Μόνο και μόνο ο τίτλος του πέμπτου προσωπικού άλμπουμ του Thurston Moore δεν καταλείπει την παραμικρή αμφιβολία για τη θεματολογία του. Μαθήματα Rock n Roll συναίσθησης, λοιπόν. Κι αν αυτό σας ακούγεται λιγάκι βαρύγδουπο, θα συμφωνήσω ανεπιφύλακτα μαζί σας, αφού όμως εκφράσω την ικανοποίησή μου που δεν έχουμε να κάνουμε (ακόμα μια φορά) με σκοτεινά μαθήματα αυτογνωσίας ή ενσυναίσθησης. Βέβαια, κυρίως λόγω της παρουσίας του Λονδρέζου ποιητή Radieux Radio εξερευνώνται με τη χρήση «κοσμικού» λεξιλογίου ευρύτερες περιοχές αρμοδιότητας των γιόγκι, κατάλληλα πασπαλισμένες με το απατηλό και συνάμα αθάνατο φίλτρο του έρωτα, όπως και οι αναμενόμενες free-love cults. Μην ανησυχείτε, όμως. Στο Rock n Roll Consciousness οι στίχοι είναι λιγότεροι από ποτέ και η μουσική μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί ότι ανήκει στην The Best Day του Thurston, αν μου επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω τον τίτλο του προηγούμενου δίσκου του.
Πώς το λένε; Όταν είσαι στενάχωρα, δημιουργείς καλύτερα; Εδώ μην ψάχνετε για την εξαίρεση αυτού του κανόνα. Ο κιθαρίστας των Sonic Youth βρίσκεται στο κατώφλι των δεύτερων –ήντα, έχει στην πλάτη είκοσι εννέα χρόνια γάμου και ένα διαζύγιο με την Kim Gordon, μία κόρη και την προϊστορία της μπάντας του (φυσικά, δεν εννοώ τους Even Worse) που διαλύθηκε με αργές διαδικασίες παράλληλα με το γάμο του. Τώρα όμως είναι και ακούγεται πιο καλά από ποτέ. Εκφράζεται με τα καλύτερα λόγια για τη μπάντα του, με την οποία είχε κυκλοφορήσει το The Best Day (2014), η οποία αποτελείται από τον κιθαρίστα James Sedwards, το μπασίστα Deb Googe (My Bloody Valentine) και τον παλιό γνώριμο από τους Sonic Youth ντράμερ Steve Shelley, δηλώνοντας μάλιστα ότι θα παίζουν μαζί για πολύ καιρό. Για να δώσει, μάλιστα, μια νέα πνοή στον ήχο του, ανέθεσε την παραγωγή του δίσκου στον αναλαμβάνω-τα-πάντα-και-δε-θα-το-μετανιώσεις Paul Epworth.
Το Rock n Roll Consciousness, όπως είναι φυσικό, φέρει αβίαστα και αναπόφευκτα στοιχεία του ήχου των Sonic Youth. Όμως, με σαφώς πιο συντεταγμένο και «ορθολογικό» τρόπο. Έχει αρκετή δύναμη, αλλά έχει ισόποσες και κάπως περισσότερες περιόδους ηρεμίας, που συνυπάρχουν αρμονικά με τις δυνατότερες, μέσα από μια ιδιότυπη σύγχρονη progressive αισθητική (ή να πω συναίσθηση, για να παραπέμψω στον τίτλο;). Κι όταν οι δεδηλωμένα αγαπημένοι του Thurston, οι PopGroup αντιπαρατίθενται με τους Wire, υπό το αναπόδραστο δέος της ψυχεδελικής Καλιφόρνια των 60’ς, δε μπορεί να βγει κάτι μέτριο.
Το μυστικό της επιτυχίας του άλμπουμ είναι η αίσθηση που δημιουργεί ότι οι πέντε μεγάλης διάρκειας συνθέσεις του έχουν έναν ελεγχόμενο αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα, ενώ στην πραγματικότητα είναι σχεδιασμένες μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Ίσως αυτό να οφείλεται στο υφέρπον free-jazz υπόβαθρο, το οποίο εκκινεί πάντοτε από ήπιους τόνους και φλερτάρει με τα όρια της σκληρής μουσικής με υπέροχα κιθαριστικά jams. Το εξαιρετικό εισαγωγικό Exalted είναι μακράν το τραγούδι που απαιτεί τις περισσότερες ακροάσεις, δεδομένου ότι σου αποκαλύπτεται σταδιακά. Αρχικά θυμίζει τους Mogwai, ενώ στη συνέχεια προδίδει τις ευρύτερες industrial επιρροές του, την επιβλητικότητα του Glenn Branca και των Swans, αλλά και την drone ατμόσφαιρα που χαρακτηρίζει τους SunnO))). Το Cusp είναι επίσης πολύ καλό, ιδίως από τη μέση και μετά, όταν όλη η μπάντα βγαίνει μπροστά, με αρχοντική κιθάρα που φλερτάρει με τα 70’ς, παλιομοδίτικα υπέροχο μπάσο και επιβλητικά τύμπανα. Το Turn On, που ανεβάζει ακόμα το επίπεδο, σε κερδίζει από τις πρώτες του νότες, χωρίς να αφήνει περιθώρια χαλάρωσης, παρά το ότι ξεπερνά τα δέκα λεπτά. Ύστερα έρχεται το αγαπημένο μου Smoke of Dreams, όπου η κιθάρα παραπέμπει στα 70’ς, τη στιγμή που η rhythm section ανήκει αναμφισβήτητα στα 90’ς. Ο Moore παίζει όπως ο Latimer και ο κόσμος γίνεται καλύτερος. Ο επίλογος ανήκει στο Aphrodite, που θυμίζει ξέρετε-εσείς-ποιους, με το μπάσο να βρυχάται πίσω από τα ψυχεδελικά wah-wah της κιθάρας, θυμίζοντας σε όλους τι σημαίνει να κατάγεσαι από τη γενέτειρα του no-wave.
8/10