Post, prog, heavy rock, και όχι μόνο, περιλαμβάνει το «μενού» της στήλης αυτό το μήνα. Η υψηλή ποιότητα και των τεσσάρων κυκλοφοριών που παρουσιάζονται επιβεβαιώνουν την άποψη ότι τα εγχώρια σχήματα της εναλλακτικής σκηνής τα καταφέρνουν έξοχα σε ένα ευρύ φάσμα από μουσικά είδη.
The Road Miles – Ballads for the Wasteland (Archaeopia, 2017)
Με κάποια συγκροτήματα / καλλιτέχνες «κολλάς» από την πρώτη στιγμή, χωρίς να υπάρχει πάντοτε κάποιος προφανής λόγος. Κάτι τέτοιο συνέβη με τους Road Miles, των οποίων το πρώτο EP Hues of Grit (2015) άκουσα εντελώς τυχαία απλώς επειδή είδα το όνομα τους στην αφίσα του Defcon Festival 2015. Τα τρία κομμάτια που περιείχε αρκούσαν για οποιονδήποτε να καταλάβει ότι πρόκειται για ένα σχήμα, που προσεγγίζει με σαφώς διαφορετικό τρόπο από τα συνηθισμένα, το heavy rock. Λίγο αργότερα ήρθε το ντεμπούτο τους Gold & Shadows για να πιστοποιήσει ότι είχαμε πέσει σε «φλέβα χρυσού». Σε αυτά θα πρέπει, επιπλέον, να προσθέσουμε και τις πολύ καλές ζωντανές εμφανίσεις τους, σε διάφορες σκηνές και περιστάσεις. Έχοντας, στο νου όλα τα παραπάνω, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι περιμέναμε με μια μικρή αγωνία το δεύτερο πόνημα τους.
Το Ballads For The Wasteland είναι ουσιαστικά μια βελτιωμένη εκδοχή του ντεμπούτου τους, με το συγκρότημα να εμφανίζεται ωριμότερο, με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και με ξεκάθαρη ματιά για το τι θέλει να κάνει. Οι επτά συνθέσεις που περιέχει είναι όλες εξαιρετικές και καλοδουλεμένες. Είτε μιλάμε για το επτάλεπτο εναρκτήριο Where I Was Born, There I Will End είτε για το σύντομο αλλά πολύ όμορφο Ballad for the Wasteland. Τα blues χρώματα βρίσκονται παντού, όπως και η κινηματογραφική ατμόσφαιρα, η αύρα της ερήμου αλλά και μια ποικιλία διαφορετικών ήχων, απόρροια των ετερόκλητων επιρροών (όπως μας εξήγησαν οι ίδιοι στη συνέντευξη που μας παραχώρησαν). Το υλικό τους δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εύκολο, τα κομμάτια τους είναι ιδιαίτερα, χαρακτηρίζονται από μεγάλα διαστήματα νηνεμίας που τα διαδέχονται κιθαριστικές εξάρσεις και κορυφώσεις. Απαιτούνται πολλές ακροάσεις για να ανακαλύψεις τις μικρές λεπτομέρειες οι οποίες τα καθιστούν εν τέλει συναρπαστικά, όμως είναι κι αυτό ένα κομμάτι της μαγείας της ίδιας της μουσικής. Επίσης, το γκρουπ έχει το πλεονέκτημα να διαθέτει μια ικανότατη performer για frontwoman. Η εκφραστικότητα, η όμορφη χροιά, η καθαρή εκφορά των στίχων αλλά και η θαυμάσια σκηνική παρουσία καθιστούν την Αφροδίτη Ταβουλάρη ξεχωριστή περίπτωση για την εγχώρια σκηνή. Όλα όσα ειπώθηκαν παραπάνω πιθανώς να εξηγούν το γιατί «συνδεθήκαμε» με το συγκεκριμένο σχήμα εξ΄αρχής καθώς και γιατί αναμένουμε πάντα με ενδιαφέρον τις συναυλίες του και τα καινούρια του κομμάτια.
Damirah – Lights And Guns And Fire (Self Release, 2017)
Η –πικρή- αλήθεια είναι ότι γράφουμε όλο και λιγότερο για post rock κυκλοφορίες, καθόλου τυχαία, βέβαια, μιας και το συγκεκριμένο μουσικό ρεύμα βρίσκεται σε τέλμα εδώ και κάμποσα χρόνια, με την έξοδο από αυτό να μοιάζει πλέον απίθανη. Ωστόσο, μιας και αγαπήσαμε κάποτε παράφορα το συγκεκριμένο στυλ, όποτε μας δίνεται η ευκαιρία επιστρέφουμε σε αυτό με αφορμή κάποια νέα κυκλοφορία είτε από τους θεμελιωτές τους είδους (λέγε με GY!BE, Mogwai κτλ) είτε από κάποια νεώτερη ή πρωτοεμφανιζόμενη μπάντα. Εδώ έχουμε να κάνουμε με τη δεύτερη περίπτωση, καθώς το ντεμπούτο των νεοσύστατων Damirah μας τράβηξε το ενδιαφέρον και σίγουρα αξίζει δυο λόγια. Η πρώτη δουλειά του γκρουπ, που έχει ως βάση την Πάτρα, ονομάζεται Lights And Guns And Fire και περιέχει έξι ορχηστρικές συνθέσεις. Ουσιαστικά μοιάζει να είναι χωρισμένο σε δυο μέρη, το πρώτο περιλαμβάνει τρεις μεγάλης διάρκειας συνθέσεις (άνω των 13 λεπτών έκαστη) και το δεύτερο τρία πιο συμβατικά ως προς την διάρκεια κομμάτια (3 ως 6 λεπτά).
Ό,τι περιμένετε να ακούσετε σε κάθε post rock δίσκο θα το βρείτε κι εδώ: όμορφες μελωδίες, τριπαριστές κιθάρες, κινηματογραφική αίσθηση αλλά και την χαρακτηριστική αύρα ταξιδιού. Τα υλικά γνωστά, το στοίχημα όμως είναι πόσο έξυπνα θα τα χρησιμοποιήσει το συγκρότημα. Σε αυτό κομμάτι τα καταφέρνουν καλά οι Damirah καθώς οι συνθέσεις τους είναι ενδιαφέρουσες, συγκροτημένες, με καλή ροή και ωραίες εναλλαγές. Ως πιο χαρακτηριστική θα επέλεγα το As A Child, I Always Dreamed Of Fire, με την υποβλητική αφήγηση και την υπόγεια μελαγχολία. Ως σύνολο το άλμπουμ σίγουρα λαμβάνει θετικό πρόσημο. Δεν ακούμε κάτι νέο ή καινοτόμο αλλά το υλικό τους είναι προσεγμένο και καλοπαιγμένο. Και το σημαντικότερο, δείχνουν να διαθέτουν δυνατότητες για το κάτι παραπάνω σε σύγκριση με την πλειονότητα των ομότεχνων τους στην εγχώρια post σκηνή.
Playgrounded – In Time With Gravity (FREIA Music, 2017)
Κρήτη – Αθήνα (με στάση για την ηχογράφηση του Athens) – Ολλανδία είναι η πορεία που ακολούθησαν οι Playgrounded. Μια πορεία γεωγραφική αλλά και μουσική, με την έννοια ότι αυτή η εναλλαγή τόπων αποτυπώθηκε και στο υλικό τους. Αυτό που μας είχε παρουσιάσει δειλά η μπάντα στο ντεμπούτο του 2012, εξελίσσεται σε κάτι μεγαλύτερο, ολοκληρωμένο, μακρόπνοο με το In Time With Gravity, το οποίο ηχογραφήθηκε εξ ολοκλήρου στην Ολλανδία. Η μετακόμιση στη συγκεκριμένη χώρα σίγουρα επηρέασε τον τρόπο λειτουργίας του συγκροτήματος, το παραδέχτηκαν άλλωστε και οι ίδιοι στη συνέντευξη που μας παραχώρησαν, αλλά πέραν αυτού μοιάζει ότι είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για να κάνει το γκρουπ το μεγάλο άλμα, έτσι κι αλλιώς. Το δεύτερο άλμπουμ τους υπερβαίνει το μέσο όρο των εγχώριων κυκλοφοριών και ξεχωρίζει για την δουλειά που έχει γίνει στις λεπτομέρειες. Από το πόσο έξυπνα έχουν χρησιμοποιηθεί τα πλήκτρα και τα ηλεκτρονικά γενικότερα μέχρι την ακρίβεια των χτυπημάτων στα τύμπανα. Ασφαλώς η παραγωγή έχει παίξει σημαντικό ρόλο, αλλά το «ζουμί» βρίσκεται στις ίδιες τις συνθέσεις, κάποιες από τις οποίες είναι πραγματικά εντυπωσιακές (Crossing, Mute, In Time With Gravity). Το σχήμα δεν διστάζει μάλιστα να δοκιμάσει κάτι πολύ φιλόδοξο, μια μακροσκελή σύνθεση σε τρία μέρη με τίτλο The Stranger, βασισμένη στο ομώνυμο έργο του νομπελίστα Αλμπέρ Καμί. Αξίζει να αναφέρουμε επίσης ότι οι Playgrounded κατόρθωσαν να αποδώσουν αυτό το αρκετά περίπλοκο αλλά μοντέρνο prog rock με τρόπο συναρπαστικό επί σκηνής, όπως διαπιστώσαμε στην παρουσίαση του δίσκου στο Temple. Ως σύνολο μπορεί να μοιάζει ότι ξεφεύγει λίγο σε διάρκεια, αλλά το συγχωρούμε μιας και μιλάμε για prog, το οποίο ποτέ δεν χαρακτηριζόταν για τη φειδώ στην έκταση των συνθέσεων.
The Curf – Death and Love (Fuzz Ink, 2017)
Δέκα χρόνια μεσολάβησαν μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου δίσκου των Curf, διάστημα αναμφίβολα μεγάλο, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι μέσα σε αυτή τη δεκαετία συνέβη μια κοσμογονία στο μουσικό είδος που υπηρετεί η μπάντα (το 2007 το heavy rock στη Ελλάδα ήταν περίπου περιθωριακό, το 2017 παίζεται σχεδόν παντού). Βεβαίως είχε προηγηθεί το EP Royal Water καθώς και η επιστροφή στις συναυλιακές σκηνές της χώρας, που προετοίμασαν το έδαφος για την κυκλοφορία του δεύτερου LP τους. Στη νέα του δουλειά βρίσκουμε το γκρουπ να έχει κάνει μια σημαντική μετατόπιση προς doom ήχους. Το groove του ντεμπούτου έχει περιοριστεί και οι βαριές, αργόσυρτες κιθάρες έχουν τον πρώτο λόγο. Πέραν αυτού τα υπόλοιπα είναι όπως τα ξέραμε: μπαρουτοκαπνισμένα φωνητικά (εκτός από το 9-6 όπου συναντάμε νευρώδη γυναικεία φωνητικά), αξιομνημόνευτα riff (Motor Curf, Dark Hado, Order N Sin) και γενικά ό,τι περιμένουμε να ακούσουμε σε ένα stoner δίσκο. Μπορεί να μην ακούσαμε κάτι το διαφορετικό ή κάτι που να μας ενθουσιάσει, ωστόσο σαν συνολική αποτίμηση μπορούμε να πούμε ότι είναι μια ευπρόσδεκτη επιστροφή στη δισκογραφία.