Στα ημερολόγια ίσα που είχαν προλάβει να σκιστούν όλες οι σελίδες των ‘80s. Όταν ακόμη χωρίζονταν οι δύο λέξεις του ονόματός τους, πριν την ευτυχώς προσωρινή παύση εργασιών και πολύ πριν γίνουν πραγματικά μεγάλοι ώστε να γεμίζουν μεγάλους χώρους και εκτός Ελλάδας, η εξέλιξη των Septicflesh από δίσκο σε δίσκο ήταν αλματώδης. Με καθε συλλογή τραγουδιών ερχόταν στο φως και μια νέα μουσική πρόταση, γεμάτη νέες ιδέες και πρωτότυπες υλοποιήσεις πάνω σε γνωστές φόρμες. Το “γνωστές” το συζητάμε, βεβαίως, καθώς στην Ελλάδα ο μεταλλικός ήχος (πόσο μάλλον οι τραχύτερες εκφάνσεις του) βρισκόταν ακόμη σε καθαρά underground περίοδο, με όλα τα συνεπαγόμενα αυτού. Γι’ αυτό μάλλον βρέθηκαν στη γαλλική Holy Records του Philippe Courtois από την αρχή της πορείας τους (όπου, για την ιστορία, πρώτοι είχαν υπογράψει οι Nightfall).
Το έδαφος είχε προετοιμαστεί μερικώς από το A Fallen Temple (1998) που προηγήθηκε, το οποίο αν και ενδιάμεσο άλμπουμ, με νέα κομμάτια, επανηχογραφήσεις και συμφωνικά πειράματα, πάλι έκανε μια ελαφρά μετακίνηση από τον ήχο τους, προσθέτοντας αλλά και εμμένοντας λιγότερο σε στοιχεία που ως τότε τους χαρακτήριζαν. Πέρα από το ότι περιείχε το μάλλον καλύτερο τραγούδι τους ως τότε (The Eldest Cosmonaut), κομμάτια όπως το Marble Smiling Face έδειχναν μία σαφή διάθεση φυγής από το doom/death metal που με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο υπηρετούσαν ως τότε. Το νέο αυτό ύφος (με τις απαραίτητες προσωπικές πινελιές των Septics φυσικά) έτεινε περισσότερο στο gothic rock/metal τύπου Paradise Lost, οι οποίοι, για όσους τυχόν δεν γνωρίζουν, τότε θεωρούνταν ηγέτες και ιδιαίτερα επιδραστικοί στο ύφος, ανακινώντας με κάθε τους κίνηση τις εξελίξεις στον μουσικό μικρόκοσμό μας. Ας μην πάμε μακριά χρονικά: την ίδια εποχή προέρχονταν από το ρηξικέλευθο για τον ήχο τους One Second και ετοίμαζαν την μεγάλη ανατροπή με το Host.
Από κει και έπειτα, τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο για τους ήρωες της ιστορίας μας. Στο Revolution DNA (1999) όμως ήρθαν σχεδόν όλα τούμπα - και, ως συνήθως στις μεγάλες αλλαγές, τα πάντα ξεκινούν από το εξώφυλλο του συνήθως υπόπτου Set<h> (δηλαδή του Σπύρου Αντωνίου). Τα death metal στοιχεία άρχισαν να λάμπουν λιγότερο, σε σημείο που το κύριο ευδιάκριτο χαρακτηριστικό που τα θύμιζε να είναι τα διάσπαρτα growls του Σπύρου Αντωνίου (που κι αυτά έχουν μία διαφορετική χροιά εδώ) και κάποια κιθαριστικά σημεία. Η κύρια αλλαγή στον ήχο επισφραγίζεται με την εκτεταμένη χρήση synthesizer και ηχητικών εφέ που θα ακούγονταν ταιριαστά σε industrial-ιζέ μπάντες. Μεγαλύτερος ρόλος δίνεται στα καθαρά φωνητικά του Σωτήρη Βαγενά, του οποίου η χροιά έρχεται συχνοτικά σε πλήρη αντίθεση με αυτά του Σπύρου Αντωνίου. Το ουσιαστικό παίξιμο του Άκη Καπράνου στα ντραμς (βάζουμε έναν μεγάλο τόνο εδώ, καθώς με την εξαίρεση του ενδιάμεσου όπως είπαμε A Fallen Temple, ήταν η πρώτη φορά πού οι Septic Flesh χρησιμοποιούσαν φυσικά ντραμς στον ήχο τους) οδηγεί το αποτέλεσμα και το καθιστά πιο ζωντανό.
Όσο για τα κομμάτια, ένα προς ένα αμφιταλαντεύονταν μεταξύ του γοτθικού ροκ και του death metal μεσαίων ταχυτήτων, με ήχο που μόνο death metal ή gothic rock δεν θύμιζε. Μελωδίες και ρεφρέν που θέλουν να προσεγγίσουν μεγαλύτερο εύρος ακροατών, ηχητική κατεύθυνση προσωπική, που πασχίζει να ξεφύγει από το underground, που ανοίγει το μυαλό και πάει μπροστά όλο το ύφος. Τα Science, Little Music Box, DNA, Nephilim Sons, Last Stop to Nowhere (ενδεικτικά) φωνάζουν πως είναι προϊόντα πηγαίας έμπνευσης και κολλάνε σαν φρέσκιες τσίχλες στο μυαλό. Το Chaostar βεβαίως αντηχεί το ομώνυμο side project του Χρήστου Αντωνίου. Το άλμπουμ ως το τέλος παραμένει μεστό και πιστό στον χαρακτήρα του μέχρι το τέλος, όμως οι Septics δεν επέμειναν περισσότερο στην μελλοντική εξέλιξη αυτών των χαρακτηριστικών.
Κάνοντας μία βόλτα στο σήμερα, η προσέγγιση του Revolution DNA, παρότι αντιμετωπίστηκε μάλλον ως ξεχωριστή σε σχέση με την υπόλοιπη δισκογραφία τους, κατά κάποιον τρόπο απελευθέρωσε τους Septic Flesh στην προσπάθειά τους να εντοπίσουν και να αποσαφηνίσουν τον χαρακτήρα τους. Το επόμενο άλμπουμ (Sumerian Demons) καθυστέρησε 4 χρόνια και, παρότι ακολούθησε η γνωστή προσωρινή διάλυση, ήταν αυτό που ανέδειξε τη βάση πάνω στην οποία θα έχτιζαν τις μελλοντικές τους προσπάθειες. Κάτι αντίστοιχο όμως δεν έκαναν π.χ. και οι Paradise Lost (μιας και τους μνημονεύσαμε παραπάνω και μας είναι βολικοί) με μια σειρά δίσκων σε διαφορετικούς φυσικά ρυθμούς, μέχρι να καταλήξουν πάλι σε μία εκσυγχρονισμένη εκδοχή των αρχών τους;
Οι Septicflesh θα βρίσκονται στις 21/10 στο Fuzz Live Music Club της Αθήνας και στις 22/10 στο Principal Club Theater της Θεσσαλονίκης για δύο μεγάλες συναυλίες. Αν συμβεί να παίξουν κάποιο κομμάτι από το αναφερθέν άλμπουμ... μάλλον θα έχουμε πιάσει το τζόκερ. Όμως το πακέτο Septicflesh/Hypocrisy/The Agonist/Horizon Ignited παραμένει πολύ θελκτικό για τους φίλους του σκληρού ήχου. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.