Κυριακή, 15 Ιουλίου 2018 14:27

Αφιέρωμα: Μισός αιώνας ατσάλι και σίδερο (Μέρος Α', 1969-1982)

Written by 

Κακά τα ψέματα, το Rockwave Festival από τις αρχές του κιόλας, ακόμη και όταν λεγόταν βραχύβια Rock Of Gods με έδρα τη Δραπετσώνα, έδινε βάση στον Έλληνα metal fan, αφιερώνοντάς πολλές φορές ολόκληρες ημέρες στην αγαπημένη του μουσική. Και μάλιστα όχι με όποια και όποια ονόματα. Από την σκηνή του Rockwave πέρασαν τιτάνες όπως οι Black Sabbath (με Ozzy και με Dio), ο ίδιος ο Dio, οι Iron Maiden, οι Metallica, οι Judas Priest (με και χωρίς Rob Halford), μεγάλα διεθνή ονόματα όπως οι Megadeth, οι Slipknot, οι Mastodon, οι Saxon, οι Accept (με Udo Dirkschneider και, φέτος, χωρίς), οι Manowar και πολλά άλλα αντίστοιχης αναγνωρισιμότητας που η απαρίθμησή τους και μόνο ζαλίζει.

Όμως αμιγώς metal μέρα, πόσο μάλλον δύο συνεχόμενες, έχουμε να δούμε από το 2013, καθώς το 2014 υπήρχε μεν μία σκηνή αφιερωμένη στον σκληρό ήχο, όμως η μεγάλη σκηνή είχε ως κορυφαίο όνομα την ανερχόμενη και ήδη από τότε superstar Lana Del Rey. Οπότε πρέπει να το γιορτάσουμε με έναν ιδιαίτερο τρόπο: θα συγκρίνουμε την πορεία των φετινών headliners ανά κάθε χρονιά, χωρίς βέβαια να επιδιώκουμε την πληρότητα  και ελπίζοντας τουλάχιστον στην ακρίβεια - και ναι, θα βουτήξουμε βαθιά στον χρόνο και θα ξεκινήσουμε από το...

1969

Λογικά οι περισσότεροι αναγνώστες του ταπεινού μας webzine θα ήταν αγέννητοι εκείνη τη χρονιά. Εδώ ολόκληρος Steve Harris θα έκλεινε μόλις το 13 έτος της ηλικίας του! Όσο όμως ο μικρός Steve κλωτσούσε τη στρογγυλή θεά στο εργατικό Leytonstone, γενέτειρα του Alfred Hitchcock, με σκοπό να γίνει το επόμενο μεγάλο όνομα της αγαπημένης του ομάδας - της West Ham φυσικά! - κάπου στο Birmingham γεννιόταν μία μπάντα που έμελλε, με εντελώς διαφορετικά μέλη, να καθορίσει τη ροή του heavy metal. Με μπροστάρη τον τραγουδιστή Al Atkins, οι Judas Priest πήραν το όνομά τους από το κομμάτι The Ballad Of Frankie Lee And Judas Priest του Bob Dylan, κυρίως ως αντίπαλο δέος στο μυστηριακό όνομα των συντοπιτών τους, Black Sabbath (πρώτη μεταλλομάνα το Birmingham!), οι οποίοι μόλις είχαν αλλάξει το όνομά τους από το παλιότερο Earth. Το αρχικό line up δεν άντεξε πολύ και οι Judas Priest διαλύθηκαν… μην ξαφνιάζεστε, όντως έτσι έγινε! Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας….

1970

Ο Steve Harris γινόταν 14 χρονών και είχε ήδη αρχίσει να μπαίνει στο κλίμα της μουσικής της Βρετανίας, με έμφαση στο κυρίαρχο τότε progressive rock: Wishbone Ash, Jethro Tull, Yes αλλά και τους UFO… Οι βλέψεις του ως μπαλαδόρος είχαν τελειώσει ήδη. Πίσω στο Birmingham, ο KK Downing και ο Ian Hill πoυ ήδη έπαιζαν σε μπάντα, προσαρτήθηκαν στην μπάντα του Al Atkins, ταιριάζοντας στο όραμά του για μία πιο σκληρή rock μουσική κατεύθυνση. Ο Atkins αποφάσισε, μετά από επιθυμία του KK - τότε απλώς Kenneth Downing -  και μετά από την άδεια των παλιών του συμπαικτών, να χρησιμοποιήσει ξανά το ήδη γνωστό στα πέριξ όνομα της παλιάς του μπάντας και τα υπόλοιπα είναι ιστορία - όχι ακόμη πάντως.

1971

Μαγεμένος από τη μουσική που ανθούσε στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο 15χρονος Steve Harris ήθελα μανιωδώς να παίξει drums και να μοιάσει στους ήρωές του. Πού να χωρέσει όμως ολόκληρο drum kit στο μικρό σπίτι της οικογένειάς του (δεν επρόκειτο δα και για την πλουσιότερη οικογένεια της Βρετανίας…); Έτσι αποφασίζει πως θα συνεχίσει να κρατάει το ρυθμό αγοράζοντας το πρώτο του μπάσο έναντι 40 λιρών της εποχής. Από την άλλη, οι Judas Priest αλλάζουν συνεχώς μέλη μέχρι να βρουν κάποιους που θα τους ενδιαφέρει να δουν την μπάντα πιο σοβαρά από μία περιστασιακή ενασχόληση για τα σαββατοκύριακα. Εντωμεταξύ, οργώνουν τους συναυλιακούς χώρους της κεντρικής Αγγλίας.

1972

Η φήμη των Judas Priest εξαπλώθηκε τόσο, ώστε να παίζουν πλέον και εκτός της ευρύτερης γενέτειράς τους, φτάνοντας μέχρι και τη Σκωτία και παίζοντας support σε μεγαλύτερα ονόματα της εποχής όπως οι Status Quo και οι Thin Lizzy. Υπέγραψαν το πρώτο τους συμβόλαιο σε πρακτορείο management που άνηκε μερικώς στον… Tony Iommi (I.M.A.) και με τη βοήθειά του δεν πρέπει να άφησαν σκηνή της Αγγλίας απάτητη εκείνη την εποχή, παίζοντας κυρίως διασκευές αλλά και κάποια δικά τους κομμάτια, μερικά εκ των οποίων περιλήφθηκαν στο ντεμπούτο τους, Rocka Rolla. Λίγα χιλιόμετρα πιο απόκεντρα του Λονδίνου, όπου είχαν πλέον τη συναυλιακή τους βάση οι Priest, ο Steve Harris μπήκε στην πρώτη του μπάντα, τους Influence.

1973

Οι Influence του Steve Harris (και του drummer Paul Sears, μετέπειτα μάνατζερ των Maiden) προβάρουν ακόμη το υλικό τους και δεν έχουν μπει σε διαδικασία ζωντανών εμφανίσεων, πόσο μάλλον ηχογραφήσεων (ήταν οι εποχές εκείνες, βλέπετε, που δεν νοούταν μπάντα να ηχογραφήσει χωρίς να την έχει δει κάποιος επάνω σε σκηνή…). Οι Judas Priest, από την άλλη, είναι αντιμέτωποι με κοσμογονικές αλλαγές, καθώς τον Μάιο ο Al Atkins αποχωρεί από την μπάντα παίρνοντας μαζί του τον (μαύρο, παρακαλώ - όχι ιδιαίτερα συνηθισμένο φαινόμενο για τον σκληρό rock ήχο που θεωρούνταν τότε αμιγώς “λευκός”) drummer Chris Campbell, αλλά παραδόξως όχι και το όνομα που είχε κάθε δικαίωμα να αφαιρέσει. Οι Downing & Hill αναζήτησαν νέα μέλη, βρίσκοντας τραγουδιστή σε ένα μεγάλο ταλέντο που τύγχανε αδερφός της τότε κοπέλας του Ian Hill, Sue. Ο Bob (ναι…) Halford έμελλε ως Robert και κυρίως ως Rob να αποτελέσει πρότυπο για τους metal τραγουδιστές ανά την υφήλιο.

1974

Το όνομα των Judas Priest ενδυναμώνει συναυλία τη συναυλία και στις 16 Απριλίου υπογράφουν στην Gull Records, αφού έχουν κάνει ήδη την πρώτη τους Ευρωπαϊκή τουρνέ σε Γερμανία, Ολλανδία, Νορβηγία και Δανία. Στις ταξεις τους προσχωρεί ακολούθως ο Glenn Tipton ως δεύτερος κιθαρίστας, κίνηση εντελώς πρωτοποριακή για σκληρή μπάντα της εποχής. Η συνύπαρξή του με τον KK Downing καρποφόρησε άμεσα και έχει μείνει παροιμοιώδης στην ιστορία του heavy metal ως πρότυπο. Μαζί κυκλοφορούν το Rocka Rolla, έναν δίσκο τον οποίο έχουν σχεδόν αποκηρύξει έκτοτε κυρίως εξαιτίας της κακής ηχητικής του (“σαν να ηχογραφήθηκε σε κάδο απορριμμάτων” είχε πει κάποτε ο Halford). Στο στρατόπεδο του Steve Harris, πάλι, οι Influence αλλάζουν το όνομά τους σε Gypsy’s Kiss αλλά διαλύονται γρήγορα μέσα στη χρονιά. Ο Harris δεν αφήνει καιρό να περάσει και μπαίνει στους Smiler, όπου μάλιστα έγραψε τα πρώτα του τραγούδια. Τα σπάργανα των Iron Maiden άρχιζαν μόλις να υφαίνονται.

1975

Το γεγονός της χρονιάς είναι, φυσικά, η επίσημη σύλληψη της ιδέα και δημιουργία των Iron Maiden από τον Steve Harris, ακριβώς την ημέρα των Χριστουγέννων. Είδε και αποείδε ο άνθρωπος με τους Smiler, όπου αγνοούσαν τα κομμάτια του γιατί ήταν “πολύ περίπλοκα” και έφτιαξε τη δική του μπάντα, με όνομα εμπνευσμένο από την ταινία The Man In The Iron Mask, κινηματογραφική απόδοση προφανώς του ομώνυμου μυθιστορήματος του Αλέξανδρου Δουμά (δεν ήταν Έλληνας ο άνθρωπος, αλλά η συνήθεια βλέπετε…). Οι Priest, στο μεταξύ, περιοδεύουν στην Ευρώπη, βγάζουν μάτια στο μεγάλο φεστιβάλ του Reading και ετοιμάζουν το έποc Sad Wings Of Destiny.

1976

Το Sad Wings Of Destiny κυκλοφορεί μέσα σε άσχημες οικονομικές κυρίως συνθήκες για την μπάντα. Οι επόμενες γενιές - και όχι μόνο οι “πρωτοδισκάκηδες” ανάμεσά μας - το δέχονται ως ένα από τα κορυφαία άλμπουμ των Judas Priest, όμως τότε δεν είχαν την ανάλογη υποστήριξη από τη δισκογραφική τους εταιρία. Ευτυχώς η προσπάθειά τους αναγνωρίστηκε από την CBS/Columbia, η οποία τους πρόσφερε διεθνές συμβόλαιο. Από το απίθανο καλλιτεχνικό εξώφυλλο ως τα κομμάτια, ένα προς ένα, που περιέχονται στο δίσκο, το Sad Wings Of Destiny αποτελεί αξεπέραστο μνημείο του heavy metal, που αναδεικνύεται από τον ιδιαίτερο ήχο του. Κομμάτια όπως Victim Of Changes, Tyrant, The Ripper, Dreamer Deceiver ανήκουν στο πάνθεον των συνθέσεων των Priest και του ήχου γενικότερα. Ο Steve Harris δεν είναι σε θέση να “κοντράρει” ακόμη, καθώς αλλάζει μέλη μέχρι να εντοπίσει τα κατάλληλα που θα εξυπηρετήσουν το όραμά του, ενώ μέχρι και διαλύει προσωρινά την μπάντα όταν οι κιθαρίστες του δυσαρεστούνται στην έλευση του Dave Murray ως τρίτου (!) κιθαρίστα. Οι Iron Maiden καταφέρνουν πάντως να πραγματοποιήσουν την πρώτη τους συναυλία την Πρωτομαγιά, στο St. Nicks Hall του Poplar στο Ανατολικό Λονδίνο.

1977

Η σύνθεση των Iron Maiden παραμένει εξαιρετικά ασταθής, με πολλά ονόματα να έρχονται και να φεύγουν αλλά κανείς να μη μένει στη μονιμότητα, ούτε καν ο Dave Murray! Για τους Priest, πάλι, τα σημάδια δείχνουν ήδη πως θα πρωταγωνιστήσουν, καθώς ηχογραφούν το Sin After Sin σε παραγωγή του Roger Glover (τι “ποιος είναι ο Roger Glover;”;). Η κάπως παλαιοροκάδικη, πιο “στρογγυλή” ηχητική που προσδίδει ο Glover στο δίσκο δεν αφαιρεί από τη μεταλλική αιχμή της μπάντας, κάτι που φαίνεται σε κομμάτια όπως Sinner, Starbreaker, Dissident Aggressor και βέβαια στην τρομερή διασκευή του Diamonds And Rust της Joan Baez, που εγκαινιάζει μία mini παράδοση για τους Priest. Για την υποστήριξη του δίσκου, οι Priest περιοδεύουν κατά βάση στην Αμερική, αφού στην Αγγλία πλέον το punk αρχίζει να παίρνει τα πρωτεία ως νέα τάση στις προτιμήσεις των fans. Από εδώ και πέρα, πάντως, ξεκινάει ένα σερί χρυσών τουλάχιστον δίσκων που θα διαρκέσει για 11 άλμπουμ, κάτι που αποδεικνύει το έρεισμα που έχουν πλέον οι Judas Priest στο κοινό.

1978

Βρισκόμαστε στην εποχή που ανήκει ολοκληρωτικά στους Priest, οι οποίοι να φανταστείτε πως ακόμη δεν έχουν πλησιάσει ακόμη το απόγειο της δόξας τους. Μέσα στο 1978 κυκλοφορούν δύο (!) δίσκους - το θαυμαστικό δεν ισχύει βέβαια για τα δεδομένα της εποχής - τα Stained Class και Killing Machine, το ένα καλύτερο από το άλλο, με σαφώς ανώτερο ήχο από τις προηγούμενες δουλειές τους (ειδικά το Killing Machine συγκλονίζει!) και συνθέσεις-διαμάντια, όπως, ενδεικτικά, τα Beyond The Realms Of Death, Exciter, Hell Bent For Leather, Running Wild και Before The Dawn. Πλέον θριαμβεύουν και στην Ιαπωνία, ενώ εδραιώνεται η θέση τους στις ΗΠΑ μετά τις συναυλίες με τους Foghat. Λίγο πιο κοντά στο Λονδίνο, ο Steve Harris ανακαλύπτει έναν αλητάμπουρα από το Essex και του δίνει (μετά από ακρόαση, εννοείται - δεν αφήνει τίποτα στην τύχη) τη θέση των φωνητικών στους Iron Maiden. Ο περί ου ο λόγος Paul Andrews θα έχει την τιμή να ηχογραφήσει ως Paul Di Anno τα φωνητικά των σημαδιακών πρώτων δίσκων των Maiden. Πριν από αυτό, όμως, ηχογραφεί μαζί τους ένα demo την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, με σκοπό να προσελκυστεί το ενδιαφέρον των εταιριών...

1979

… το οποίο demo έπεσε στα χέρια των πλέον κατάλληλων ανθρώπων. Πρώτος ήρθε ο Neal Kay, προσωπικότητα που έπαιξε κομβικό ρόλο στη διάδοση του New Wave Of British Heavy Metal εκείνη την εποχή, ο οποίος έπαιζε συνεχώς κομμάτια από το demo στο club που έπαιζε ως DJ. Κατόπιν το demo περιήλθε στην κατοχή του Rod Smallwood, ο οποίος έμελλε να μανατζάρει τους Maiden από εκείνο το σημείο και μετά. Το demo αυτό κυκλοφόρησε κανονικά σε 12ιντσο ως Soundhouse Tapes και μοσχοπούλησε, εξαντλώντας όλα τα αντίτυπα από την κυκλοφορία (και δίνοντας φυσικά έξτρα συλλεκτική αξία στην αυθεντική έκδοση). Μέσα σε αυτήν την χρονιά ολοκληρώνεται και η πρώτη σύνθεση των Iron Maiden που θα ηχογραφήσει ολοκληρωμένο άλμπουμ, με τους Clive Burr (drums) και Dennis Stratton (2η κιθάρα - την πρώτη την έχει καπαρωμένη ο Murray εις τους αιώνας των αιώνων) να εισέρχονται στους κόλπους της μπάντας. Τα σπουδαία έρχονται! Στο στρατόπεδο των Priest, ο τίτλος Killing Machine θεωρείται πολύ “σκληρός” για το αμερικανικό κοινό (aww) και κυκλοφορεί στις ΗΠΑ ως Hell Bent For Leather με καθυστέρηση σε σχέση με τη βρετανική έκδοση. Ως έξτρα “τυράκι”, οι τυχεροί Αμερικανοί έχουν την χαρά να απολαύσουν ως έξτρα κομμάτι την διασκευή στο Green Manalishi (With The Two-Pronged Crown) των Peter Green’s Fleetwood Mac. Η ιαπωνική περιοδεία της προηγούμενης χρονιάς επιφέρει το πρώτο live album της μπάντας (Unleashed In The East), το οποίο είχε τόσο άψογο ήχο που θεωρούταν για πολλά χρόνια ως studio live από τους οπαδούς. Ο τρομερός ήχος του άλμπουμ πάντως οφείλεται στον Tom Allom, ο οποίος ανέλαβε για πρώτη φορά χρέη παραγωγού στους Judas Priest και θα μας απασχολήσει θετικά για πολλά χρόνια ακόμη από την ίδια θέση. Ο Halford αργότερα δήλωνε πως τα φωνητικά του ήταν τα μοναδικά ηχογραφημένα στο στούντιο, μιας και είχαν καταστραφεί οι σχετικές ηχογραφήσεις. Στα drums έρχεται ο Dave Holland που θα παραμείνει στην μπάντα για το διάστημα της τεράστιας διασημότητας.

1980

Από εδώ και μπρος και οι δύο μπάντες δισκογραφούν και ακολουθούν σχεδόν παράλληλη πορεία. Οι Iron Maiden κυκλοφορούν το ομώνυμο πρώτο τους άλμπουμ με το εμβληματικό εξώφυλλο, αλλά οι Judas Priest βγάζουν το πιο εμπορικό ως τότε άλμπουμ τους με ακόμη πιο εμβληματικό, θα λέγαμε, εξώφυλλο - ίσως το πιο χαρακτηριστικό εξώφυλλο των μεταλλικών ‘80s, τόσο απλό αλλά και τόσο δυνατό που κραυγάζει “METAL” με την πρώτη ματιά. Αλλά και μουσικά, το εν λόγω British Steel περιέχει το απαύγασμα της εμπορικής, ας πούμε, προσέγγισης που ακολουθούσαν πλέον οι Βρετανοί, με στόχο την αμερικανική κυρίως αγορά. Το Breaking The Law είναι για τους Priest ό,τι το Smoke On The Water για τους Deep Purple: ο αξεπέραστος ύμνος με το πλέον αξιομνημόνευτο riff και ένα από τα πρώτα κομμάτια που προσπαθούν να “βγάλουν” οι επίδοξοι μεταλλάδες κιθαρωδοί. Grinder, Metal Gods, Rapid Fire, Living After Midnight (η αμερικανική στόχευση που λέγαμε), The Rage και τα υπόλοιπα βεβαίως, κομμάτια απλά στη σύλληψη αλλά με έξυπνη δομή και ευμνημόνευτα ρεφρέν.

Ωραίος όμως εμφανίζεται και ο “νέος”, οι Iron Maiden δηλαδή, με ένα δίσκο που αρκετοί πιουρίστες οπαδοί ακόμη θεωρούν πως πρόκειται για το magnum opus της μπάντας. Πρωτόλεια metal ενέργεια στην τάση του New Wave Of British Heavy Metal με αρκετή punk ενέργεια (για να μην ξεχνιόμαστε, και τα δύο ρεύματα βρίσκονταν σε περίοδο ακμής στη Βρετανία της εποχής) διέτρεχε ένα προς ένα τα κομμάτια του Iron Maiden. Και φυσικά είχαμε την πρώτη εμφάνιση σε long-play του Eddie The Head, ο οποίος θα βρισκόταν από εδώ και πέρα σε κάθε κυκλοφορία των Maiden με διάφορες μορφές και διαφορετικές ταυτότητες. Κομμάτια όπως Running Free, Prowler, Phantom Of The Opera, Remember Tomorrow και βασικά όλα τα υπόλοιπα, απλώς δεν χρειάζονται ιδιαίτερη εισαγωγή. Ο δίσκος σημείωσε τεράστια επιτυχία φτάνοντας μέχρι το Νο4 του Βρετανικού album chart - όχι άσχημα για πρωτοεμφανιζόμενη μπάντα! Αν σας αρέσουν οι συγκρίσεις, το British Steel έφτασε μέχρι το Νο3… Η περιοδεία σε Βρετανία και Ευρώπη, είτε ως headline act είτε ως support στους Kiss, έδειξαν στην μπάντα ότι το κοινό τους λάτρευε όπου και να πήγαιναν. Στο μεταξύ, ο Dennis Stratton απήλθε και έδωσε τη θέση του στον Adrian Smith, φιλαράκι του Dave Murray, ο οποίος μετέπειτα θα αλλάξει τον χαρακτήρα της μπάντας με το μελωδικό του ύφος.

1981

Άλλη μία χρονιά που τα δύο συγκροτήματα εμφανίζουν νέους δίσκους στο κοινό τους. Οι μεν Maiden με κεκτημένη ταχύτητα βγάζουν το ακόμη πιο τραχύ Killers, το οποίο περιέχει μερικές από τις καλύτερες ερμηνείες του Paul Di Anno, αλλά και συνθέσεις που ξέφευγαν σαφώς από το NWOBHM και έφεραν το γκρουπ μπροστά από τους υπόλοιπους του ύφους εκείνη την εποχή. Τι θα μπορούσε π.χ. να χαρακτηριστεί εκείνη την εποχή το Prodigal Son - ένα μόλις από τα δύο νέα κομμάτια που έγραψαν για αυτόν τον δίσκο (μαζί με το Murders In The Rue Morgue); Η παραγωγή ανήκει πλέον στον βετεράνο Martin Birch και όλοι γνωρίζουμε πού έφτασαν οι Iron Maiden με την καθοδήγησή του. Τον Σεπτέμβριο, όμως, ο Paul Di Anno αποχωρεί - ή μάλλον, τον “αποχωρούν” καθώς πολλές φορές δεν μπορεί ή δεν επιθυμεί να ανταπεξέλθει στις συναυλιακές του υποχρεώσεις. Το γράψαμε πριν και θα το ξαναγράψουμε σίγουρα: ο Steve Harris έβλεπε από την αρχή πολύ σοβαρά την υπόθεση Iron Maiden και ήθελε όλα τα γρανάζια της μηχανής του να κινούνται με αγαστή συνεργασία. Λίγες μέρες μετά, περνάει από ακρόαση ο ικανότατος Bruce Dickinson και εντυπωσιάζει τόσο που προσλαμβάνεται άμεσα. Και κάπου εδώ αλλάζει (ξανά!) η ιστορία του μεταλλικού ήχου...

Οι δε Priest κυκλοφορούν το Point Of Entry αλλά το κοινό τους, και τότε και τώρα, πιστεύει πως βρίσκεται ένα βήμα πίσω από το British Steel καθώς συνθετικά ακολουθεί πιστά τα χνάρια του, χωρίς όμως να περιέχει τα ανάλογα τραγούδια. Ξεχωρίζει φυσικά το αδιάφορο εξώφυλλο, και στην Ευρωπαϊκή και στην Αμερικανική εκδοχή του... Παρόλα αυτά συνεχίζουν να κάνουν τεράστια επιτυχία και το άλμπουμ έγινε εύκολα χρυσό, με προμετωπίδες τα hits Heading Out To The Highway και Hot Rockin’.

Στις 3 Ιουνίου του 1981 οι Judas Priest και οι Iron Maiden συναντώνται στο Aladdin Casino στο Las Vegas και ποντάρουν στο 36 κόκκινο, αφού πρώτα έχουν παίξει ο ένας support του άλλου (βρείτε ποιος ήταν ο headliner και κερδίστε την αγάπη μας).

1982

Πολύ σημαντικά άλμπουμ για το heavy metal κυκλοφορούν μέσα στη χρονιά. Και γενικώς, και ειδικώς, που μας ενδιαφέρει άλλωστε. Δεν μπορεί, κάτι θα σας λένε οι τίτλοι The Number Of The Beast και Screaming For Vengeance… Και στις δύο περιπτώσεις ο κανόνας της επιτυχίας ακούει στο όνομα “αλλαγή συνταγής”. Το Number Of The Beast βρίσκει τους Iron Maiden με έναν αέρινο τραγουδιστή που θα μπορεί να καθοδηγήσει τα πλήθη στα γεμάτα στάδια που θα παίζουν από δω και μπρος, αλλά και με πιο mid tempo κομμάτια με εξαιρετικό ήχο που θεωρούνται εμβληματικά και παίζονται κατά κόρον στις συναυλίες και στα metal club ακόμη και σήμερα. Ο Eddie εμφανίζεται στο εξώφυλλο πιο ισχυρός από ποτέ, τόσο ισχυρός που κινεί τα νήματα του ίδιου του Θηρίου (όχι του ράππερ…). Και εδώ, επιτέλους, ο Steve Harris βάζει μπρος τις progressive rock επιρροές του και συνθέτει μεγαλοπρεπή έπη, όπως το Hallowed Be Thy Name και το Children Of The Damned, που θα αποτελέσουν πατρόν για αντίστοιχες μελλοντικές στιγμές. Ο δίσκος φτάνει στην απόλυτη κορυφή του Βρετανικού chart και πολύ ψηλά στις αντίστοιχες αμερικανικές λίστες, γεγονός που φέρνει στο στόχαστρο των συντηρητικών της εποχής τα “απειλητικά για τα χρηστά ήθη” θέματα που αναφέρονται σε στίχους και εξώφυλλο. Δίσκος-μνημείο για το heavy metal, απλά και ξεκάθαρα.

Και για τους Judas Priest η αλλαγή ηχητικής κατεύθυνσης ήταν μονόδρομος. Το Screaming For Vengeance ηχογραφείται στην Ibiza και κυκλοφορεί το καλοκαίρι του 1982. Εδώ είμαστε: για τον υπογράφοντα αυτό το άλμπουμ είναι ο ιδανικός χαρακτηριστικός ήχος των Judas Priest και αποτελεί υπόδειγμα μεταλλικού ήχου - με κιθαριστικές αιχμές που ξυρίζουν, rhythm section που θερίζει και μερικές από τις πιο ωριμότερες ερμηνείες του Halford. Τα The Hellion & Electric Eye πάνε εδώ και δεκατίες πακέτο ως live standards της μπάντας, ενώ τα Screaming For Vengeance, You’ve Got Another Thing Coming, Riding On The Wind, Devil’s Child και όλα τα υπόλοιπα, εδώ που τα λέμε, συνθέτουν έναν από τους διαχρονικά καλύτερους δίσκους των Judas Priest και το πλέον ευπώλητο άλμπουμ τους! Δύσκολα ξεχνάς, επίσης, το υπέροχο εξώφυλλο του Doug Johnson, ο οποίος παρότι ως τότε έκανε κυρίως εξώφυλλα για disco καλλιτέχνες, έπιασε άψογα το κλίμα του δίσκου.

Οι δύο μπάντες συναντώνται ξανά στις ΗΠΑ για κοινή περιοδεία μέσα στη χρονιά. Οι Judas Priest ήταν το φτασμένο όνομα, οι Iron Maiden οι αναπτυσσόμενοι νέοι.

Μιχάλης Κουρής

 

 

Για τον Μιχάλη Κουρή καλύτερα από οποιονδήποτε μιλάνε τα σημειώματα στο ψυγείο του: "Δεν πεινάω δεν πεινάω" "Να έρχεσαι κάθε πέντε λεπτά να με βλέπεις" "Μην πίνεις άλλο" "Δεν μπορείς να πας σε όλα τα live". Ακούει τα πάντα και δεν εννοεί "ακούω ραδιόφωνο" - στον ελεύθερό του χρόνο είναι αφουγκραστής των συμπαθών ζώων σε ζωολογικό κήπο του εξωτερικού που εύλογα επιθυμεί να παραμείνει μυστικός.

Website: www.soundgaze.gr
Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα