Παρασκευή, 19 Ιανουαρίου 2018 17:20

Live Review: Arcturus/Diablery/Borderline Syndrome @ Temple, 12/1/2018

Written by 

Δεν θα λέγαμε πως οι Arcturus είναι το συνεπέστερο συγκρότημα από πλευράς κυκλοφοριών - και εννοείται πως αναφερόμαστε στην συχνότητα που διαθέτουν το υλικό τους στο κοινό και όχι στην ποιότητα των δουλειών τους. Όμως, από τότε προφανώς που αποφάσισαν πως χωρίς ζωντανές εμφανίσεις δεν νοείται η ύπαρξη ενός συγκροτήματος με πάνω από ένα δίσκο, έχουν καθιερώσει την εν Ελλάδι εμφάνισή τους σε πρώτη δοθείσα ευκαιρία. Δεν είστε φυσικά υποχρεωμένοι να γνωρίζετε πως οι εγχώριοι metalheads στήριξαν τους Arcturus σχεδόν από την αρχή, και εν μέρει συνέβαλαν κι εκείνοι στην επιτυχία της μπάντας, οπότε η τακτική παρουσία τους εδώ ξεπληρώνει το (όποιο) χρέος. Το Temple απεδείχθη δυστυχώς μικρό για να χωρέσει το Αθηναϊκό κοινό (αλλά και το drum set του Hellhammer το οποίο ασφυκτιούσε στα μετόπισθεν), καθώς το sold out ήρθε αναμενόμενα λίγες μέρες πριν ακουστούν οι πρώτες νότες στο χώρο του.

Πριν από όλα όμως, έπρεπε να προηγηθούν δύο ελληνικά σχήματα για ακόμη μεγαλύτερη μουσική απόλαυση. Αρχικά βγήκαν στη μικρή σκηνή του Temple οι Borderline Syndrome από τη όχι-και-τόσο-μεταλλομάνα Νέα Αρτάκη. “Ανίερη” θα χαρακτηρίζαμε την τετράδα που απαρτίζει το συγκρότημα, όχι γιατί αντιτίθενται και προσβάλλουν τις οργανωμένες θρησκείες, αλλά διότι μουσικά δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο. Οι έχοντες σώας τας μουσικά φρένας γελούν νευρικά με τις ασύλληπτες εκτελεστικές δυνατότητες της ομάδας. Έχουμε τονίσει πολλάκις πως πλέον τα σύγχρονα ελληνικά συγκροτήματα έχουν λιώσει μέσα στα ωδεία και είναι τεχνικά καταρτισμένα, αλλά εδώ μιλάμε για γελοιωδώς υψηλό επίπεδο, που τρυπάει το ταβάνι του “άριστα” ατομικά αλλά και στην ομαδικότητα και τη συνεργασία. Οι φίλοι του σκληρού τεχνικού ήχου που έχουν εικόνισμα τους King Crimson και ενίοτε ρίχνουν τις free τζαζιές τους, θα κάνουν εξαιρετική παρέα με το υλικό των Borderline Syndrome και ειδικά στη ζωντανή του απόδοση. Οι δύο δουλειές τους (μία full length με φωνητικά της Σοφίας Σαρρή και ένα instrumental EP) τιμήθηκαν στο μικρό σετ τους, όπου παρουσίασαν και ένα νέο κομμάτι (Information Overload). Επίσης έχουν την αυτοπεποίθηση να διασκευάσουν ζωντανά κομμάτι (Road) των Virus, του δυσμορφικού rock project του Carl-Michael Eide, φέρνοντάς το στα μέτρα τους και προσεγγίζοντας μία υποθετική εκτέλεσή του από τους Ved Buens Ende. Στο La Fiesta Musical, πάλι, που έκλεισε την εμφάνισή τους, αποθρασύνθηκαν εντελώς στο πιο καλοπαιγμένο, εκτελεστικά αλλά και “μουσικά”, metal που μπορεί να ακούσει κανείς σήμερα. Τι άλλο να πει κανείς για αυτήν την μπάντα... Μετά από όλα αυτά ίσως δεν έχουν καμία σημασία οι επόμενες λέξεις, αλλά από τις φορές που έχει (πε)τύχει να τους δω, νομίζω πως αυτή ήταν η καλύτερή τους.

Βρίσκω λίγη ταινία συσκευασίας για να κρατήσω το σαγόνι μου στη θέση του - είμαστε ακόμη στην αρχή της βραδιάς και ακολουθούν οι black metallers Diablery. Πολύ “έμπειρη” επιλογή, μιας και η ηχητική συνάφειά τους με τους Arcturus είναι αρκετά μεγάλη, καθώς το ύφος τους παρουσιάζει ομοιότητες με τις πρώτες δουλειές των headliners, με σαφέστερες αναφορές όμως στο συμφωνικό ύφος που καθιέρωσαν οι Dimmu Borgir. Εκεί που όμως θα περίμενε κανείς το αποτέλεσμα να είναι κάπως “παλιακό”, οι Diablery το μπολιάζουν με ισχυρές δόσεις “Σουηδίλας”  - με δυνατές, δηλαδή, και σκοτεινές metal μελωδίες που ταιριάζουν με τις δίκασες, τα blast beats και τα απελπισμένα σκισμένα φωνητικά του Setesh. Τα τέσσερα μέλη των Diablery φορούσαν κάπες και διατήρησαν τη μυστηριακή τους αύρα καθ’ όλη τη διάρκεια της εμφάνισής τους. Βεβαίως το στυλ που παίζουν απαιτεί άψογο ήχο, ειδικά όταν πρέπει να ακουστούν καθαρά οι ιδέες των πλήκτρων πάνω από τον ορυμαγδό των ντραμς και των εγχόρδων, και τουλάχιστον η θέση στην οποία είχα “βιδωθεί” (εντελώς μπροστά και δεξιά) δεν εξασφάλιζε την βέλτιστη δυνατή ηχητική πιστότητα. Όμως η επιθετική διάθεση της μπάντας ήταν ολοφάνερη, η ατμόσφαιρα που περνούσαν οπτικά αντιστοιχούσε στη μουσική τους και οι αλληλουχίες των συγχορδιών τους άγγιξαν όσους δεν περίμεναν απλώς ένα βάρβαρο άκουσμα. Στο μεταξύ, λίγο πριν το τέλος του σετ των Diablery, στην άκρη της σκηνής τα μέλη των Arcturus περίμεναν υπομονετικά να περάσουν στο backstage χωρίς να ενοχλήσουν τη ροή της συναυλίας, δίνοντας την ευκαιρία στο κοινό να ρίξει τις πρώτες αναγνωριστικές ματιές και να ανταλλάξει μερικές γρήγορες κουβέντες.

Το πρώτο live της χρονιάς άργησε κάπως για μένα σε σχέση με προηγούμενες χρονιές, αλλά έμελλε να είναι σημαδιακό, καθώς ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα ζωντανά τους Arcturus, οπότε ένα κομμάτι συναισθηματισμού θα βγει αναπόφευκτα στο κείμενο που θα διαβάσετε (υπόσχομαι να το κάνω όσο ελαφρύτερο γίνεται!). Το γεμάτο drum set του Hellhammer έκρυβε τον μεγάλο drummer από την όψη του κοινού, ενώ αν και ο Sverd πίσω από τα πλήκτρα του απείχε πολύ από το να χαρακτηριστεί “σκοτεινός τύπος” - οι παρατηρητικοί εντόπισαν εμφανισιακές ομοιότητες με χαρακτήρα σε πολύ συγκεκριμένο σκετς των Monty Python (Terry Jones, πιο συγκεκριμένα, για να βοηθήσω), γενικά βρισκόταν στα σκοτάδια. Βλέπετε, ο φωτισμός του Temple δεν έφτανε για να εστιάσει εκεί πίσω στα δύο ιδρυτικά μέλη των Arcturus.

Περισσότερη σημασία, έτσι κι αλλιώς, είχε να φαίνεται ο frontman Simen Hestnaes (για τους φίλους, ICS Vortex), αν και χάρη στο ύψος του δεν αντιμετωπίζει τέτοιου τύπου προβλήματα. Οι φανς δεν ξεχνούν ότι αποτελεί τον τελευταίο και μονιμότερο ως τώρα τραγουδιστή της μπάντας, εκείνος δεν ξεχνάει ότι εκείνου προηγήθηκε (με παράλληλη πορεία σε κάποια σημεία) ένας άλλος μεγάλος τραγουδιστής που έχει σημαδέψει με την ερμηνειά του τους πρώτους δίσκους των Arcturus. Μάλιστα ο Vortex αστειεύτηκε με αυτό με πλάγιο και έξυπνο τρόπο, παραλληλίζοντας την πορεία του με την αλλαγή τραγουδιστή στους… Iron Maiden! Τα κέφια και οι ατάκες συνεχίζονταν σε όλη τη διάρκεια του live από έναν frontman που είχε τρομακτική αυτοπεποίθηση, γνώριζε το υλικό της μπάντας πολύ καλά και έπαιζε με αυτό σκαρώνοντας μικρές χορευτικές φιγούρες, είχε ανέβει στην σκηνή με νοοτροπία “νικητή” για να περάσει καλά, έκανε την αυτοκριτική του για την ερμηνεία του στο Sideshow Symphonies, άνοιγε διάλογο με συγκεκριμένα άτομα μέσα από το κοινό του τιγκαρισμένου πλέον Temple, ενώ και φωνητικά τα πήγε εξαιρετικά, ακόμη και όταν είχε να αναμετρηθεί με τις εξωτικές ερμηνείες του Garm στα κομμάτια των πρώτων δίσκων. Αν για κάποιο λόγο γίνεται ακόμη αντικείμενο αμφισβήτησης από τους fans, πιστεύω πως σε αυτό το live θα κέρδισε μερικούς εκ των αντιφρονούντων.

Μέσα στα 100 περίπου λεπτά της εμφάνισης των Arcturus ακούσαμε κομμάτια από όλες τις περιόδους της μπάντας, αλλά δικαιολογούμε όσους παραπονέθηκαν πως το εκπληκτικό Sham Mirrors πρακτικά αγνοήθηκε (επιλέχτηκε ένα κομμάτι το οποίο ΔΕΝ ήταν το hit Kinetic - OK ήταν όμως το δεύτερο τη τάξη Nightmare Heaven) προς όφελος του μέτριου Sideshow Symponies (με εκπροσώπηση από 5 κομμάτια!!). Βεβαίως, τα κομμάτια του La Masquerade Infernal έγιναν δεκτά με περισσότερη θέρμη από ένα κοινό που μάλλον παραήταν ήσυχο για τις συνθήκες μιας τέτοιας συναυλίας. Το εκτυπωμένο setlist-σκονάκι υπέστη κάποιες διορθώσεις με στυλό ώστε να διαμορφωθει οριστικά, έτσι τελικά δεν ακούσαμε ποτέ το Du Nordavind, όμως το Raudt Og Svart, πάλι από το Aspera Hiems Simfonia, απεδείχθη άξιος αντικαταστάτης, λίγο πριν το οριστικό τέλος. Μάλιστα διαδέχθηκε το εναρκτήριο κομμάτι του δίσκου, To Thou Who Dwellest In The Night, κομμάτι με μία έξτρα σημασία για την μερίδα εκείνη των fans που μεγάλωσε μεταλλικώς στα τέλη των ‘90s (δεν εξετάζουμε το ότι ο κιθαρίστας Knut Magne Valle απέρριψε σχεδόν το δισκογραφημένο σόλο του κομματιού, ίσως το μοναδικό ""σοβαρό ατόπημα της βραδιάς). Το κλείσιμο με το αγωνιώδες Angst έφερε ανεξίτηλη την σφραγίδα του χαρακτήρα της μπάντας - θέλετε κάτι καλύτερο ως επιστέγασμα της εμφάνισής τους; (Εσείς που φωνάζετε ακόμη “να έπαιζαν το Kinetic” δεν μετράτε). Η Θεσσαλονίκη ακολουθούσε την επόμενη, αλλά ακόμη πιο πριν το πάρτυ θα συνεχιζόταν σε γνωστό ξενυχτάδικο των Εξαρχείων με πολύ metal και παρέα τα μέλη των Arcturus. Ίσως για αυτό να ήρθαν περισσότερο οι 5 Νορβηγοί και η ξανθή συνοδός τους που ανέβηκε στην σκηνή για λίγα δευτερόλεπτα, ίσα ίσα για τα φωνητικά στο Shipwrecked Frontier Pioneer: για να περάσουν μερικές άψογες μέρες με τους Έλληνες φίλους τους, να δώσουν δύο γεμάτες και διασκεδαστικές συναυλίες και να επιστρέψουν με γεμάτες μπαταρίες στις δραστηριότητές τους. Ειδικά μετά από ένα τέτοιο εξαιρετικό live, ποιος μπορεί να τους αδικήσει;

Κείμενο: Μιχάλης Κουρής / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη, Διονύσης Παρθενιάδης, Αφροδίτη Ζαγγανά και Χριστίνα Αλώση για το Temple.

Μιχάλης Κουρής

 

 

Για τον Μιχάλη Κουρή καλύτερα από οποιονδήποτε μιλάνε τα σημειώματα στο ψυγείο του: "Δεν πεινάω δεν πεινάω" "Να έρχεσαι κάθε πέντε λεπτά να με βλέπεις" "Μην πίνεις άλλο" "Δεν μπορείς να πας σε όλα τα live". Ακούει τα πάντα και δεν εννοεί "ακούω ραδιόφωνο" - στον ελεύθερό του χρόνο είναι αφουγκραστής των συμπαθών ζώων σε ζωολογικό κήπο του εξωτερικού που εύλογα επιθυμεί να παραμείνει μυστικός.

Website: www.soundgaze.gr
Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα