Οι μέρες που ακολούθησαν την αμφιλεγόμενη εμφάνιση των Bauhaus στην πρώτη ημέρα του Release Festival ήταν ηλεκτρισμένες. Μάχες ανακοινώσεων, πόλεμος στα social media, μια διάχυτη ανησυχία στο μουσικόφιλο κοινό, ανησυχία που εύκολα τροφοδοτείται και από το τοξικό κλίμα στην κοινωνία. Μαζί με την απειλή της καταιγίδας συνυπήρχε ένας αδιόρατος φόβος ότι κάτι ίσως στραβώσει, ότι η ταραχώδης συναυλιακή ιστορία της χώρας θα γράψει μια ακόμη δύσκολη σελίδα.
Κι όμως… Κόντρα στο φόβο, στην προκατάληψη, στην εύκολη δαιμονοποίηση, στην ανοησία και στην ημιμάθεια μερίδας του (δήθεν) εναλλακτικού κοινού, η απάντηση που δόθηκε ήταν ηχηρή. Τόσο από τους διοργανωτές όσο και από τα μουσικά σχήματα που χάρισαν την πρώτη πραγματικά μεγάλη μουσική στιγμή μετά από σχεδόν 2 χρόνια ερήμωσης. Και θα μου επιτρέψετε το «πρόμο»…. Το φεστιβάλ αυτό διοργανώνεται με τεράστιο μεράκι και αγάπη από ανθρώπους σαν κι εμάς. Που ιδρώναμε πλάι πλάι στο Deca, στο Closer, στο Booze. Που χτυπιόμασταν στις συναυλίες στο Ρόδον, στο Αν, στο Gagarin… Που διαβάζαμε τα άρθρα τους σε fanzines και σε περιοδικά και εμπνεόμασταν. Που βρισκόμασταν στο Happening, στο Pilgrim, στο Ζαχαρία, στο 7+7 και διαλέγαμε δίσκους. Άνθρωποι που γνωρίζουν τα θέλω μας και θέλουν να οργανώσουν events αντάξια των προσδοκιών του κοινού.
Δόθηκε λοιπόν μια απάντηση. Με την άψογη διοργάνωση, τον εξαιρετικό ήχο, ειδικά σε Mogwai και Cave, τις καλές παροχές, το ευγενέστατο και διευκολυντικό προσωπικό. Μια οργάνωση που δύσκολα βρίσκεις ακόμη και σε διεθνές επίπεδο. Ένα αντίδοτο στην αφόρητη αλαζονεία και απρέπεια του Peter Murphy (δεν χρειάζεται καν να αναφερθούμε στο περίφημο περιστατικό που είχε συμβεί στη Σουηδία προ τετραετίας...), αλλά και στο δηλητήριο που έσταζε στα σόσιαλ από ημιπαράφρονες ανθρώπους που φαντασιώνονται πως είναι ροκ και «διαφορετικοί» και καλούσαν σε ξυλοδαρμούς και καταστροφές. Σε ντου και σε γηπεδικού τύπου επεισόδια. Και δυστυχώς μάζευαν χιλιάδες like, δείγμα του πόσο βαθιά οπισθοδρομικό και λειτουργικά αναλφάβητο είναι ένα μέρος της περιβόητης «σκηνής» στην Ελλάδα. Δεν τους θέλουμε, δεν τους χρειαζόμαστε.
Αυτό που χρειαζόμαστε, είναι αυτό που πήραμε χθες. Μια ηχητική πανδαισία, ένα show υψηλών προδιαγραφών, μια ροκ εποποιΐα από κορυφαίους εκπροσώπους του είδους. Ας τα πιάσουμε όμως από την αρχή…
Γ.Χ.
Royal Arch
Πρώτοι στη σκηνή ανέβηκαν οι νεότεροι της παρέας, οι Royal Arch. Νεότεροι βάσει ηλικίας των μελών αλλά και βάσει της ηλικίας της μπάντας, η οποία μετράει λίγα χρόνια δράσης και μόλις μια κυκλοφορία. Το πρώτο τους 7ιντσο La Nuit / Road To The Light κυκλοφόρησε πρόσφατα από τη Make Me Happy records, η οποία διατηρεί ανοικτές της κεραίες της εντός της εγχώριας εναλλακτικής σκηνής. Οι συνθέσεις του γκρουπ που ακούσαμε κινούνταν στα πλαίσια του μοντέρνου indie ήχου, με τις κιθάρες σε κάποια σημεία να πλησιάζουν προς το shoegaze. Το σύντομο set τους ολοκληρώθηκε με το πρώτο τους ever κομμάτι, το La Nuit, το οποίο και άφησε άριστες εντυπώσεις.
Κ.Α.
Sugar for the Pill
Η σκυτάλη πέρασε αμέσως μετά στους Sugar for the Pill, οι οποίοι συνυπάρχουν με τους Royal Arch στο ρόστερ της Make Me Happy. Και στη δική τους περίπτωση μπορούμε να κάνουμε λόγο για φρέσκο συγκρότημα, με τη διαφορά πως οι μουσικοί που το απαρτίζουν έχουν σημαντική “προϋπηρεσία” σε σχήματα όπως Skinner Box και Dead Buildings. Το ντεμπούτο τους Wanderlust κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες και έχει καταφέρει ήδη να φτάσει σε πολλά αυτιά εντός και εκτός της χώρας, όπως μας εξήγησαν στην συνέντευξη που μας παραχώρησαν. Για όσους δεν τους έχουν ακούσει και το όνομα τους δεν τους έχει ήδη προϊδεάσει, να πούμε πως οι Sugar for the Pill παίζουν shoegaze (“νονοί” τους φυσικά οι Slowdive με το απίθανο ομώνυμο track από του reunion album τους). Οι συνθέσεις τους δεν ξεστρατίζουν από το συγκεκριμένο ηχητικό πλαίσιο αλλά είναι τόσο καλογραμμένες και καλοπαιγμένες που δεν μπορείς να τους αντισταθείς. Από τη σύντομη αλλά απολαυστική εμφάνιση τους θα ξεχωρίζαμε το Quicksand, το οποίο ανήκει στα κομμάτια που άπαξ τα ακούσεις, κολλάς μαζί τους για καιρό.
Κ.Α.
Fontaines DC
Η θαλάσσια αύρα του απογεύματος στην Πλατεία Νερού κυμάτιζε το μπορντό backdrop όπου με χρυσούς, γοτθικούς χαρακτήρες απεικονιζόταν το όνομα μιας από τις πιο καυτές ροκ μπάντες του πλανήτη, των Fontaines DC. Οι Δουβλινέζοι που οφείλουν σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία τους όχι μόνο στην ευθεία, αφτιασίδωτη εκδοχή του post punk τους αλλά και στην γοητεία που ασκεί η ιδιαίτερη ιρλανδική μενταλιτέ του πονεμένου, του ασυμβίβαστου και του ελεύθερου, είναι πια μια αγαπημένη μπάντα για το ελληνικό κοινό. Έτσι, όταν ο Grian Chatten πάτησε τη σκηνή του Release, βρήκε απέναντί του ένα αδημονούν κοινό που δεν είχε την περιέργεια του καινούριου, αλλά που τους έβλεπε για τρίτη φορά, με τις αναμνήσεις από την εξαιρετική τους εμφάνιση το 2019 στο πλαίσιο του ίδιου φεστιβάλ, πλάι στον Johnny Marr και στους New Order, να είναι ακόμη έντονες.
Κι όμως, το σχεδόν κατανυκτικό In ár gCroíthe go deo που άνοιξε τη συναυλία απέδειξε από τις πρώτες του νότες ότι αυτοί οι Fontaines DC δεν είναι απλώς μια φωνακλάδικη, ωμή post punk μπάντα, αλλά μια αναδυόμενη ροκ αυτοκρατορία με τους δικούς της νόμους, με πολύ μεγαλύτερο μουσικό βάθος από αυτό των αντίστοιχων, συνομήλικων συγκροτημάτων του ίδιου ύφους που περιορίζονται σε τυπικές αντιγραφές των 80s. Οι εναλλαγές ανάμεσα στις πιο έντεχνες στιγμές του Skinty Fia, του τελευταίου τους άλμπουμ που έφτασε στο νούμερο 1 της Βρετανίας, στις πιο σκοτεινές αναζητήσεις του A Hero’s Death και στον τραχύ, πανκ ρομαντισμό του Dogrel μας χάρισαν την ολοκληρωμένη παρουσία μιας παρέας ποιητών που πλέον αγκαλιάζουν το stardom με άνεση και αυτοπεποίθηση, όντας ταυτόχρονα απλοί και ανθρώπινοι.
Από όλα είχε ο μπαξές των Fontaines… Από την ακατέργαστη, βρετανότροπη pop του Jackie Down the Line που μου θύμισε early Stone Roses, μέχρι την κατατονία του υπέροχου I Don’t Belong και τη σχεδόν ρομποτική post punk καταιγίδα του Hurricane Laughter, τα ιρλανδικά αγρίμια χάρισαν τα πρώτα δυνατά χτυποκάρδια της βραδιάς. Κι όταν άφησαν τη σκηνή με τα εμβληματικά Boys in the Better Land και I Love You, κανείς σχεδόν δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι έμεινε παραπονεμένος.
Γ.Χ.
Mogwai
“We are Mogwai from Glasgow, Scotland”. Η καθιερωμένη ατάκα του Stuart Braithwaite σήμανε -όπως πάντα- την έναρξη της εμφάνισης των Σκοτσέζων, οι οποίοι επέστρεψαν στη χώρα μας μετά από τέσσερα χρόνια. Μπορεί ηχητικά ελάχιστη συνάφεια να έχουν με τον headliner της βραδιάς, όμως το γεγονός πως ως όνομα έχουν απήχηση στο εγχώριο ακροατήριο καθώς και τη φήμη που τους συνοδεύει για τα εκρηκτικά live τους, τους καθιστούν μια πολύ καλή λύση για το line up οποιουδήποτε ντόπιου φεστιβάλ.
Και αυτή τη φορά είχαν μια νέα δουλειά για να παρουσιάσουν. Ο λόγος για το εξαιρετικό περσινό τους άλμπουμ As the Love Continues, με το οποίο επανήλθαν στη φόρμα μετά από καιρό. Η πιο πρόσφατη κυκλοφορία τους, όπως ήταν αναμενόμενο, είχε το μερίδιο που της αναλογούσε στο setlist, με δεδομένο και τον περιορισμό του χρόνου που συνεπάγεται μια εμφάνιση στα πλαίσια ενός φεστιβάλ. Από τα κομμάτια του As the Love Continues προσωπικά ενθουσιάστηκα με το Ritchie Sacramento, με τα φωνητικά του Braithwaite να χρωματίζονται από μια γερή δόση μελαγχολίας (ακριβώς όπως συμβαίνει και στο δίσκο).
Αντίστοιχο μερίδιο αναλογικά, κατείχε και το παλαιότερο υλικό τους, με την επιλογή ενός κομματιού από όσα περισσότερα άλμπουμ μπορούσαν να χωρέσουν στα 70 περίπου λεπτά που είχαν στη διάθεση τους. Από τις συγκεκριμένες επιλογές μάγεψε για ακόμα μια φορά το εκπληκτικό Remurdered που με τη χαρακτηριστική κλιμάκωση του έκανε την Πλατεία Νερού να σείεται. Όσο για το απόλυτο highlight, μπορείτε να το μαντέψετε εύκολα. Δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από το Mogwai Fear Satan. Όσες φορές και να το ακούσουμε, δεν θα το βαρεθούμε. Κάθε μα κάθε φορά που ακούμε το κρεσέντο του θα μένουμε άναυδοι. Μοναδική παραφωνία όσοι αδιαφορούσαν για όσα συνέβαιναν επί σκηνής έχοντας επιδοθεί στο κουβεντολόι (ρε παιδιά εμείς δεν γκρινιάζαμε για το πόσο μας λείπουν τα live, τώρα που επανήλθαν πάμε στις συναυλίες για να τα πούμε;). Ας αφήσουμε όμως στην άκρη τη γκρίνια κι ας μείνουμε στην ουσία, η εμφάνιση των Mogwai ήταν ωραιότατη, μεστή και την ευχαριστηθήκαμε στο έπακρο!
Κ.Α.
Nick Cave and the Bad Seeds
Έφτασε η ώρα της λειτουργίας. Ο εκ Victoria ορμώμενος σαμάνος, ντυμένος άψογα με σακάκι και γιλέκο, αντίκρισε για μια στιγμή το ποίμνιό του, έριξε μια κλωτσιά στον αέρα και η έκσταση ξεκίνησε. Get Ready for Love, και η οργιαστική blues/gospel rock, βγαλμένη από τη Λύρα του Ορφέα, αγκάλιασε τους περίπου 20 χιλιάδες παριστάμενους. Εμβρόντητοι οι παριστάμενοι, αν και πολλοί από αυτούς είχαν δει άπειρες φορές τον Nick Cave επί ελληνικού και διεθνούς εδάφους, αντίκριζαν έναν 64χρονο με ενέργεια και ορμή εφήβου να αλωνίζει στη σκηνή, να σκαρφαλώνει πάνω-κάτω σε συνεχή «διάλογο» με τα μέλη της δεκαμελούς (;) μπάντας και να ερωτοτροπεί διαρκώς με τους τυχερούς στις πρώτες σειρές.
Δεν νομίζω ότι έχει νόημα να μιλήσουμε για τα τραγούδια της συναυλίας. Δεν έχει νόημα να μπούμε σε μουσικολογικές αναλύσεις για το Tupelo, το Into My Arms, το Mercy Seat ή το From Here to Eternity. Το ότι η μπάντα του θα ήταν άψογη και οι εκτελέσεις εξαίρετες, αυτό ήταν αναμενόμενο. Όμως πιο μεγάλη σημασία ίσως έχει η αποκρυπτογράφηση του φαινομένου Cave στη σκηνή. Του ότι είχαμε την τύχη να δούμε, όχι απλώς έναν μεγάλο καλλιτέχνη, αλλά έναν διονυσιακό μύστη με υπερφυσικές δυνατότητες. Έναν μαγνητικό μαέστρο που παγίδευσε τις αισθήσεις για δύο ολόκληρες ώρες, που έχει την αδιανόητη ικανότητα (την οποία ελάχιστοι frontmen έχουν) να μετατρέπει την αρένα σε μικρή σκηνή και τη σκηνή σε αρένα. Που αδιαφορεί, αν απέναντί του έχει 500 άτομα ή χιλιάδες φεστιβαλιστές, γιατί γνωρίζει ότι χωρίς κόπο επιβάλλει την παρουσία του στον καθένα ξεχωριστά. Χορεύοντας, γρυλίζοντας, παίζοντας πιάνο, ασθμαίνοντας αισθησιακά στο μικρόφωνο, φλερτάροντας με τον κόσμο.
Γιατί, όμως, αυτή η ειδική διασύνδεση του Cave με το ελληνικό κοινό (και γενικώς με ακροατήρια σε χώρες μακριά από τον αγγλοσαξωνικό, πολιτισμικό καπιταλισμό;). Ίσως διότι κουβαλάει και αυτός, ως γόνος των αποίκων της Αυστραλίας, το DNA του αποδιωγμένου, του καταραμένου, του outsider. Και όντας προικισμένος με ένα θείο χάρισμα, κατάφερε να αποδώσει όλο αυτό το πολιτισμικό κεφάλαιο σε μια πρόταση που εγκιβωτίζει μια ευρεία γκάμα μουσικών εκφάνσεων, blues, gospel, garage, post punk, gothic.
Αυτό ζήσαμε χθες, χωρίς περιττά λόγια. Μια εκστατική, διονυσιακή εμπειρία, τη μύηση σε έναν άλλο κόσμο, στον ποιητικό ζόφο του Cave που όμως επιτρέπει, εκλεκτικά, μερικές αχτίδες πολύχρωμου φωτός να χαϊδεύουν τους πιστούς του. Breathe, breathe ψιθύριζε χθες με το πρόσωπό του να πάλλεται από ένταση, γνωρίζοντας ότι χρειαζόμασταν μικρές ανάσες για να αντέξουμε την καταιγίδα των ήχων και των συναισθημάτων.
Κι όταν οι τελευταίες, απόκοσμες νότες του Ghosteen Speaks χάθηκαν στον φαληρικό ορίζοντα, καταλάβαμε ότι μια μοναδική συναυλιακή εμπειρία ολοκληρώθηκε. It was just rock’n’roll, όπως είπε και ο Nick Cave χθες. Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο…
Το καλοκαίρι ξεκίνησε χθες.
Γ.Χ.
Κείμενο: Γιώργος Χριστόπουλος (Nick Cave & The Bad Seeds, Fontaines D.C.), Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος (Mogwai, Sugar For The Pill, Royal Arch) / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής (Nick Cave & The Bad Seeds, Mogwai, Fontaines D.C., Sugar For The Pill), Αφροδίτη Ζαγγανά (Royal Arch)