Δευτέρα, 17 Ιουνίου 2019 20:28

Live Review: Release Athens Festival 2019 - Day 4 (New Order, Johnny Marr, Morcheeba, Fontaines D.C., Ta Toy Boy) @ Πλατεία Νερού, 16/6/19

Written by 

Ήταν η ώρα για την πιο «βρετανική» βραδιά (προσθέτουμε στη Βρετανία και το πράσινο της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, λόγω των Fontaines DC) του μεγαλύτερου πλέον καλοκαιρινού φεστιβάλ της χώρας, του Release Athens. Αν μάλιστα απομονώσουμε τους δύο βασικούς headliners, τον Johnny Marr των θρυλικών Smiths και τους New Order (τη μπάντα που άλλαξε το DNA της σύγχρονης μουσικής, κατά την ΝΜΕ), η καρδιά της βραδιάς ήταν το post punk Manchester, η κοιτίδα αυτού που αποκαλείται ακόμη και σήμερα indie, ο σκελετός της εναλλακτικής μουσικής έκφρασης της Αγγλίας.


Γύρω στις 5:30, παρουσία ελάχιστων θεατών (ελέω της ώρας και του καυτού αττικού ήλιου) εμφανίστηκαν στη σκηνή οι Ta Toy Boy, των οποίων το πρώτο άλμπουμ αποθεώσαμε – και απολύτως δικαιολογημένα – στο Soundgaze. Παρά τις αντίξοες συνθήκες και την αντικειμενική δυσκολία η ευαίσθητη indie pop των Θεσσαλονικέων να γεμίσει έναν αχανή, άδειο χώρο, οι TTB στάθηκαν απολύτως αξιοπρεπείς, αναπαράγοντας σχεδόν πιστά live τα περισσότερα κομμάτια του υπέροχου ντεμπούτου τους. Από το instrumental opening Fresh Kiss μέχρι το εμβληματικό This Town, ένα από τα κορυφαία indie pop κομμάτια που έχουν γενικώς κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια, το σχήμα των Μπέγκα και Σμήλιου αποτέλεσε ένα εξαιρετικό ορεκτικό για τους λίγους τυχερούς που τους άκουσαν και με το συνδυασμό της κιθαριστικής ποπ με τους synth ήχους έδωσε το μουσικό στίγμα για τη συνέχεια της βραδιάς. Πιστεύω πλέον ακράδαντα ότι οι Ta Toy Boy μπορούν επάξια να πάρουν τη δάδα από τα χέρια των Raining Pleasure και, συνεχίζοντας τη δισκογραφική τους πορεία, να γίνουν οι αδιαφιλονίκητοι πρωταγωνιστές του χώρου και, γιατί όχι, να απευθυνθούν και σε ευρύτερο ακροατήριο.

Οι Fontaines D.C. εκπροσωπούσαν το νέο αίμα στο line up της τέταρτης μέρας του Release Athens, όπως αντίστοιχα έκαναν (ομολογουμένως επιτυχημένα) οι Shame κατά τη δεύτερη μέρα του φεστιβάλ. Κι αν από τους δεύτερους δεν ξέραμε τι ακριβώς να περιμένουμε, για τους Ιρλανδούς είχε προηγηθεί η πρώτη φορά, με το live του Δεκεμβρίου στο Death Disco (τα είχαμε πει αναλυτικά και τότε, άλλωστε). Ό,τι είχαμε γράψει για τη συγκεκριμένη συναυλία προφανώς ισχύει και για την παρούσα εμφάνιση, με τη βασική διαφορά να εντοπίζεται στο ότι στο μεταξύ κυκλοφόρησε το θαυμάσιο ντεμπούτο τους Dogrel, συν βέβαια ότι είχαν στη διάθεση τους μια πολύ μεγαλύτερη σκηνή καθώς και σαφώς περισσότερο κόσμο απέναντι τους.  

Μπορεί η ώρα να μην τους ευνοούσε αφού η ζέστη ήταν ακόμα αφόρητη, ωστόσο ακόμα και έτσι το νεανικό σχήμα από το Δουβλίνο κατάφερε να παρουσιάσει αρκετά από τα προσόντα του. Οι Fontaines D.C. ξεκίνησαν δυναμικά με τα Big και Sha Sha Sha, όπως ακριβώς ξεκινά το ντεμπούτο τους, και «υποχρέωσαν» πολλούς να πλησιάσουν τη σκηνή αψηφώντας τον καυτό ήλιο. Όσο περνούσε η ώρα τόσο η μπάντα προσαρμοζόταν στις συνθήκες, αποδίδοντας με τρομερή ενέργεια μερικές από τις καλύτερες συνθέσεις της (Too RealHurricane LaughterBoys In The Better Land). Νομίζω πως το γκρουπ έχει όλες τις προϋποθέσεις για να «χτίσει» μια δυνατή σχέση με το εγχώριο κοινό και λογικά θα έχουμε την ευκαιρία να τους απολαύσουμε εκ νέου σε κλειστό χώρο, που έτσι κι αλλιώς μοιάζει πιο ταιριαστός.

Μετά το νεύρο και τα γκάζια των Fontaines D.C., σειρά είχε η cool ατμόσφαιρα των Morcheeba. Η επιστροφή των Βρετανών μετά από χρόνια στη χώρα μας ήταν αναμφίβολα ευπρόσδεκτη και μάλιστα συνοδεύτηκε με νέα δουλειά (το περσινό Blaze Away), η οποία τους έδωσε ξανά airplay στα εγχώρια εναλλακτικά ραδιόφωνα. Η επάνοδος προ ετών της αρχικής τραγουδίστρια του γκρουπ Skye Edwards αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον για το σχήμα και μετά από μια μεταβατική περίοδο που περιελάβανε την αποχώρηση του ενός από τους δυο αδερφούς Godfrey, καθώς και μια κυκλοφορία του έτερου αδερφού μαζί με την Edwards ως Skye/ Ross (εκεί βρίσκεται και το πολύ όμορφο Light of Gold), οι Morcheeba δείχνουν να έχουν μπει και πάλι σε ράγες για τα καλά. Οι μουσικοί που απαρτίζουν την τωρινή σύνθεση του συγκροτήματος εμφανίστηκαν στην ώρα τους (δικαιώνοντας τη φήμη τους ως Βρετανοί…) με χαλαρή διάθεση και με την Skye να φορά ένα εντυπωσιακό καπέλο και να έχει μεγάλα κέφια και όρεξη για χορό και παιγνίδι με το κοινό (εδώ απλώς να σημειώσουμε πως παρότι πρόσφατα έκλεισε τα 45, παραμένει ιδιαίτερα γοητευτική).  

Λίγο η ώρα, λίγο η ζέστη, είχαν ως επακόλουθο το πρώτο κομμάτι του live των Morcheeba να κινηθεί σε χαμηλούς ρυθμούς, όσο όμως έπεφτε ο ήλιος, η ένταση ανέβαινε, αρχής γενομένης με το Otherwise που μας γύρισε στο 2002 και το άλμπουμ Charango. Τα The SeaTrigger Hippie και Blaze Away (η συνεργασία τους με τον Roots Manuva, από το περσινό ομώνυμο δίσκο), έκαναν τα πράγματα ακόμα καλύτερα, ενώ η funky διασκευή στο διαχρονικό Lets Dance του Bowie, που ακολούθησε, έκανε πολλούς να υπακούσουν στην προσταγή του τίτλου… Μετά από τα γνωστά κι αγαπημένα Blindfold και Let Me See, η Edwards άρχισε να τραγουδά το υπερκλασικό Summertime του Gershwin, το οποίο σταδιακά οδήγησε στην εισαγωγή του πιο αναγνωρίσιμου κομματιού των Morcheeba. Ο λόγος φυσικά για το Rome wasn't Βuilt in a Day. Με αυτόν τον τρόπο το συγκρότημα μας αποχαιρέτησε πανηγυρικά, ανανεώνοντας το ραντεβού για κάποια στιγμή στο μέλλον.

37 χρόνια έχουν περάσει από την ημέρα που ένας μικρόσωμος νεαρός χτύπησε την πόρτα ενός εκκεντρικού διανοούμενου bedsitter στο 384 της οδού Kings Road στο Stretford, ένα προάστιο στα νοτιοδυτικά του Manchester, αναζητώντας στιχουργό και τραγουδιστή. Το αποτέλεσμα της συνάντησης (που πλέον έχει αποκτήσει τις διαστάσεις αστικού μύθου) ήταν η γέννηση μιας από τις σημαντικότερες μπάντες που έβγαλε ποτέ η Βρετανία, των Smiths. Του συγκροτήματος που κράτησε αναμμένη τη δάδα για μια γενιά χιλιάδων περιθωριοποιημένων, αποκλεισμένων νέων που δεν μπορούσαν να βρουν τη θέση τους στον κόσμο, που δίδαξε ότι η εναλλακτική μουσική μπορεί να είναι κάτι πολύ πέρα από το sex, drugs and rock’n’roll, που απέδειξε ότι η ποίηση και ο λυρισμός μπορούν να είναι αναπόσπαστα τμήματα μιας δημοφιλούς ποπ μπάντας.

Ο Morrissey, ο ένας εκ των δύο ηγετών των Smiths, μετά τη διάλυσή τους το 1987 ακολούθησε μια εξαιρετικά επιτυχημένη solo πορεία και έχει βρεθεί στην Ελλάδα ήδη πέντε φορές. Ο Johnny Marr, η μουσική ψυχή και κιθαριστική ευφυΐα πίσω από το μουσικό θαύμα του κουαρτέτου από το Manchester που, μετά από πολυετείς περιπλανήσεις σε μπάντες όπως οι The The, οι Pretenders, οι Electronic, οι Modest Mouse, οι Cribs αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του ως frontman κυκλοφορώντας 3 solo δίσκους (θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως 4ο το άλμπουμ Boomslang με τους Healers όπου ήταν και εκεί τραγουδιστής, συνθέτης και στιχουργός) με τελευταίο το εξαιρετικό Calling the Comet του 2018, ήρθε πρώτη φορά στη χώρα μας ως solo καλλιτέχνης (είχε προηγηθεί η εμφάνιση του ως μέλος των The The το 1990).

Αν κάποιοι περίμεναν να δουν ένα αντίγραφο του Morrissey ή την απόλυτη αναβίωση του πνεύματος των Smiths, ενδεχομένως να απογοητεύτηκαν. Όμως όσοι πήγαν με ανοιχτό μυαλό είδαν έναν από τους κορυφαίους κιθαρίστες της γενιάς του και έναν εξαιρετικά επικοινωνιακό, έντιμο performer με συγκεκριμένα φωνητικά όρια αλλά με ενθουσιασμό και πάθος. Η ταπεινή γνώμη του γράφοντος είναι ότι ο Johnny Marr ήταν ο αστέρας της βραδιάς. Όχι μόνο διότι με τα 5 κομμάτια Smiths που έπαιξε, χαροποίησε τον πυρήνα των ανθρώπων που πήγαν να τον δουν λόγω του παρελθόντος του. Η παρουσία, η ερμηνεία και το παίξιμό του απευθύνθηκαν σε ένα ευρύτερο ακροατήριο καθώς δε φοβήθηκε να αναμίξει την τυπική κιθαριστική indie παράδοση με αγνό rock fun.

Αναμφισβήτητα highlights του set, όπως προαναφέρθηκε, τα κομμάτια των Smiths που κάλυψαν περίπου το 1/3 του σετ: το Bigmouth Strikes Again το οποίο ακούστηκε ζωηρό και ενεργητικό, όπως στην περιοδεία του The Queen is Dead το 1986 (μπορείτε να το δοκιμάσετε στο Rank, το μοναδικό live των Smiths, για να διαπιστώσετε την ομοιότητα), το Stop Me If You Think You 've Heard This One Before, ένα από τα υποδειγματικότερα παραδείγματα κιθαριστικής ποπ από το τελευταίο τους άλμπουμ, το επικό How Soon is Now, το Last Night I Dreamt That Somebody Loved Me (που, παρά τη φιλότιμη προσπάθεια του Johnny και της μπάντας του, δεν μπόρεσε να μεταφερθεί σ’ όλη του την θρηνητική μεγαλοπρέπεια) και, φυσικά, του ιδανικού κλεισίματος με το τελειότερο (κατά τη γνώμη μου) κιθαριστικό ποπ κομμάτι όλων των εποχών, το There Is A Light That Never Goes Out που θα ήταν ακόμη καλύτερο, αν έλειπε το a la Bon Jovi «δικό σας» προς το τέλος που χάλασε ελαφρώς τη μαγεία του τραγουδιού. Σίγουρα, η φωνή του Moz έλειπε, αλλά η μαγεία της κιθάρας και των μελωδιών που ξεχύνονταν από τα ακόρντα του Johnny Marr αρκούσε σε μεγάλο βαθμό να μας θυμίσει “those days”. Επίσης, έκπληξη αποτέλεσαν τα δύο κομμάτια Electronic (η εξαιρετική συνεργασία του Marr με τους Bernard Sumner και Neil Tennant) Getting Away With It και Get the Message στο οποίο κάλεσε και τον παραμονεύοντα στα παρασκήνια Bernie για να τραγουδήσουν μαζί. Εξαιρετική και η απόδοση του I Feel You των Depeche Mode που ανέδειξε το ροκ χαρακτήρα του κομματιού, ενώ από τα solo κομμάτια του ξεχώρισαν το ορμητικό opening The Tracers, το απολαυστικό νέο του disco (!) single Armatopia και το φανταστικό Hi Hello, ίσως η καλύτερη προσωπική του στιγμή που στέκεται επάξια δίπλα στις καλύτερες συνθέσεις που έγραψε την περίοδο των Smiths.

Η πρώτη εμφάνιση του Marr στην Ελλάδα ήταν αναμφισβήτητα θετική. Ο ίδιος, επίσης, έδειξε ενθουσιασμένος με το κοινό και δεσμεύτηκε ότι θα τα ξαναπούμε σύντομα. Εμείς τον ευχαριστούμε, όχι μόνο για τις αναμνήσεις που ξαναζωντάνεψαν αλλά και για το παρόν και το μέλλον.

Ο Johnny Marr έπαιξε:

The Tracers / Bigmouth Strikes Again / Armatopia / Day In Day Out / New Dominions / Stop Me If You Think You've Heard This One Before / Hi Hello / Walk Into the Sea / Getting Away With It / Last Night I Dreamt That Somebody Loved Me / Spiral Cities / How Soon Is Now? / Get the Message / Easy Money / I Feel You / There Is a Light That Never Goes Out

Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δύσκολο να είσαι αντικειμενικός με μια μπάντα που δεν άλλαξε μόνο το ρου της σύγχρονης εναλλακτικής ηλεκτρονικής (κι όχι μόνο) μουσικής, αλλά τη σκέψη και την αισθητική εκατομμυρίων ανθρώπων από τη δεκαετία του 80 κι έπειτα. Οι New Order δεν ήταν απλώς μια μπάντα επιβιωσάντων, αλλά ένας φοίνικας που αναγεννήθηκε μέσα από το θάνατο του Ian Curtis και τα συντρίμμια των Joy Division. Ένας μουσικός χαμαιλέοντας που παρά την τεράστια επιτυχία του, η παρουσία του στα ΜΜΕ είναι μίνιμαλ, ακριβώς όπως και η τεχνοτροπία του.

Σε γενικές γραμμές μια ηλεκτρονική μπάντα δεν είναι απλό να αναπαράξει τον ήχο της live, αν δεν χρησιμοποιήσει πολλά pre-recorded στοιχεία. Οι New Order έχουν επιλέξει έναν πιο λιτό δρόμο, αποδίδοντας το υλικό τους με τον τρόπο που θα το έπραττε μια ροκ μπάντα. Αυτό κάποιες φορές στοιχίζει κάπως στο τελικό αποτέλεσμα, αν μάλιστα προσθέσει κανείς και την ιδιοσυγκρασιακή τους συμπεριφορά στη σκηνή.

Σε μια τέτοια περίπτωση, λοιπόν, όταν δεν υπάρχουν πολλά φτιασίδια για να κρύψουν ατέλειες και όταν οι στούντιο ηχογραφήσεις έχουν αυτό τον κρυστάλλινο περφεξιονισμό και η σύγκριση να είναι αναπόφευκτη με όσα συμβαίνουν στη σκηνή, η παραμικρή αδυναμία καταγράφεται. Και χθες η μεγάλη αδυναμία των New Order ήταν η ερμηνεία του Bernard Sumner, ο οποίος δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα με τη φωνή του (αν και κατά τη διάρκεια της συναυλίας αυτό βελτιώθηκε σταδιακά).

Αν ξεπερνούσε, όμως, κανείς το θέμα της φωνής του frontman των New Order, η εμφάνισή τους ήταν εξαιρετική. Η μουσική απόδοση των κομματιών τόσο των N.O. όσο και των Joy Division άγγιξε το άριστα. Σ’ αυτό βοήθησε πολύ ο ήχος που (τουλάχιστον στο σημείο που εγώ καθόμουν) ακουγόταν πολύ καθαρός και αναδείκνυε συμμετρικά τόσο τις ροκ όσο και τις ηλεκτρονικές πτυχές της μουσικής της μπάντας. Όσοι παραβρέθηκαν στην προηγούμενη συναυλία των New Order στην Αθήνα είναι σίγουρο ότι πρόσεξαν τη διαφορά. Επίσης, σε μεγάλο βαθμό το κενό του χαρισματικού μπασίστα Peter Hook καλύφθηκε επαρκώς από τον Tom Chapman που απέδωσε με πιστότητα τον ήχο του προκατόχου του.

Στην τρίτη τους παρουσία στη χώρα μας οι N.O. επέλεξαν η συντριπτική πλειονότητα του υλικού που παρουσίασαν (συμπεριλαμβανόμενων και των κομματιών των Joy Division) να προέρχεται από την προ Republic περίοδο (μόλις 4 κομμάτια του σετ είναι νεότερα και από αυτά τα 3 προέρχονται από το τελευταίο τους άλμπουμ, Music Complete). Το στοιχείο της νοσταλγίας έγινε ακόμη πιο έντονο, όταν ο Sumner ανακοίνωσε από το μικρόφωνο το αφιέρωμα στους Joy Division με την αφορμή της συμπλήρωσης 40 ετών από την κυκλοφορία του Unknown Pleasures. Το αφιέρωμα αυτό τελικά ήταν ένα mini greatest hits με τους μεταβιομηχανικούς ήχους και το teenage angst των She’s Lost Control, Transmission και Shadowplay να γεμίζουν την Πλατεία Νερού γεννώντας ρίγη συγκίνησης στους παλιούς και ανοίγοντας μια πόρτα μουσικής ελπίδας στους νεότερους που μεγαλώνουν στην πιο ανούσια και πλαστική περίοδο της μουσικής δημιουργίας. Βέβαια, greatest hits είχαμε και από την πορεία των New Order με όλα τα κολοσσιαία singles των '80s να δίνουν το παρόν, από τα κλασικά True Faith και Blue Monday στην ελεγειακή τελειότητα του Subculture και την αψεγάδιαστη ποπ αισθητική του Perfect Kiss. Βάζω χώρια το δικό μου αγαπημένο Your Silent Face, την επιτομή αυτού που ήταν οι Joy Division κι αυτού που έγιναν οι New Order, ένα από τα πιο σημαντικά κομμάτια της βρετανικής σκηνής. Και, φυσικά, η βραδιά έκλεισε ακριβώς όπως όλοι θα περίμεναν, με το Atmosphere και το Love Will Tear Us Apart να σφραγίζουν μια επική βρετανική βραδιά και να στέλνουν ευτυχισμένους στα σπίτια τους χιλιάδες ανθρώπους που παρέμειναν στο κλεινόν άστυ το καυτό αυτό τριήμερο ακριβώς για να θαυμάσουν τους τιτάνες μιας εποχής που δύσκολα θα επαναληφθεί.

Και κάτι τελευταίο. Μπορεί να έχει τελειώσει η εποχή των ηρώων, όμως είμαστε τυχεροί που η παλιά φρουρά ακόμη αντιστέκεται και υπάρχει. Ας μην είμαστε, λοιπόν, μεμψίμοιροι κι ας τους χαιρόμαστε, όσο ακόμη κρατιούνται όρθιοι. Σε μια περίοδο πολιτικής και κοινωνικής απογύμνωσης, φόβου και αποκλεισμού η μουσική των Smiths, των New Order και των ομοίων τους ακούγεται πιο επίκαιρη από ποτέ. Και μην ξεχνάτε, there is a light that never goes out…

Οι New Order έπαιξαν:

Singularity / Regret / Restless / She's Lost Control / Shadowplay / Transmission / Your Silent Face / Bizarre Love Triangle / Subculture / Plastic / The Perfect Kiss / True Faith / Blue Monday / Temptation / Atmosphere / Love Will Tear Us Apart

 Κείμενο: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος  Γιώργος Χριστόπουλος

Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής

 

Soundgaze team

Fix your gaze on music!

Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα