Ίσως ό,τι πιο κοντά μπορούμε να ζήσουμε αυτή τη στιγμή και με τις δεδομένες συνθήκες σε φεστιβαλικη εμπειρία: αυτό μας προσέφερε το τριήμερο του Gimme Shelter Film Festival που έλαβε χώρα στην Τεχνόπολη το προηγούμενο Παρασκευοσαββατοκύριακο. Ένα φεστιβάλ που καθιερώθηκε στη σκηνή του Gagarin 205, στη φετινή του εκδοχή άλλαξε πολλές φορές ημερομηνίες και πρόγραμμα προβολών χωρίς προφανώς να ευθύνεται το ίδιο, αλλά η τέλεση του έγινε οριστική όταν κατέστη δυνατόν να γίνει έστω σε ανοιχτό χώρο. Ακόμα και τώρα πάντως που επιτράπηκαν τα live, οι προβολές ταινιών και γενικότερα οι εκδηλώσεις σε ανοιχτούς χώρους, ο καιρός δεν ήταν ακριβώς σύμμαχος στην προσπάθεια του φεστιβάλ. Ευτυχώς οι βροχές, τα κλασικά πλέον μπουρίνια του Ιουνίου, περιορίστηκαν εκτός των ωραρίων του και έτσι όλες οι εκδηλώσεις έγιναν κανονικά.
Κάθε ημέρα του event χωριζόταν σε τρία διακριτά μέρη. Το πρώτο μέρος ήταν οι live εμφανίσεις (ή αλλιώς, το rock στον φυσικό του χώρο), στη συνέχεια ένα πάνελ συζητούσε για το ντοκιμαντέρ που θα ακολουθούσε, ενώ το τρίτο μέρος, το κυρίως πιάτο της βραδιάς, αφορούσε την προβολή του εν λόγω ντοκιμαντέρ. Παράλληλα με το event έτρεχε και μια τριπλή έκθεση φωτογραφίας (Fade Away Photo Exhibition), με θεματολογία σχετική με τις προβολές του φεστιβάλ. Είχε φυσικά ενδιαφέρον η καταγραφή των στιγμών, συναυλιακών και backstage, των Idles από την Lindsay Melbourne, παραγωγό μεταξύ άλλων του ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε την δεύτερη μέρα, όπως και η ανθρωποκεντρική φωτογραφική άποψη της συνεργάτιδος του φεστιβάλ Jo Brent. Αλλά όταν μιλάμε για το διαχρονικό έργο του Χρήστου Κισατζεκιάν, ενός από τους πλέον γνωστούς και μπαρουτοκαπνισμένους συναυλιακούς φωτογράφους της μικρής μας χώρας, με τεράστιους καλλιτέχνες στο υπέρογκο φωτογραφικό του αρχείο και πολλές αξέχαστες iconic live εικόνες… ό,τι λοιπό συμβαίνει έρχεται δεύτερο!
Κακά τα ψέματα, δεν καταφέρνω να υπερθεματίσω αρκετά ότι μας έλειψαν οι συναυλίες πάρα πολύ οι συναυλίες μέσα στην περίοδο της καραντίνας. Υποκατάστατα όπως streaming συναυλιών, οι οποίες δεν γίνονταν απαραίτητα σε πραγματικό χρόνο, έδωσαν μέσα στην καραντίνα την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε ζωντανές εμφανίσεις, αλλά κακά τα ψέματα δεν συγκρίνεται με τίποτα το φρέσκο, το πραγματικά ζωντανό, αυτό που συμβαίνει μπροστά μας σε πραγματικό μέγεθος με εμάς παρόντες ως ενεργούς θεατές. Έλειψε το χειροκρότημα στους μουσικούς, έλειψε η ζωντανή αυθόρμητη διάδραση κοινού και καλλιτέχνη, έλειψε τέλος πάντων βρε αδερφέ μία ηλεκτρική κιθάρα, ένα μπάσο και ένα set drums να μας συνεπάρουν! Το αυτό φυσικά ισχύει και για τις ίδιες τις μπάντες, οι οποίες εξέφρασαν πολλές φορές μέσα στο τριήμερο τη χαρά τους που ανεβαίνουν ξανά επάνω σε σκηνή μπροστά σε κοινό, έστω και καθημένων.
Για μένα προσωπικά η συναυλία των Remember Lizzy την Παρασκευή ήταν η πρώτη που παρακολουθούσα μετά από πολύ καιρό και, κυρίως, η πρώτη που φωτογράφιζα εδώ και 10 μήνες ανομβρίας… Η συνταγή γνωστή και επιτυχημένη: μουσικοί που γνωρίζονταν μέσω των δικών τους συγκροτημάτων μοιράστηκαν την κοινή αγάπη τους για ένα συγκεκριμένο συγκρότημα και βρέθηκαν μαζί να παίζουν διάφορα κομμάτια του σε εκτελέσεις πιστές στις αυθεντικές. Δεν περιμέναμε καινοτομίες, δεν τις πήραμε και βασικά ειδικά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τις χρειαζόμαστε κιόλας. Οι ύμνοι των Thin Lizzy, οι πολύ καλές εκτελέσεις τους και το κέφι των μουσικών αρκούσαν και περίσσευαν.
Για τους Bazooka, που έδωσαν το εναρκτήριο λάκτισμα της δεύτερης ημέρας, ό,τι και να πούμε ωχριά μπροστά στην ενέργεια που έδειξαν στη σκηνή της Τεχνόπολης. Παραδόξως, παρότι τους παρακολουθώ ανελλιπώς δισκογραφικά και οι τελευταίοι τους δίσκοι μου άρεσαν πάρα πολύ, για μένα ήταν η πρώτη φορά που τους βλέπω ζωντανά από την εποχή που είχαν δύο drummer! Ήταν πάντως εξαιρετικοί και λίαν πωρωτικοί στο ελληνόφωνο πανκ ροκ τους - το οποίο φυσικά ξεφεύγει από το πανκ πολλές φορές. Όταν έχεις σετλίστ με βάση δίσκους όπως η Άχρηστη Γενια και το Zero Hits, δεν γίνεται να λαθεύσεις.
Η τρίτη μέρα ήταν αφιερωμένη στην Ελληνική σκηνή έτσι κι αλλιώς λόγω της προβολής του σχετικού ντοκιμαντέρ, οπότε είχαμε δύο συγκροτήματα να ξεκινήσουν τη βραδιά. Οι Honeybadger παρουσίασαν κυρίως υλικό από το πρόσφατο (2020) ντεμπούτο τους και τα πήγαν αξιοπρεπέστατα στο heavy rock τους. Περιμένουμε την επόμενη δουλειά τους που πιθανότατα θα απεμπλέκεται περισσότερο από τις εμφανείς επιρροές τους.
Οι Whereswilder τελικώς έπαιξαν ακριβώς μετά και δεν έκλεισαν τη βραδιά όπως έγραφε το αρχικό πρόγραμμα, και μάλλον καλύτερα που έγινε έτσι καθώς είχαμε τουλάχιστον την αίσθηση ενός headline show. Αν και ομολογώ ότι προσωπικά ποτέ δεν με εξίταρε η μουσική τους δισκογραφημένη, στο live είναι πραγματικά εντυπωσιακοί χωρίς να διαφοροποιούνται σημαντικά από τις στούντιο εκτελέσεις. Με σπάνιας συνοχής δέσιμο και μια παλαιορόκ νοοτροπία, φαίνεται πως ζωντανά η μουσική τους παίρνει το νόημα που της αρμόζει. Μαλιστα και οι συμμετέχοντες στο πάνελ που ακολούθησε μοιράστηκαν αβίαστα τον ενθουσιασμό τους για την εμφάνιση των Whereswilder.
Τα πάνελ του τριημέρου είχαν επίσης ενδιαφέρον, παρότι λόγω των συνθηκών η σύνθεσή τους δεν περιλάμβανε πολλούς ξένους συνομιλητές. Εκτός από τα ονόματα που είχαν ανακοινωθεί και τελικά δεν κατάφεραν να παραστούν, χάσαμε και την ευκαιρία να έχουμε στο πάνελ της δεύτερης μέρας τον ντράμερ των Idles, Jon Beavis, ο οποίος κατά δήλωσή του καλλιτεχνικού υπεύθυνου του φεστιβάλ και συντονιστή των συνομιλιών Δημήτρη Παπανδρέου είχε ετοιμαστεί ως έκπληξη για όλους μας. Η εκφρασμένη απογοήτευση από το κοινό όταν ανακοινώθηκε πως υπήρχε ένα τέτοιο σχέδιο ήταν χαρακτηριστική…αφήνοντας τελικά τον Άλεξ Μπόλπαση να τα λέει μόνος του με τον Παπανδρέου σε μία παρόλα αυτά κεφάτη ανταλλαγή απόψεων. Ομοίως ευχάριστο ήταν και το πάνελ για το Phil Lynott: Songs For While I’m Away, με εξέχοντες εκπροσώπους του εγχώριου μουσικού τύπου (Χάρης Συμβουλίδης, Σακης Φράγκος, Χάκος Περβανίδης) να ανταλλάσσουν γνώσεις και ιστορίες με θέμα τον ηγέτη των Thin Lizzy.
Όμως ήταν εκεί ο Momus και ο Blaine Reininger για το μίνι αφιέρωμα στη μνήμη του Νίκου Τριανταφυλλίδη, αρχικό εμπνευστή του φεστιβάλ, με ιστορίες από την σχέση και την τριβή τους μαζί του. Εμβόλιμα στην κουβέντα προβλήθηκε το μικρού μήκους αφιέρωμα της Μαρίνας Δανέζη στον εκλιπόντα, με φίλους και συνεργάτες του να μιλούν για εκείνον περισσότερο ως άνθρωπο και λιγότερο ως εξέχουσα προσωπικότητα της νυχτερινής Αθήνας. Ο συντονιστής του πάνελ, Χρήστος Σαρρής, και οι συνδαιτημόνες του ήταν εμφανώς συγκινημένοι σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης.
Εξίσου ενδιαφέρον, και αν θέλετε και πιο relatable για τα μουσικά πράγματα που συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στη χώρα, ήταν όπως αναμενόταν το πάνελ για την Εποχή Της Άρνησης Του Θανάτου. Αν και έλειπε ο συνήθως χειμαρρώδης στο λόγο του Σεραφείμ Γιαννακόπουλος των Planet Of Zeus, τον οποίο βέβαια είδαμε και ακούσαμε εκτενώς στο ντοκιμαντέρ, οι υπόλοιποι συμμετέχοντες (Χρήστος Δανιηλίδης - σκηνοθέτης της ταινίας, Δημήτρης Παναγιωταράκος. Εύα Κολόμβου), έδωσαν τη δική τους εικόνα για την εξέλιξη και ανάπτυξη της Ελληνικής σκηνής τα τελευταία 40+ χρόνια, με πιο σημαντική παράμετρο τον αγώνα των μουσικών και όλων των λοιπών εμπλεκομένων στην υπόθεση σκληρό ροκ στην Ελλάδα για συντήρηση και επιβίωση της μουσικής παραγωγής, συμφωνώντας και διαφωνώντας ανάλογα με την οπτική τους σε μία χρήσιμη για όλους συζήτηση.
Οι ταινίες γύρω από τις οποίες χτίστηκε κάθε βραδιά του φεστιβάλ ήταν φυσικά και το main event του. Το ντοκιμαντέρ Phil Lynott: Songs For While I’m Away παρουσίασε τις γνωστές και άγνωστες πτυχές της ζωής του μέσα από διηγήσεις κοντινών του ανθρώπων και φυσικά συμπαικτών του, ενώ μικρότερο φυσικά ρόλο είχαν οι διάσημοι μουσικoο που επηρεάστηκαν άμεσα από τον ήχο των Thin Lizzy. Η έμφαση δόθηκε λιγότερο στην καριέρα του Lynott (η οποία έτσι κι αλλιώς λίγο-πολύ είναι ευρέως γνώριμη) και περισσότερο στη ζωή του και τις σχέσεις του με τους γύρω του. Επίσης ακούσαμε πολλή μουσική και εκτεταμένα τμήματα τραγουδιών του, κάτι που παραδόξως δεν είναι τόσο προφανές στα μουσικά ντοκιμαντέρ, τόσο ώστε το ντοκιμαντέρ να μοιάζει σε σημεία με συλλογή με video clip. Δεν λέμε όχι… Για τους fans του ντοκιμαντέρ ήταν ό,τι έπρεπε: γνωστές και άγνωστες προσωπικότητες να μιλούν για έναν σπουδαίο μουσικό που έφυγε πραγματικά πολύ πρόωρα, πολλή μουσική από όλες τις καλλιτεχνικές περιόδους του Lynott, η καταγεγραμμένη φωνή του ιδίου σε εξομολογήσεις... Τι άλλο θέλετε;
Για τους Idles πολλά έχουν γραφτεί και ακουστεί τα τελευταία χρόνια, με αφορμή κυρίως το τρομερό σε μουσική και σε τίτλο Joy As An Act Of Resistance. Το ντοκιμαντέρ Don't Go Gentle: A Film About Idles (ο τίτλος ο οποίος, αν δεν έχετε επαφή με την Βρετανική λογοτεχνία, κάτι θα σας λέει αν έχετε εντρυφήσει στο Ιnterstellar του Νolan), γυρίστηκε την περίοδο που περιόδευαν για εκείνο το άλμπουμ. Οι backstage στιγμές κυριάρχησαν στη ροή του ντοκιμαντέρ, ενώ μέρος της έμφασης δόθηκε και στην ενέργεια που βγάζουν στις συναυλίες τους - κάτι που δυστυχώς τελικά δεν μπορέσαμε να δούμε κι εμείς στην Ελλάδα πέρυσι εξαιτίας της πανδημίας. Ένα σημαντικό μέρος του ντοκιμαντέρ ασχολήθηκε με την κοινότητα που έχουν σχηματίσει οι φίλοι του σχήματος στα social media, μία κοινότητα άκρως συμπεριληπτική όπου τα μέλη νιώθουν άνετα να εκφράσουν την αγάπη τους για το γκρουπ, αλλά και να μοιραστούν πολύ προσωπικές ιστορίες και εμπειρίες που ξεφεύγουν από τη μουσική. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε το εν λόγω ντοκιμαντέρ, καθώς η δημιουργός της εν λόγω κοινότητας ήταν συμπαραγωγός σε αυτό. Όταν η μουσική είναι απλώς η αφορμή για να έρθουμε πιο κοντά, ζεστά και ανθρώπινα…
Το ντοκιμαντέρ που έκλεισε το φεστιβάλ προβλήθηκε πρώτη φορά και αφορούσε την Ελληνική σκηνή και κυρίως την άνθηση της τα τελευταία χρόνια. Για όσους έχουν δει το Greek Rock Revolution, η Εποχή Της Άρνησης Του Θανάτου (εξαιρετικός τίτλος) μπορεί και να έμοιαζε με το companion film, το bonus DVD του, αν θέλετε, χχωωρίς βέβαια να υπάρχει τέτοια διάθεση από τους σκηνοθέτες. Αυτό τελικά μόνο καλό μπορεί να είναι, διότι ίσα-ίσα αποζητούμε τον πλουραλισμό στην κάλυψη μιας εποχής πού λογικά θα καταγραφεί ως πολύ σημαντική για το ελληνικό underground (προφανώς εντελώς καταχρηστικός όρος εδώ, αλλά νομίζω ότι γίνεται κατανοητός ακόμα και αν περιλαμβάνει συγκροτήματα του μεγέθους των 1000mods και των Planet Of Zeus). Ενάντια σε ό,τι περιμένει κανείς συνήθως από τέτοιες προσπάθειες, μαγνητοσκοπήθηκαν και κάποιες απόψεις που δεν ήθελαν να ωραιοποιήσουν και να ηρωοποιήσουν την κατάσταση. Ίσως, ως μοναδική παρατήρηση, θα θέλαμε να βλέπαμε μεγαλύτερο πλουραλισμό στα συγκροτήματα και στους εμπλεκόμενους στη μουσική βιοτεχνία της χώρας που μίλησαν και που αναφέρθηκαν στο ντοκιμαντέρ.
Όπως και νά’χει, και με την προσθήκη πλέον αυτού της ταινίας είναι σίγουρο πως, μέσα από τις σχετικές ταινίες τεκμηρίωσης που έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία 15-20 χρόνια, και ο πλέον δύσπιστος θα πρέπει πλέον να έχει πειστεί πως η ελληνική σκηνή, πείτε την είτε alternative είτε heavy rock είτε indie είτε electronic είτε post punk είτε οτιδήποτε άλλο, βρίσκεται σε έναν διαρκή δημιουργικό αναβρασμό που ξεπερνάει κατά πολύ την επιθυμία για οικονομική ανεξαρτητοποίηση μέσω της μουσικής. Οι μπάντες των εναλλακτικών ήχων διαθέτουν έναν καλώς εννοούμενο ερασιτεχνισμό, όρεξη για δημιουργία, τα τελευταία χρόνια πλέον και τις απαραίτητες τεχνικές γνώσεις, ώστε κάποτε να ξεφύγουμε οριστικά από τον αφορισμό “πολύ καλό για ελληνικό” και χάρη πλέον και στην παγκόσμια εξάπλωση του διαδικτύου να ακουστούν βροντερά και οι δικές μας φωνές.
Εν κατακλείδι, ως γενική αποτίμηση του φεστιβάλ, ειδικά για την περίοδο που διανύουμε μόνο καλά λόγια μπορούμε να πούμε. Οργανωτικά άρτιο, δεν ξέφυγε από το πρόγραμμα, το προσωπικό του φεστιβάλ και της Τεχνόπολης ήταν πραγματικά ευγενικό και βοηθούσε σε οποιοδήποτε ερώτημα, η τήρηση των μέτρων εφαρμόστηκε κατά γράμμα, οι προβολές ήταν όλες υψηλής ποιότητας και δεν παρουσίασαν κάποιο αξιοσημείωτο τεχνικό πρόβλημα, οι συναυλίες ήταν εξαίρετες και τα πάνελ διασκεδαστικά, ενίοτε και ουσιαστικά. Πιθανώς θα προτιμούσαμε ένα ελαφρώς φθηνότερο εισιτήριο (όχι ότι τα 15 ευρώ είναι κάποιο τρομακτικό ποσό...) ώστε το φεστιβάλ να αποτελέσει σημαντικότερο πόλο έλξης για το μουσικόφιλο κοινό, όμως πλέον δεν θα απορούσα αν όλα τα εισιτήρια στα επόμενα χρόνια ανέβουν πάνω από τα επίπεδα που ξέραμε και μάθαμε στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Η μουσική βιοτεχνία της χώρας δέχθηκε ελάχιστη βοήθεια από την επίσημη Πολιτεία παρότι πλήχθηκε ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη οικονομική δραστηριότητα. Η οριστική επάνοδος ίσως καθυστερήσει κάποια χρόνια ακόμα, αλλά ως τότε περιμένουμε από όλες τις πλευρές, κοινό και εταιρείες παραγωγής, λιγότερα λόγια και περισσότερα έργα για την στήριξη του εγχώριου καλλιτεχνικού οικοδομήματος.
Ανταπόκριση, φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής
(οι φωτογραφίες που εμπλουτίζουν τα κείμενα των ντοκιμαντέρ προέρχονται απο τα αντίστοιχα τρέιλερ)