Τρίτη, 27 Ιουνίου 2023 21:00

Live Review: Release Athens x SNF Nostos 2023: Siouxsie/ Interpol/ Echo & The Bunnymen/ Viagra Boys/ Ladytron/ Haunted Youth @ Πλατεία Νερού & Ξέφωτο ΚΠΙΣΝ, 23/6/23

Written by 

Η τρίτη ημέρα του Release Athens x SNF Nostos ήταν ίσως αυτή που το εναλλακτικό κοινό, ιδίως των πιο σκοτεινών «διαθέσεων», ανέμενε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Στην Πλατεία Νερού δύο ιερά τέρατα της post punk σκηνής, οι Echo and the Bunnymen και η Siouxsie Sioux περίμεναν τους χιλιάδες πιστούς τους, ενώ στο ΚΠΣΝ οι κορυφαίοι αναβιωτές του συγκεκριμένου ήχου Interpol θα κατέθεταν τα διαπιστευτήρια της νεότερης γενιάς.
Ποιο είναι το verdict των συντακτών του Soundgaze;

 

Haunted Youth
Οι αδικημένοι της συγκεκριμένης ημέρας του φεστιβάλ υπήρξαν οι Βέλγοι Haunted Youth, οι οποίοι έδωσαν το εναρκτήριο λάκτισμα στο Ξέφωτο του ΚΠΙΣΝ. Την ώρα που ξεκίνησαν, ο κόσμος ακόμα συνέρρεε και μοιραζόταν ανάμεσα στους δυο χώρους του φεστιβάλ. Η ισχυρή επιθυμία μας να δούμε ζωντανά τους επανεμφανιζόμενους μετά από καιρό  In Trance 95, είχε ως αποτέλεσμα να περάσουμε γρήγορα από το Ξέφωτο και να κατευθυνθούμε μέσω της πεζογέφυρας στην Πλατεία Νερού. Ένα μόνο κομμάτι προλάβαμε να παρακολουθήσουμε live από το σχήμα του Joachim Liebens, οπότε δεν είμαστε σε θέση να κρίνουμε την εμφάνιση του. Ωστόσο δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε πως οι shoegaze ήχοι της μπάντας, καθόλου αδιάφορους δεν μας άφησαν και λειτούργησαν σαν δροσερό αεράκι στην όχι και τόσο μικρή -υπό καυτό ήλιο- διαδρομή μεταξύ των δυο σκηνών. Εξίσου ευχάριστα συναισθήματα μας προκάλεσε και η ακρόαση του ντεμπούτου τους Dawn Of The Freak που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες. Θα χαρούμε πολύ να τους πετύχουμε στο μέλλον σε κάποιο live, κατά προτίμηση σε κλειστό χώρο.
Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος


In Trance 95
Ένα συγκρότημα πολύ μπροστά από την εποχή του, με επιρροή και κριτική αναγνώριση δυσανάλογη της επιτυχίας που γνώρισε ήταν το πρώτο act που σε συνθήκες μίνι καύσωνα ανέβηκε στη σκηνή της Πλατείας. Το ντουέτο του χαρισματικού Άλεξ Μαχαίρα και του εσωστρεφούς Νίκου Βελιώτη (τον οποίο αναπληρώνει ο Doric) ήταν μια από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη μπάντα στην Ελλάδα που, σε πείσμα της εποχής, πειραματίστηκε με analog synths και έπαιξε μια πρωτοποριακή ηλεκτρονική pop υψηλού επιπέδου. Η παρουσία τους στο Release χαροποίησε τον κόσμο που βρέθηκε από νωρίς στο χώρο και υποδέχθηκε θερμά τους IT95, απολαμβάνοντας νεότερα αλλά και πιο παλιά κομμάτια τους (με τα κλασικά Brazilia - Desire to Desire, να ακούγονται back to back). Οι κλειστοφοβικοί αλλά ταυτόχρονα ονειρικοί ήχοι τους αποτέλεσαν ιδανικό teaser για τη συνέχεια της βραδιάς.

Γιώργος Χριστόπουλος

Viagra Boys
Έχοντας διαβάσει αποθεωτικά σχόλια για την περσινή εμφάνιση των Viagra Boys στην Αθήνα, κατευθυνθήκαμε στη σκηνή του Ξέφωτου κρατώντας μικρό καλάθι, η αλήθεια είναι. Η τάση να εξυψώνουμε ή να καταβαραθρώνουμε με ευκολία μουσικούς και συγκροτήματα, έχει επικρατήσει κατά κράτος την εποχή των social media... Οι όποιες αμφιβολίες ή ενστάσεις μπορεί να είχαμε διαλύθηκαν από τα πρώτα κιόλας λεπτά, καθώς το γκρουπ από τη Σουηδία είχε ανέβει στη σκηνή με μοναδικό στόχο να περάσουν καλά όλοι, συμπεριλαμβανομένων φυσικά και των μελών της μπάντας. Επικεφαλής του γλεντιού βεβαίως ο frontman Sebastian Murphy με το απίστευτο μπυροκοίλι και τις σπαρταριστές ατάκες, κατάφερε να κάνει τους πάντες να συμμετέχουν στην φάση και να περνάνε άπαντες καλά (και κυρίως ο ίδιος, ο οποίος κατανάλωσε αμέτρητες ποσότητες ζύθου με χαρακτηριστική δίψα...). Εντάξει δεν έχουν γράψει τίποτα αριστουργήματα, ούτε οι δίσκοι τους χαρακτηρίζονται από κάποια φρέσκια ηχητική ταυτότητα αλλά από την άλλη είναι αδύνατο να μην κουνηθείς στο ρυθμό κομματιών όπως το Punk Rock Loser ή το Sports. Εκεί που παίρνουν όμως άριστα είναι στο κομμάτι της διασκέδασης, οπού δύσκολα μπορεί να τους κοντράρει οποιαδήποτε μπάντα. Δεν πρέπει εξάλλου να λησμονούμε πως rock & roll σημαίνει μεταξύ άλλων και ψυχαγωγία. Κάπως έτσι κύλησε σαν νεράκι η μία ώρα που είχαν στη διάθεση τους, το ραντεβού ανανεώθηκε για κάποια στγμή σύντομα και το γκρουπ μάζεψε τα πράγμα τα του για τον επόμενο προορισμό του που ήταν... το Glastonbury!
Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος


Ladytron
Δεν έχω κρύψει ποτέ την αδυναμία μου στους Ladytron και στον εξαιρετικό συνδυασμό της παγωμένης, αέρινης και σκοτεινής electro μουσικής τους με μια γνήσια pop φλέβα που έχει δημιουργήσει κάποια από τα πιο ενδιαφέροντα και εθιστικά ηλεκτρονικά διαμαντάκια της τελευταίας εικοσαετίας.
Το μέχρι πριν λίγους μήνες κουαρτέτο που σχηματίστηκε στο Liverpool είχε μια σημαντική απώλεια με την αποχώρηση του συνθέτη και υπεύθυνου για το εικαστικό προφίλ της μπάντας Reuben Wu. Αυτό πιθανόν ώθησε και σε αλλαγές στον live ήχο των Ladytron που εμφανίστηκαν με ντράμερ και με τις δύο συν-frontwomen Helen Marnie (ο ανεκπλήρωτος έρως!!) και Mira Aroyo να αναλαμβάνουν σαφώς πιο ενεργητικό ρόλο στη σκηνή. Σε σύγκριση με την προηγούμενη φορά που τους είχα δει στο Fuzz πριν από 14 χρόνια, υπήρχε σαφώς μεγαλύτερη διάδραση με το κοινό και κίνηση στη σκηνή.
Το set εκκίνησε με το υποβλητικό Ghosts, ενώ ακολούθησε το διάφανο City of Angels, το πρώτο single από το εξαιρετικό τελευταίο άλμπουμ τους, Time’s Arrow. Όμως δεσπόζουσα θέση στο set τους είχε το παρελθόν. Είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε τον μελαγχολικό ύμνο International Dateline,  το εθιστικό Seventeen, το ευφορικό Discotraxx, κομμάτια πολύ χαρακτηριστικά του μουσικού αποτυπώματος των Ladytron την τελευταία εικοσαετία.  Από τις πιο νέες δουλειές τους ξεχώρισε ο σκοτεινός παιάνας Deadzone και το Ace of HZ, ένα από τα κορυφαία singles τους. Highlights της εμφάνισης των Ladytron ήταν το υπέροχο Playgirl, το κομμάτι που με έκανε να ερωτευτώ τη μπάντα πίσω στο μακρινό 2001, αλλά και το αναμενόμενο κλείσιμο με το Destroy Everything You Touch, που ήταν η πιο φιλόδοξη απόπειρά τους να προσεγγίσουν ευρύτερα ακροατήρια.
Αν και εκτιμώ πως μπάντες όπως οι Ladytron δυσκολεύονται να παράξουν live τον ήχο που ακούμε στις studio versions, πιστεύω πως έκαναν μια αξιοπρεπή εμφάνιση, αν και φρονώ πως το «ζωντανό» drum παραήταν δυνατό, σκέπαζε τις γραμμές των keyboads και αδυνάτιζε τον ήχο τους. Stick with technology, guys…

Γιώργος Χριστόπουλος

Interpol
12 χρόνια πέρασαν από την προηγούμενη εμφάνιση των Interpol στη χώρα μας και πολλοί από εμάς είχαμε χάσει στο μεταξύ την ελπίδα πως θα τους βλέπαμε ξανά ζωντανά. Η αλήθεια είναι πως στα χρόνια που πέρασαν η δισκογραφία τους ακολούθησε πτωτική πορεία, κάτι που μάλλον δεν ευνοούσε ιδιαίτερα την επιστροφή στα μέρη μας. Όπως και να έχει, εμείς ανήκουμε σε αυτούς που δεν μπήκαν σε κανένα δίλημμα και αμέσως μετά τη λήξη της εμφάνισης των Viagra Boys δεν μετακινηθήκαμε από το  Ξέφωτο του ΚΠΙΣΝ αποφασισμένοι να παρακολουθήσουμε από την καλύτερη δυνατή θέση το μοναδικό όνομα από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού που περιελάμβανε η συγκεκριμένη μέρα του φεστιβάλ.
Για το ξεκίνημα επιλέχθηκε αναμενόμενα το Toni, το κομμάτι που ξεχώρισε από το περσινό μέτριο The Other Side of Make-Believe, για να δώσει τη θέση του αμέσως μετά στην πρώτη μεγάλη στιγμή της βραδιάς με το αγαπημένο Obstacle 1 από το αριστούργημα που ονομάζεται Turn On the Bright Lights (2002). Στην πορεία θα διαπιστώναμε πως το γκρουπ, σοφά ποιώντας, είχε ετοιμάσει ένα σετ βασισμένο κατά κύριο λόγο στα πρώτα τρία -και καλύτερα- άλμπουμ του. Δεν λέω, καλό το If You Really Love Nothing από το Marauder (2018), ούτε λόγος για σύγκριση όμως με συνθέσεις όπως τo Narc, το Length of Love, το C'mere και το ανυπέρβλητο Evil. Και αφού η κουβέντα πήγε αναπόφευκτα στους τρεις πρώτους δίσκους, δεν μπορούμε να μην σημειώσουμε πως η επιλογή των Pioneer to the Falls, No I in Threesome, Rest My Chemistry (σε μια φοβερή εκτέλεση) ήρθε να μας υπενθυμίσει πως Our Love to Admire (2007) μόνο αμελητέα ποσότητα δεν είναι. Σίγουρα δεν είναι Antics αλλά αποτελεί αναμφισβήτητα την τελευταία μεγάλη δισκογραφική κατάθεση της μπάντας.
Εδώ θα πρέπει να καταγράψουμε εξάλλου πως η μείξη του ήχου σε πολλά σημεία ήταν πραγματικά απογοητευτική, ενώ δεν έλειψαν και τα λαθάκια από την πλευρά των μουσικών. Αυτό που μετράει όμως περισσότερο στο τέλος είναι η δίψα και η λαχτάρα να ακούσουμε live μερικά κομμάτια με τα οποία έχουμε συνδεθεί κατά το παρελθόν. Not Even Jail, Roland, The New ανήκουν οπωσδήποτε σε αυτή την κατηγορία, ενώ στις εκπλήξεις θα καταχωρούσα το Lights από το άλμπουμ του 2010 που είχε ως τίτλο το όνομα τους, το οποίο αποδόθηκε με πολύ ωραία κλιμάκωση.
Λίγο πριν το τέλος έλαβε χώρα μια μικρή διαβούλευση μεταξύ των μουσικών και μας ανακοινώθηκε πως θα έπαιζαν δυο ακόμα κομμάτια που στην πράξη, προς μεγάλη μας ευχαρίστηση, έγιναν τρία. Πρώτα το PDA, κατόπιν εκτός προγράμματος το Leif Erikson (με τον τόσο χαρακτηριστικό στίχο: But if your life is such a big joke/ Why should I care?) και ως φινάλε φυσικά το καταιγιστικό Slow Hands που παίχτηκε με περισσότερο νεύρο σε σχέση με την προηγούμενη φορά. Με τις αδυναμίες και τα σκαμπανεβάσματα τους, εν τέλει οι Interpol έδωσαν ένα live που δεν άφησε ασυγκίνητους όσους είχαν συναντηθεί ουσιαστικά κάποια στιγμή με τη μουσική τους. Προσωπικά έφυγα γεμάτος για να επιστρέψω στη μεγάλη σκηνή της Πλατείας Νερού.

Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος  
  

Echo & the Bunnymen

Ήταν καλοκαίρι του 1981, όταν αγόρασα το “Heaven Up Here”. Εισαγωγής, που λέγαμε τότε. Στεκόμουν με τις ώρες και χάζευα αυτό το κομψοτέχνημα που είχε για εξώφυλλο, ακούγοντας την επιβλητική του μουσική και κάνοντας άπειρα χειροκίνητα repeat στο πικάπ μου για το μέγιστο “Show Of Strength” και το εκ των κορυφαίων “The Disease”. Δυστυχώς, αυτή τη φορά δεν τα άκουσα να παίζονται ζωντανά, αλλά δε με πείραξε τόσο πολύ, μάλλον γιατί το έχω συνηθίσει. Βέβαια, το δεύτερο το είχα ακούσει στη μαγική όσο λίγες συναυλία της 12/03/06 στο Club 22. Κι αυτή η μουσική επίγευση, που, πιστέψτε με, κρατά μέχρι σήμερα, έγινε η αφορμή να διαλέξω την παρέα του Ian McCulloch από εκείνη του Paul Banks.

Η εξαμελής μπάντα βγήκε στη σκηνή στις 21.30’ και καθόλη τη διάρκεια του σετ της παρέμεινε εκτός των συνηθισμένων σε ανάλογες περιστάσεις προβολών στα video walls. Σε αυτά προβαλλόταν διαρκώς σε δύο εκδοχές του το logo της μπάντας, με τα μέλη να παραμένουν σε μια ελαφρώς υποφωτισμένη και ίσως σύμφωνη με τις «επιταγές» της μουσικής τους σκηνή, εξαιρουμένου του Will Sergeant, που είχε το δικό του προβολάκι σχεδόν πάντοτε αναμμένο. There is a light that never goes out

Τα τραγούδια που έπαιξαν είναι όντως τα πιο αντιπροσωπευτικά του ήχου τους, αν και κάποια άλλα από τα καλύτερά τους έμειναν (πάλι) απέξω. Αυτό όμως έχει να κάνει με τις προσωπικές προτιμήσεις καθενός, οπότε μπορούμε με βεβαιότητα να διαπιστώσουμε ότι τήρησαν τις ισορροπίες, παίζοντας τρία από το “Crocodiles”, δύο από τα “Heaven Up Here”, “Ocean Rain”, “Echo & the Bunnymen” και “Evergreen”, ένα από τα “Porcupine” και “Flowers” και δύο singles.

Ξεκίνησαν κλασικά με το “Going Up”, το οποίο πράγματι αποτελεί την αντιπροσωπευτικότερη εισαγωγή στον πρώιμο ήχο τους. Πλέον, ήμασταν έτοιμοι για το “All That Jazz”, αλλά και το αγαπημένο του κοινού Rescue”. Τι κι αν η φωνή του Ian έχει γνωρίσει καλύτερες μέρες ή τι κι αν το μπάσο, ιδιαίτερα στην προκειμένη περίπτωση, έπρεπε να ακούγεται πολύ πιο δυνατά; Αποδείχτηκε πως, αν αγαπάς ένα τραγούδι, δεν ψάχνεις λόγους για να παραπονιέσαι. Επειδή, όταν αναφερόμαστε σε μια συναυλία έχει ελάχιστο νόημα να λέμε ποια τραγούδια θεωρούμε ως τα καλύτερα, αλλά ποια από όσα παίχτηκαν ερμηνεύτηκαν καλύτερα, πρέπει να ομολογήσω ότι, κατά τη γνώμη μου, το δεύτερο καλύτερο της βραδιάς ήταν απρόσμενα το bluesy εκτελεσμένο Flowers”.

Στη συνέχεια έπαιξαν το κινηματογραφικό “Bring On the Dancing Horses”, που συμπεριλήφθηκε στην ταινία “Pretty in Pink”, όπου μεταξύ άλλων ακούγονταν τραγούδια των Psychedelic Furs, New Order, The Smiths και OMD. Φυσικά δεν παρέλειψαν αργότερα να πουν και το b-side του, το ρυθμικό “Bedbugs and Ballyhoo”. Το υπέροχο “All My Colours” δε βγήκε όσο ατμοσφαιρικό και επιβλητικό άξιζε, παρόλα αυτά όμως το κοινό χειροκρότησε για πρώτη φορά τόσο θερμά. Ύστερα ήρθε η σειρά του πιο ήπια εκτελεσμένου “Seven Seas” και η εύστοχη μείξη του “Nothing Lasts Forever” με το “Walk on the Wild Side” του Lou Reed. Δυστυχώς, το πρόγραμμά τους δε μας επιφύλασσε άλλη διασκευή, κάτι που το 2006 είχε γίνει κατά κόρον και με εκπληκτικό αποτέλεσμα.

Κάπως έτσι φτάσαμε στο καλύτερο κομμάτι της βραδιάς, που ήταν το Over the Wall”, στο οποίο ο Simon Finley έπαιξε τόσο δυναμικά ντραμς, που μας μετέφερε πίσω στις ένδοξες μέρες των αρχών της δεκαετίας του ’80. Το “Never Stop” χαμήλωσε αισθητά την ένταση, για να ακολουθήσει «ένα υπέροχο τραγούδι», σύμφωνα με όσα είπε ο Ian. “The Killing Moon”, λοιπόν, με το κοινό να βιντεοσκοπεί, αλλά τη μπάντα να μη μπορεί να το αποδώσει σύμφωνα με τις προσδοκίες των περισσοτέρων. Το σκληρότερα εκτελεσμένο σε σχέση με το πρωτότυπο πρώτο μισό του “Lips Like Sugar” έδωσε μια καθαρόαιμη post-punk γεύση, γράφοντας τον επίλογο στις 22.26’.

Η μπάντα, παρά τις όχι και τόσο έντονες επιδοκιμασίες του κοινού, βγήκε και πάλι στη σκηνή για να παίξει το «χρωστούμενο» και αγαπημένο “The Cutter”, βάζοντας τίτλους οριστικού τέλους στις 22.33’. Καθώς έφευγε από τη σκηνή, άκουσα από πίσω μου ένα τύπο να λέει: «Τώρα ποια παίζει; Αυτή που κάποτε έλεγε τον Robert Smith χοντρό;» Γελάσαμε όλοι και περιμέναμε να μας κάνει "Peek-a-Boo" ένα Creature από το παρελθόν…

Τάκης Κρεμμυδιώτης

 
Siouxsie Sioux
Η αθηναϊκή νύχτα ήταν έτοιμη να υποδεχθεί μια από τις ελάχιστες εναπομείνασες rock ιέρειες, μια εμβληματική περσόνα που θα μπορούσε να έχει ακόμη πιο ισχυρά κατοχυρωμένη τη θέση της στο μουσικό πάνθεον, αν δεν ήταν για πολλά χρόνια κατηγοριοποιημένη ως dark/goth/cult καλλιτέχνις. Μέσα σε αποθέωση η πανέμορφη 66χρονη Siouxsie, φορώντας ένα αέρινο γαλάζιο σύνολο (μιας που ήταν στην Ελλάδα, όπως είπε), πήρε τη θέση της πίσω από το μικρόφωνο και ξεκίνησε με το Night Shift από το λατρεμένο Juju του 1981.
Το κοινό, στην πλειονότητά του ντυμένο με τις γνωστές «στολές» του dark χώρου, άνθρωποι μετά τα 50 τους αλλά και νέα παιδιά, ακολουθούσαν κάθε κίνηση, κάθε βλέμμα και χειρονομία της ηρωίδας τους. Η Siouxsie Sioux, όπως κάθε χαρισματικός performer, καθοδηγούσε τους υπνωτισμένους ακολούθους της στο φορτωμένο από hits set list της με μια πολύ δεμένη μπάντα που έδινε μια ξεχωριστή glam και πιο beefy διάσταση στο υλικό της. 17 κομμάτια, κυρίως από την θητεία της ως Banshee, και με μερικές εκπλήξεις, όπως το But Not Them των Creatures (που θυμίζει λίγο το Hanging Garden των Cure) ή τα τρία κομμάτια (Here Comes That Day – το οποίο αφιέρωσε στα «καθάρματα πολιτικούς», Loveless και  Into a Swan) από τον προσωπικό της δίσκο Mantaray (2007).
Σχεδόν όλα τα γνωστά κομμάτια παρέλασαν από την Πλατεία Νερού. Από τις πιο σκοτεινές post punk στιγμές (Arabian Knights, Cities in Dust, Israel, Christine, Happy House) μέχρι τις πιο φωτεινές, poppy πλευρές της (Kiss Them For Me, Face to Face), η Siouxsie έκανε ένα ταξίδι στο χρόνο, ξυπνώντας μνήμες για πολλούς ή εισάγοντας πολλούς άλλους στον μυστηριακό της κόσμο.  Δεν θα μπορούσε να λείπει το κλασικό Dear Prudence των Beatles που πολλοί πλέον θεωρούν ότι το έχει οικειοποιηθεί πλήρως, αλλά και το The Passenger που προκάλεσε φρενίτιδα ενθουσιασμού, ανάλογη με αυτήν που είχε προκαλέσει πέρσι, όταν το παρουσίασε ο δημιουργός του, Iggy Pop. Η συναυλία έληξε με το οργιαστικό Spellbound και το κοινό να αποχαιρετά με ευγνωμοσύνη τη Siouxsie που είναι ακόμη εδώ.
Για πόσο ακόμη; Άγνωστο… Η performance ήταν εξαιρετική, αλλά η φωνή δεν μπορούσε να υποστηρίξει εύκολα τα κομμάτια. Υπήρχε μεγάλη δυσκολία στις ψηλές νότες, ενώ εύκολα παρατηρούσε κανείς τη διαφορά φάσης ανάμεσα στη μουσική και στην απόδοση των στίχων. Μπορούσε, επίσης, να διακρίνει τη βραχνάδα στο banter με το κοινό. Δεν γνωρίζω, αν το πρόβλημα αυτό είναι προσωρινό, ή αν είναι σημάδι του πανδαμάτορα χρόνου στις φωνητικές της χορδές, ωστόσο αναντίρρητα το χθεσινό live θα καταγραφεί θετικά στη συλλογική μνήμη όσων το παρακολούθησαν. Διότι παρά τις δυσκολίες και τις αδυναμίες, η Siouxsie απέδειξε για μια ακόμη φορά ότι είναι legend. Πόσες και πόσοι τέτοιοι έχουν απομείνει;
Γιώργος Χριστόπουλος

Soundgaze team

Fix your gaze on music!

Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα