Σε μία από τις θερμότερες ημέρες του φετινού καλοκαιριού δεν ακούγεται ως καθόλου καλή ιδέα μία συναυλία σε α) κλειστό χώρο, β) κλειστό χώρο μικρών διαστάσεων, γ) κλειστό χώρο μικρών διαστάσεων στο κέντρο της Αθήνας, δ) με ώρα τέλεσης βράδυ Σαββάτου (ξεχνάμε τον προημιτελικό του τρέχοντος Μουντιάλ ποδοσφαίρου, διότι ένας σωστός συναυλιόφιλος δεν θέτει τα διλήμματά του με αυτούς τους όρους). Ειδικά όταν γνωρίζει πως τα μούσια και ο ιδρώτας θα αποτελούν τα κυρίαρχα στοιχεία στο venue, ο ήρωάς μας λογικά θα αρχίζει να σκέφτεται παραλίες, beach bars και χαλαρή μουσική υπό το φεγγαρόφως, με συνοδεία δροσερών κοκτέιλ και ακόμη δροσερότερων παρουσιών. Όμως εκείνο το βράδυ είχε παρουσιαστεί η μοναδική ευκαιρία να διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια, τα αυτιά και τις αισθήσεις, εάν η καλή live φήμη που προηγείτο, ως τότε, των Black Tusk από τη Savannah της Georgia, μπορεί να περάσει στο επίπεδο του επιβεβαιωμένου γεγονότος. Έτσι, ως φανατικός concert goer, βρέθηκε στο Death Disco και σας μεταφέρει την άποψή του.
Αν και δεν πρόλαβα ολόκληρο το set των Sadhus (The Smoking Community), που είχαν αναλάβει να ζεστάνουν την διάθεση του κοινού, ό,τι είδα ήταν ενδεικτικό της στάσης της μπάντας απέναντι στις συνθέσεις της, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στο πρόσφατο ομώνυμο EP τους: Όσο καταιγιστικές ακούγονται στην ηχογράφηση, τόσο κι άλλο τόσο αποδόθηκαν και στη μικρή σκηνή του Death Disco. Αυτό σίγουρα οφειλόταν κατά ένα μεγάλο ποσοστό στον πολύ δυνατό – αλλά όχι τόσο ποιοτικό – ήχο του venue, επιβεβαιώνοντας ότι η διοργανώτρια CTS δεν αστειευόταν, όταν λίγες ώρες πριν το live θέλησε να προλάβει τυχόν καταστροφές τυμπάνων αυτιών αναρτώντας στο facebook την προειδοποίηση/απειλή: «σοβαρά τώρα, φέρτε ωτασπίδες». To doom/sludge τους, βέβαια, δεν βρίθει πρωτοτυπίας, αλλά αυτό δεν ενδιαφέρει τους φίλους του ύφους. Οκ, τους ενδιαφέρει, μην λέμε ψέματα, αλλά περισσότερο μετράει η πειστικότητα με την οποία μεταδίδεται η «σαπίλα» που χαρακτηρίζει το είδος. Αν βλέπατε κι εσείς τον τραγουδιστή των Sadhus να σκίζει τις φωνητικές του χορδές σαν να ήθελε να κερδίσει κάποιο στοίχημα (μπορεί κάποιος να τον αποκάλεσε «φλώρο» πριν το live κι εκείνος να το πήρε κατάκαρδα – όλα παίζουν), θα σας έπειθε για τις «αγνές» προθέσεις του να τις καταστρέψει ολοσχερώς! Το θερμό χειροκρότημα και οι ιαχές ενθουσιασμού που εισέπραξαν στο τέλος του σετ τους ήταν φυσικό επακόλουθο της παθιασμένης εμφάνισής τους.
Ακολούθησε σύντομο soundcheck για το τρίο από τη Savannah, κι εμείς, θέλοντας να παρατηρήσουμε τα τεκταινόμενα από μια ευρύτερη σκοπιά, πιάσαμε θέση στον φιλόξενο εξώστη. Ο οποίος όμως ήταν σχεδόν άδειος - είτε δεν έγινε αντιληπτό ότι υπήρχε εξώστης στο Death Disco, είτε το κοινό προτίμησε την εγγύτητα της αρένας στην σκηνή, άρα και μία εντονότερη συναυλιακή εμπειρία. Όντως, η κάθοδός μας για κάποια κομμάτια στο κάτω διάζωμα κατέδειξε πως δεν υπάρχει πιο κατάλληλο σημείο για να παρακολουθήσεις τους Black Tusk από αυτό στο οποίο γίνεσαι αμεσότερος κοινωνός της ενέργειάς τους. Το όνομά τους τοποθετείται συχνά δίπλα σε αυτό των Baroness και των Kylesa, λόγω της κοινής εντοπιότητας και της στενής σύνδεσής τους με τον John Baizley των πρώτων, αλλά επί σκηνής είναι φανερό πως πρόκειται για εντελώς διαφορετική μπάντα. Για την ακρίβεια, οι άλλες δύο μπάντες έχουν περάσει πλέον σε άλλο επίπεδο – οι Black Tusk διατηρούν ακόμη άφθαρτη την rock’n’roll υφής ενέργεια των απαρχών τους και, όπως φαίνεται από την ενέργεια που δείχνουν στην σκηνή, δεν προτίθενται να την αφήσουν σύντομα να ηρεμήσει για χάρη μιας πιο τεχνικής και προοδευτικής προσέγγισης. Έκαστος στο είδος του, άλλωστε.
Καταρχάς, ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε τραγουδιού, βρέθηκαν και οι τρεις να κάνουν lead φωνές. Και μιλώντας για φωνές, εννοούμε κατά βάση γκαρίσματα, πωρωτικά και απόλυτα ταιριαστά με το ζωηρό ύφος της μουσικής τους. Κατά δεύτερον, δεν σταματούσαν να κινούνται και να χτυπιούνται επάνω στην σκηνή, να σηκώνουν ψηλά τα (μουσικά, να εξηγούμαστε) όργανά τους και να διασκεδάζουν κάθε δευτερόλεπτο της εμφάνισής τους. Ήθελαν η τελευταία συναυλία της περιοδείας τους να είναι αξιομνημόνευτη και να περάσουν όσο καλύτερα γίνεται, και προέτρεπαν συχνά το κοινό να βρεθεί ψυχή και σώμα μαζί τους σε αυτό το sludge metal party. Τζάμπα όμως χαράμιζε το σάλιο του ο συμπαθής γενειοφόρος Jonathan Athon, διότι το κοινό είχε ήδη κάνει τη σωστή επιλογή: όλοι συμμετείχαν μαζικά στην γιορτή, ταρακουνημένοι από το δυνατό και γρήγορο set που είχαν επιλέξει οι Black Tusk για μας. Η σχεδόν punk/hardcore ενέργεια που προσέδωσαν στα κομμάτια τους, έδωσε την ευκαιρία για μαζικό headbanging, ξεκινώντας από το Red Eyes, Black Skies και καταλήγοντας, μέσα σε γενική αποθέωση, στο The Crash. Ακόμα και τα, αναλογικά αρκετά σε αριθμό, καινούρια κομμάτια που έπαιξαν, δεν ξέφυγαν από τον γενικό κανόνα και δεν κούρασαν, αποτελώντας πρώτης τάξεως αφορμή για χτύπημα.
Το volume βρισκόταν στα κόκκινα επί μία ώρα – τόσο διήρκεσε σε καθαρό χρόνο το live, δυστυχώς για όσους κρατούν χρονόμετρο για να εγκρίνουν την ποιότητα μιας συναυλίας, ευτυχώς για όσους ήθελαν, μάταια, να προστατεύσουν τον αυχένα τους από περαιτέρω καταπόνηση. Το κοινό ήθελε ακόμη περισσότερο, αλλά είχε ήδη επιβραβευτεί με ένα encore δύο κομματιών και υπήρχαν ελάχιστες πιθανότητες για τους Black Tusk να επιστρέψουν για άλλη μία φορά στην σκηνή με την ίδια σωματική ένταση. Και κάπως έτσι, το live των Black Tusk πέρασε στην σύγχρονη συναυλιακή ιστορία ως ένα live που δημιούργησε προσδοκία στους παρευρισκόμενους ένας ούριος άνεμος να τους ξαναφέρει στα μέρη μας στην επόμενη ευρωπαϊκή τους περιοδεία. Η δυναμική για μια νέα συναυλία των Black Tusk στην Ελλάδα προκύπτει όχι τόσο από το πλήθος των οπαδών που παρακολούθησαν το live, όσο από την εξαιρετικά ενεργητική εμφάνιση των Αμερικανών που μπορεί, με την κατάλληλη προβολή της συγκεκριμένης εκδήλωσης, είτε από τον ειδικό τύπο, καλή ώρα, είτε από στόμα σε στόμα από τους παριστάμενους, να προσελκύσει περισσότερο κόσμο την επόμενη φορά. Φτάνει να μην συμπέσει πάλι με κάποιο αθλητικό γεγονός …
Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής