Το διαχρονικό αίτημα του εγχώριου εναλλακτικού κοινού να έρχονται στη χώρα μας ονόματα την ώρα που πρέπει, ικανοποιείται όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια, χωρίς ωστόσο η ανταπόκριση να είναι πάντα εντυπωσιακή. Για τους Βρετανούς Dry Cleaning τώρα είναι η στιγμή τους, με το σχήμα να έχει κυκλοφορήσει δυο καλά άλμπουμ (και μάλιστα στη 4AD), να τυγχάνει καθολικής αποδοχής από το μουσικό τύπο, να παίζει σε μεγάλα φεστιβάλ και γενικά να είναι στην επικαιρότητα για τους σωστούς λόγους. Ιδανική ευκαιρία συνεπώς το live τους στην Αθήνα για να συντονιστούμε με τη μουσική πραγματικότητα όπως αυτή εξελίσσεται στο εξωτερικό.
Για ένα τόσο φρέσκο όνομα, έμοιαζε απολύτως ταιριαστό το opening να είναι εξίσου καινούριο. Πράγματι οι commuter, στους οποίους ανατέθηκε ο ρόλος του support της βραδιάς, μετρούν λίγα μόλις χρόνια ύπαρξης και μόλις ένα EP στο ενεργητικό τους. Νέοι ωστόσο δεν σημαίνει απαραίτητα και πρωτάρηδες. Στην περίπτωση τους εντοπίσαμε πρόσωπα που είχαμε δει στους Μινέρβα, οι οποίοι στο σύντομο βίο τους κατάφεραν να δημιουργήσουν αρκετό θόρυβο γύρω από το όνομα τους. Το άλλο που διαπιστώσαμε από την αρχή είναι πως ως προς τον ήχο ισορροπούν μεταξύ των δυο πλευρών του Ατλαντικού. Οι επιρροές τους έμοιαζε να είναι ζυγισμένες με ακρίβεια μεταξύ κιθαριστικών σχημάτων της Βρετανίας από την μια και των ΗΠΑ από την άλλη. Το set τους είχε διάρκεια 40 λεπτών, χρόνος ικανός για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως το σημαντικότερο προσόν του γκρουπ είναι η πολλή καλή δουλειά που έχει γίνει στις κιθάρες. Τόσο ο ήχος όσο και οι ιδέες που ακούγαμε από τους δύο κιθαρίστες, έμοιαζαν το δυνατό τους σημείο. Αυτό που είναι το ζητούμενο εν προκειμένω είναι να βρεθεί η ισορροπία με τα υπόλοιπα όργανα ώστε το αποτέλεσμα να που φτάνει στον ακροατή να είναι περισσότερο ενιαίο και ομοιόμορφο. Από τις συνθέσεις που ακούστηκαν, προερχόμενες από το φετινό τους EP συν μερικές ακυκλοφόρητες που θα υπάρχουν στην πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά τους, φάνηκε ξεκάθαρα πως και τις δυνατότητες έχουν και τις προοπτικές για να κάνουν κάτι αξιοπρόσεκτο.
Ήταν περασμένες 10 όταν οι 4 Dry Cleaning μαζί με ένα έξτρα κρυμμένο μουσικό/ τεχνικό ανέβηκαν στη σκηνή του Gagarin, η πλατεία του οποίου είχε γεμίσει (με τον εξώστη να είναι κλειστός). Αυτομάτως τα βλέμματα καρφώθηκαν στην Florence Shaw η όποια εμφανίστηκε με ένα ολόλευκο μακρύ φόρεμα. Το performance της Shaw περιελάμβανε κατά βάση απαγγελία των στίχων και σπανίως ακουγόταν να τραγουδάει, όπως δηλαδή συμβαίνει και στους δίσκους της μπάντας. Οι στίχοι συνοδεύονταν από διαρκείς γκριμάτσες καθώς μια στάση που προσπαθούσε να δείχνει αποστασιοποιημένη και ίσως απαθής. Στα δεξιά και αριστερά της τα πράγματα ήταν σαφώς διαφοροποιημένα. Από την μια, ο αεικίνητος Tom Dowse ήταν ο πραγματικός πρωταγωνιστής της βραδιάς με το αξιοθαύμαστο παίξιμο και τον υπέροχο ήχο που έβγαζε η κιθάρα του, με ένα attitude μάλιστα που θα ταίριαζε σε κιθαρίστα hardcore μπάντας. Από την άλλη ο Lewis Maynard έμοιαζε βγαλμένος από κάποιο metal σχήμα, με ακατάπαυστο headbanging και πωρωμένο στυλ, χωρίς όμως να καταφεύγει σε υπερβολές στο μπάσο. Το σύνολο ολοκληρωνε ο μετρημένος και απόλυτα ουσιαστικός Nick Buxton στα τύμπανα, ο οποίος μας κρατούσε και μια έκπληξη για το φινάλε (οι πιο παρατηρητικοί θα είχαν προσέξει την ύπαρξη ενός σαξοφώνου δίπλα στο drum kit).
Τι είδαμε λοιπόν επί σκηνής από τους Dry Cleaning; Πρώτα και κύρια, ένα καλοδουλεμένο γκρουπ που πέρα από ικανούς μουσικούς είχε και αρκετές καλές συνθέσεις για να διατηρήσει το ενδιαφέρον του κοινού. Η δεύτερη διαπίστωση είχε να κάνει με το γεγονός πως το συγκρότημα είχε να παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη πρόταση, ίσως όχι τόσο εύπεπτη για κάποιους αλλά σίγουρα μοναδική και διακριτή. Επίσης, το όλο concept παρότι έχει ως βάση ένα ήχο προερχόμενο από το παρελθόν, ανάβλυζε μια φρεσκάδα που είναι πάντοτε ζητούμενο στην εποχή αυτή.
Η ανταπόκριση που έτυχαν ήταν πραγματικά θερμότατη από ένα κοινό που προφανώς πήγε συνειδητοποιημένο, μακριά από την απλοϊκή λογική “πάμε τώρα που γυρίζει”. Έδειχνε σαφώς προετοιμασμένο για αυτό που θα άκουγε, ενώ ταυτόχρονα ανέμενε τις στιγμές που θα έκαναν τη διαφορά, κάτι που φάνηκε από τον ενθουσιασμό που συνόδευσε το "Gary Ashby" που ακούστηκε τρίτο στη σειρά. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε πως αυτό που μας έλειψε ήταν μια πραγματική κορύφωση της βραδιάς, το σημείο όπου θα συνέβαινε η υπέρβαση. Το γκρουπ ωστόσο προτίμησε ένα live με σταθερή ροή, χωρίς εξάρσεις. Όσον αφορά τη διάρθρωση του setlist, το αξιόλογο περσινό Stumpwork ακούστηκε σχεδόν ολόκληρο, με το πολύ καλό ντεμπούτο τους New Long Leg να έχει τις δικές του στιγμές, όπως με το "Scratchcard Lanyard" που έκλεισε το βασικό μέρος του set. Όσο για τον οριστικό αποχαιρετισμό, κρατήθηκε το "Anna Calls from the Arctic" με τον Buxton να αφήνει για λίγο τα τύμπανα για να παίξει σαξόφωνο.
Η τελευταία εικόνα της βραδιάς ήταν αυτή της Shaw να αποχωρεί τελευταία από τη σκηνή και τότε πια να αποχωρίζεται το παγερό και απόμακρο ύφος και στο πρόσωπο της να σχηματίζεται ένα διάπλατο χαμόγελο, ενώ στη συνέχεια μοίρασε αφειδώς φιλία προς το κοινό, δείχνοντας πως η θερμή υποδοχή που έτυχε το συγκρότημα πιθανότατα ξάφνιασε και την ίδια. Κάπου εκεί, καθώς οδεύαμε προς την έξοδο, αναλογιστήκαμε πως τα τελευταία χρόνια τα πιο ενδιαφέροντα σχήματα προέρχονται κατά πλειοψηφία από την Βρετανία. Για παράδειγμα η σκηνή που έχει διαμορφωθεί την τελευταία πενταετία γύρω από τη αναβίωση του post punk, μπορεί να μην αλλάξει δραματικά την ιστορία του ήχου αλλά είναι σαφώς πιο συναρπαστική από τον άχρωμο πολτό που μας σερβίρεται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ως ακροατές πάντως πρέπει να αισθανόμαστε ικανοποιημένοι που ένα κομμάτι αυτού του ρεύματος (ενδεικτικά Fontaines DC, Murder Capital, Shame, Dry Cleaning) έχει περάσει από τη χώρα μας πραγματικά “τώρα που συμβαίνει”.
Κείμενο: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής