετε κι εσείς αυτό το υπέροχο συναίσθημα;   

 

Γι’ αυτό ο Wilkinson έσπευσε να μας ευχαριστήσει μιλώντας στη γλώσσα μας, πριν περάσει στο The Invisible Man και εδραιώσει την αέναα διαδραστική απόλαυση με τα Rage και Zeitgeist. Όταν του επέτρεπε η κιθάρα, κουνούσε χορευτικά τα χέρια του, κάτι που εκ περιτροπής έκανε και ο Carroll, για να παροτρύνουν το κοινό να συμμετάσχει στη συναυλία. Κι όταν η ένταση έμοιαζε να κορυφώνεται, τότε συχνά έπεφτε, μόνο και μόνο για να ξανασηκωθεί. Βλέπετε οι Maruja, αν και νεότευκτη μπάντα, παίζει ζωντανά σα να έχει πολυετή εμπειρία, μη αναπαράγοντας τις συνθέσεις με τον ίδιο τρόπο που αυτές έχουν ηχογραφηθεί στο στούντιο, αλλά προσπαθώντας -απόλυτα επιτυχημένα και διεγερτικά για το κοινό- να τους δώσει μια αισθητά διαφορετική διάσταση, που τείνει πέρα από κάθε αμφιβολία προς τη jazz.        

 

Η μάχη εντάθηκε με το One Hand Behind the Devil, στο οποίο τα επί σκηνής διαδραματιζόμενα συχνά σε απορροφούσαν από τη μουσική καθεαυτή, που διεκδικούσε την απόλυτη προσοχή σου. Τι ήταν αυτό που ζούσαμε εμείς, αλλά τι ήταν κι αυτό που εισέπρατταν κι αυτοί… Ο Wilkinson, εντυπωσιασμένος από την ανταπόκριση του κόσμου, μας ευχαριστούσε που είχαμε έρθει και δε σταματούσε να λέει πόσο χαρούμενοι ήταν όλοι τους που βρίσκονταν μαζί μας. Καλά, ξέρω τι θα πείτε. Κλασικές τυπικές φράσεις, αλλά, να που αυτή τη φορά τις θεωρούσες πιο ειλικρινείς απ’ ό,τι συνήθως. Κι αν εκείνη τη στιγμή που τις είπε υπήρξαν κάποιοι επιφυλακτικοί, σίγουρα στο τέλος δε θα απέμεινε κανείς, αν έμεινε μέχρι που η μπάντα βγήκε στη σκηνή για να υπογράψει βινύλια και αυτόγραφα και να σφίξει χαμογελαστή το χέρι με όσους θέλησαν να πουν δια ζώσης ένα ευχαριστώ. Συγγνώμη που θα το πω, δεν έχω καμία διάθεση λατρείας του παρελθόντος, αλλά αυτή η απλή και ειλικρινής κίνηση θύμισε όσα πολύ συχνότερα συνέβαιναν κατά τη δεκαετία του ’80. Και ξέρετε κάτι; Σε εμάς τους παλιότερους, μας είχε λείψει αυτό. Ναι, ομολογώ ότι δεν είμαι σίγουρος ότι κάτι ανάλογο θα συνέβαινε αν το συγκρότημα ήταν ήδη ευρύτερα καταξιωμένο στη συνείδηση του κόσμου ή αν είχε μια ομάδα συνεργατών για να ασχολείται με τις περιφερειακές της μουσικής υποχρεώσεις του. Όταν όμως μπορείς να βλέπεις πρόσωπο με πρόσωπο κάποιον, όταν αυτό είναι εφικτό, πολλές φορές η τέχνη αποκτά δευτερεύουσα σημασία.

 

Ύστερα ήρθε η ώρα που όλοι -δηλαδή, τουλάχιστον εγώ- περιμέναμε περισσότερο: Ο Wilkinson μας είπε ότι κατά βάση η μουσική τους βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό. Άρα, είχε φτάσει η στιγμή η μάχη να διεξαχθεί με καθαρόαιμα jazz όπλα. Από εκεί και πέρα, μέσω του Jam, το επίπεδο έπιασε κορυφή, με τους τέσσερις τύπους να σολάρουν ανατριχιαστικά και μέσα από όλα αυτά να αναδεικνύεται η προσωπικότητα του Hayes. Όταν ήρθε η ώρα του Break the Tension ο χαμός είχε γενικευτεί και η ένταση είχε ξεπεράσει κάθε προσδοκία. Ο Wilkinson πήρε το μικρόφωνο και κατέβηκε στο κοινό και όταν επέτρεψε στη θέση του στη σκηνή έριξε τη βάση του μικροφώνου μπερδεύοντας τα δικά του καλώδια με του Carroll, ο οποίος ακολούθως έκανε νόημα στο υπάκουο κοινό να ανοίξει διάδρομο για να κατεβεί κι αυτός όταν ακούστηκε το “The rain falls like soldiers…”, προοιωνίζοντας το μεγαλειώδες Thunder, τόσο διασκευασμένο, όσο να  μας ικανοποιήσει και να μας αποκαλύψει τις νέες διαστάσεις του.

 

Το τέλος πλησίαζε και ο Wilkinson μας ευχαρίστησε για προτελευταία φορά, αναφέροντας χιουμοριστικά ότι μερικά ευχαριστώ αξίζουν και στους ίδιους που έπαιξαν. Η ώρα είχε πάει 23.26’ και όλοι φανταζόμασταν τι θα ακολουθούσε. Όταν ακούστηκε το “Caged by the darkness / enlighten my soul…” επικράτησε χάος. Κι όταν το θρυλικό ελληνοπρεπές όσον αφορά τον τίτλο του, αλλά με σαφείς παγκοσμιοποιημένες διαστάσεις, Kakistocracy ξεδιπλώθηκε, ήρθε η κορύφωση. Ενδιαμέσως ενεργοποιήθηκε μια drone γέφυρα με τους Carroll και Buonaccorsi να παραμένουν στη σκηνή και στη συνέχεια τον Wilkinson να κατεβαίνει κάτω και να συγχρωτίζεται για τελευταία φορά με τον κόσμο. Οι τελευταίες νότες ακούστηκαν στις 23.43’ μέσα σε αποθέωση και έκσταση, αλλά για τους -όχι και πολύ- υπομονετικούς που λέγαμε, υπήρξε και συνέχεια. Προσέξτε: όχι για τους «προνομιούχους» σε κάποιο καμαρίνι, αλλά για όποιον ανεξαιρέτως ήθελε, αφού οι τέσσερις πλέον φίλοι βγήκαν στη σκηνή, εκδηλώνοντας έμπρακτα τη διάθεσή τους να μιλήσουν σε όποιον το επιθυμούσε.    

 

Τούτων δεδομένων, που λέγανε και οι παλιοί νομικοί, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι κάμποσα από αυτά που γράφτηκαν παραπάνω δεν αποδείχτηκαν αντικειμενικά κατά τη διάρκεια της συναυλίας. Μα, εκ πεποιθήσεως, θα ήμουν ο τελευταίος που θα διαφωνούσα μαζί του. Αλλά, λέω τώρα, μήπως και μόνο -κάθε άλλο παρά αστήρικτα- η αφορμή που δόθηκε για να τα σκεφτούμε, θα μπορούσε ακόμα και από μόνη της να είναι σημαντική, ιδιαίτερα στις μέρες μας;  

 

Βγαίνοντας από το Temple με περίμενε άλλη μια όμορφη εικόνα. Αρκετός κόσμος στεκόταν απέξω και συζητούσε για τη συναυλία κι όχι για το πού θα συνεχίσει για ένα ποτό. Ομολογώ πως κι αυτό μου είχε λείψει.

 

Κείμενο: Τάκης Κρεμμυδιώτης / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής 

Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα