Το single αυτό αποτελεί μία κάπως ιδιαίτερη περίπτωση στην δισκογραφία του εξαιρετικού, χωρίς καμία υπερβολή, αθηναϊκού σχήματος. Κυκλοφορεί ακριβώς στο σημείο που δουλεύουν ήδη το υλικό για τον επόμενο μεγάλο δίσκο, που κατά τα φαινόμενα θα σημάνει την επιστροφή στα πιο rock μονοπάτια του πολύ καλού LP Going Down, λειτουργεί όμως κάπως σαν επίλογος της πιο πρόσφατης στροφής τους σε πιο country μονοπάτια. Συγχρόνως είναι μία αφορμή να συστήσουν στο κοινό τους την νέα τους τραγουδίστρια Ειρήνη Δημοπούλου. Για όσους την γνωρίζουν, το ότι αποτελεί πλέον μόνιμο μέλος των Dustbowl αποτελεί ένα πολύ καλό νέο: δεν κυκλοφορούν στην εγχώρια σκηνή τραγουδίστριες με αντίστοιχα καλή φωνή, πρωτίστως όμως με το νεύρο, τη δύναμη και το χαρακτήρα που έχει στην ερμηνεία της.
Όμως, για να βάλουμε τα πράγματα στην θέση τους, παρά το ότι το Black River’s Chest κυκλοφορεί σε μία μεταβατική φάση για το συγκρότημα, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μία ηχογράφηση που κυκλοφορεί από κάποια υποχρέωση, ας πούμε. Κάθε άλλο μάλιστα, Και τα δύο κομμάτια του είναι απλώς άψογα: το ομώνυμο κομμάτι, όπως φαίνεται και από τον εντός παρενθέσεως υπότιτλο, είναι το Burden, το κομμάτι που ανοίγει το Going Down, άρα μιλάμε για μία επανεκτέλεση. Κάτι όμως η νέα προσέγγιση στα φωνητικά, κάτι το πρωτότυπο χαλί που υφαίνει η ηλεκτρική και η pedal steel κιθάρα, ένα ιδιότυπο βουητό που πραγματικά δίνει άλλο εντελώς χαρακτήρα στο κομμάτι, μας επιτρέπουν να μιλήσουμε για ένα τελείως διαφορετικό τραγούδι από αυτό που πρωτοακούσαμε λίγα χρόνια πριν. Και ενώ η πρώτη του εκτέλεση είναι όντως καλή, αυτή εδώ είναι πραγματικά καταπληκτική, καθώς το τελικό αποτέλεσμα ηχεί απείρως μελωδικότερο, όσο και υποβλητικό. Στην ουσία μιλάμε για alt country πρώτης διαλογής, που για πολλοστή φορά κάνει τον ακροατή να αναρωτηθεί μήπως, τελικά, κάποιος τον δουλεύει, γιατί αυτό το συγκρότημα δεν μπορεί να μην είναι αμερικάνικο.
Το Flamin’ Rose, πάλι, είναι ένα επίσης όμορφο, μελωδικό country κομμάτι. Και εδώ τα φωνητικά είναι θαυμάσια και τονίζουν πολύ σωστά την μελωδία, όμως «όλα τα λεφτά» είναι αυτό το χαβανέζικο χρώμα που δίνει η κιθάρα. Σίγουρα δεν είναι ανώτερο του Burden, από την άλλη όμως μόνο τυπικό b-side (παραγέμισμα θα το έλεγε κανείς λαϊκά) δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί.
Και ενώ η ακρόαση μου άφησε σε κάποιο βαθμό το συναίσθημα του ανεκπλήρωτου (μόνο δύο τραγούδια!), συνέλαβα τον εαυτό μου να τρίβει τα χέρια του με ικανοποίηση, καθώς σκεφτόμουν πώς μπορεί να είναι το επόμενο δισκογραφικό επεισόδιο...
8/10