Δευτέρα, 09 Μαρτίου 2015 18:21

Viet Cong - Viet Cong (Jagjaguwar / Flemish Eye, 2015)

Written by 

Όλοι θυμόμαστε τη μόδα που είχε ξεκινήσει στις αρχές των 00’s, που ήθελε γκρουπάκια επηρεασμένα λίγο ως πολύ από το post punk να ξεπετάγονται παντού ανά τον κόσμο. Μπορεί η μόδα αυτή να καταλάγιασε, άφησε πίσω της όμως κάποια αξιόλογα σχήματα, όπως οι Interpol και κάποιες καλές ηχογραφήσεις όπως το ντεμπούτο των Bloc Party, που δυστυχώς δεν είχε ανάλογη συνέχεια, αλλά και κάποιες περιπτώσεις συγκροτημάτων που βρέθηκαν να απολαμβάνουν επιτυχία και αναγνωρισιμότητα που δεν τους αναλογούσε, με πρώτους πρώτους τους Editors. Οι Viet Cong θα έλεγε κανείς ότι ετεροχρονισμένα ήρθαν να ενταχθούν σε αυτή την ευρύτερη κατηγορία και φυσικά, ο καθένας θα μπορούσε ξεκινώντας από εκεί να ρίξει το ανάθεμα της έλλειψης πρωτοτυπίας, του αναμασήματος κλπ. Κάτι τέτοιο όμως είναι αδύνατον. Το φερώνυμο ντεμπούτο των Viet Cong είναι, βλέπετε, από την αρχή μέχρι το τέλος εξαιρετικό.

Το πρώτο πράγμα που μπορεί να εντοπίσει στον ήχο του συγκροτήματος από το Calgary είναι η αποκήρυξη οποιουδήποτε στοιχείου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εύπεπτο ή εμπορικό. Δεν σημαίνει αυτό ότι η μουσική τους δεν έχει να παρουσιάσει μελωδίες, κορυφώσεις ή, ότι είναι εν τέλει δυσπρόσιτη. Σημαίνει απλώς ότι οι Viet Cong δεν νοιάζονται για το πως θα ακουστούν. Μέσα σε ένα σύμπαν από συγκροτήματα που δομούν τον ήχο τους με πρώτο (αν όχι μοναδικό) μέλημά τους το να είναι το σε ποιους θα μοιάζουν, που θα παραπέμπουν, πως θα «πουλήσουν» τον εαυτό τους, τι θα φοράνε κλπ, οι Viet Cong απλώς παίζουν την μουσική τους όπως ακριβώς την νιώθουν και τίποτα παραπάνω.

Και εδώ ακριβώς μπαίνει στην εικόνα το δεύτερο και σημαντικότερο στοιχείο που τους χαρακτηρίζει: πρόκειται για το αδιαμφισβήτητο ταλέντο τους. Είναι αυτό που τους επιτρέπει να πάρουν στοιχεία από πολλά και διάφορα μεγάλα σχήματα του παρελθόντος και να τα κάνουν δικά τους, χωρίς να καταφεύγουν στο ανούσιο κοπιάρισμα. Σίγουρα στον δίσκο θα ακούσει κανείς Echo & The Bunnymen, Μission of Burma, Chameleons ακόμη και Gang Of Four, όμως φευγαλέα. Πιο πολύ αναγνωρίζει όμως κανείς την διάθεση που έβγαζαν κάποια από αυτά τα συγκροτήματα του παρελθόντος, παρά την συγκεκριμένη επιρροή τους. Αυτό που τελικά μένει, είναι επτά μόνο συνθέσεις (η μία από αυτές είναι 11λεπτη) σκοτεινές μεν, όχι όμως εκβιαστικά καταθλιπτικές, γεμάτες ιδέες, με προσωπικότητα, με λόγο ύπαρξης και ειδικό βάρος. Ακούστε, για παράδειγμα, εναρκτήριο Newspaper Spoons που στηρίζεται σε ένα θορυβώδες beat πνιγμένο στην παραμόρφωση και τα φωνητικά του Matt Flegel (ο οποίος για τις ανάγκες αυτού του κομματιού γίνεται screamer), έως την χαμηλότονη κατάληξη με τα πλήκτρα, τόσο αναντίστοιχη με το υπόλοιπο, αλλά συγχρόνως, τόσο ταιριαστή. Ακούστε ακόμη το Continental Shelf με το κολλητικό riff του ξεκινήματος, που καταλήγει σε ένα υπόκωφο αλλά όχι εκκωφαντικό στρώμα κιθαριστικής παραμόρφωσης, πάνω στο οποίο χτίζεται μία μελαγχολική μελωδία στα φωνητικά. Προσέξτε πάνω από όλα το March Of Progress, που στα έξι και κάτι λεπτά του ξεκινά με ένα beat στα όρια του tribal, περνά σε μία ψυχεδελίζουσα 60s μελωδία κάπου στην μέση, για να καταλήξει σαν ένα γρήγορο τυπικό post punk κομμάτι. Ακούστε, τέλος, το 11λεπτο Death, που στα θορυβώδη περάσματά του ακούει κανείς αναφορές στο κιθαριστικό alternative rock που ξεκίνησε από τους Velvet Undergroud για να αποκτήσει υφή και ουσία μέσα από τους Sonic Youth. Το συμπέρασμα είναι ένα και μόνο: έχουμε να κάνουμε με μία ηχογράφηση γεμάτη ποικιλία και πολλές, ευχάριστες εκπλήξεις.

Πράγματα, οι τέσσερις Καναδοί δεν θέτουν περιορισμούς στους εαυτούς τους για το πως θα ηχήσουν, ούτε περιορίζονται σε προτυποποιημένες δομές. Δεν κάνουν πολιτικά σχόλια. Δεν γράφουν ερωτικά τραγούδια. Το περιεχόμενο των στίχων τους, σε πλήρη αντιστοιχία προς την μουσική τους, σηματοδοτεί μία συνεχή αναζήτηση για τον εαυτό τους και την Τέχνη. Και αν αυτό ακούγεται εξεζητημένο, μην ανησυχείτε: αυτοί εδώ οι τύποι δεν ανήκουν στην κατηγορία των επίκαιρων hipster darlings που «πουλάνε» την κενότητά τους για υψηλή διανόηση. Έχουν, αντίθετα, όλα μα όλα τα εχέγγυα να πετύχουν πολλά, αρκεί να το θελήσουν. Και για να γίνω πιο κατανοητός, καταλήγω λέγοντας ότι αν αυτός ο δίσκος είχε κυκλοφορήσει το 1980, πιθανότατα σήμερα θα τον θυμόμασταν και θα τον συζητούσαμε ακόμα. Όχι όσο το Unknown Pleasures, για να δώσω ένα ακραίο παράδειγμα, ή το Crocodiles, αλλά σίγουρα δεν θα τον είχαμε ξεχάσει. Και αυτό λέει πολλά.

8,5/10

Παναγιώτης Γαβρίλης

 

Ο Παναγιώτης Γαβρίλης είναι επιφανειακά ένας εξωστρεφής τύπος που αγαπά την μπύρα και τις θορυβώδεις κιθάρες, όμως στην πραγματικότητα είναι ένας ρομαντικός: αγαπά την λογοτεχνία και την ποίηση και ονειρεύεται κάποτε (σύντομα, η ζωή είναι μικρή), να επικρατήσει παγκόσμια ειρήνη και ευμερία και η ΑΕΚ να «σηκώσει» το Champions League. Φυσικά, τίποτα από όλα αυτά δεν πρόκειται να συμβεί. Ποτέ.

Media

Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα