To επόμενο Σάββατο, στις 8 Φεβρουαρίου, το Death Disco μεταφέρεται στο Gagarin 205 για το καθιερωμένο, πλέον, minifest. Headliners μια από τις πλέον θρυλικές μπάντες των 80s, οι ξεχωριστοί Chameleons που ακολουθούνται από ένα φανατικό κοινό παγκοσμίως, όμως είναι τραγικά παραγνωρισμένοι από ένα ευρύτερο κοινό. Η ξεχωριστή μουσική τους ταυτότητα με τη νεφελώδη ατμοσφαιρικότητα που απεικονίζει τη γενέτειρά τους, το Manchester, σε συνδυασμό με τους ιδιαίτερους, θλιμμένους στίχους, τούς κατέστησαν τη δεύτερη, ίσως, μετά τους Smiths, teenage angst μπάντα της πόλης.
Χωρίς μεγάλη εμπορική επιτυχία, αλλά με ιδιαίτερη επίδραση στη νέα γενιά dark indie/post punk σχημάτων (βλέπε Interpol, Editors μεταξύ άλλων) οι Chameleons συνεχίζουν την πορεία τους στο χρόνο. Φέτος, περιοδεύουν με τα δύο ιδρυτικά τους στελέχη, το πανίσχυρο συνθετικό ντουέτο των Mark Burgess και Reg Smithies, και είναι βέβαιο πως οι τυχεροί που θα παραβρεθούν στο event του Death Disco που οργανώνει ο αεικίνητος Λεωνίδας Σκιαδάς θα βιώσουν μια συγκλονιστική live εμπειρία.
Ο διαχρονικός ηγέτης των Chameleons Mark Burgess δέχτηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις του Γιώργου Χριστόπουλου για λογαριασμό του soundgaze.gr για μια σειρά θεμάτων που σχετίζονται με την πορεία του συγκροτήματος, τις μουσικές του επιρροές, την άποψή του για τη σκηνή του Manchester και για πολλά ακόμη, αποδεικνύοντας (για μια ακόμη φορά) τη χαώδη ποιοτική διαφορά που οι καλλιτέχνες του παρελθόντος έχουν από τις πλαστικές καρικατούρες του σήμερα που αδυνατούν να συνθέσουν πέντε συλλαβές, όταν η ερώτηση δεν αφορά το σεξ, τα ναρκωτικά ή το αγαπημένο τους χρώμα.
Enjoy!
Πρώτα απ’ όλα, ευχαριστούμε πάρα πολύ που έρχεστε εδώ, είμαστε όλοι πολύ ενθουσιασμένοι! Θα μπορούσατε να μας παρουσιάσετε τη σύνθεση της μπάντας, όπως αυτή θα εμφανιστεί στη σκηνή του Gagarin;
Σας ευχαριστώ. Το line up μας έχει ως εξής: ο Reg Smithies στην κιθάρα, ο Stephen Rice στα τύμπανα, ο Neil Dwerryhouse στην κιθάρα κι εγώ - ο Mark Burgess - στο μπάσο και στα φωνητικά.
Με τους μελαγχολικούς στίχους και τα βαθιά, ατμοσφαιρικά μουσικά τοπία που φιλοτεχνείτε, δημιουργήσατε έναν ιδιαίτερο, ξεχωριστό ήχο, ίσως ανυπέρβλητο μέχρι σήμερα. Πώς δημιουργήθηκε η μοναδική αυτή χημεία; Ποιες ήταν οι κύριες καλλιτεχνικές σας επιρροές;
Δεν ξέρω πώς χτίζεται η χημεία ενός συγκροτήματος για να είμαι ειλικρινής! Θέλω να πω ότι ο πυρήνας της μπάντας, ο Reg, ο Dave και εγώ, γνωρίζαμε ο ένας από τον άλλον από πολύ μικρή ηλικία έχοντας βρεθεί στα ίδια σχολεία και στις ίδιες καταστάσεις, και ακόμη και τότε η μουσική ήταν ο κοινός παράγοντας της σχέσης μας. Η κύρια ασχολία μας ήταν να ανταλλάσσουμε δίσκους ή κασέτες και να μιλάμε για καλλιτέχνες και συγκροτήματα που θα δούμε στην τηλεόραση και θα διαβάσουμε στο μουσικό τύπο. Εκείνη την εποχή κυριαρχούσε ο πιο ποπ προσανατολισμένος prog rock ήχος του Alice Cooper, του Alex Harvey, των Who, του Mike Oldfield, των Sparks, του David Bowie, των T.Rex. Υποθέτω ότι ήταν η punk σκηνή στα τέλη της δεκαετίας του '70 που ενήργησε ως ο πραγματικός καταλύτης για μένα. Ο Dave και ο Reg είχαν ήδη αρχίσει να παίζουν για κάποια χρόνια μέχρι που εγώ τους συνάντησα για να φτιάξουμε μια μπάντα. Ο John Lever ήρθε μαζί μας ως ντράμερ μετά το πρώτo John Peel session και η βασική του επιρροή ήταν οι Genesis, ο Phil Collins και ο Peter Gabriel.
Από τα εφηβικά μου χρόνια στη δεκαετία του '80 θυμάμαι τους πάντες στην εναλλακτική κοινότητα, από όσους άκουγαν post punk, new/dark wave μέχρι αυτούς που προτιμούσαν το πιο τυπικό indie, να συγκαταλέγουν τους Chameleons ανάμεσα στις αγαπημένες τους μπάντες. Απολαμβάνοντας τόσο σεβασμό από τόσους πολλούς, μπορείς να εξηγήσεις γιατί δεν είχατε την εμπορική επιτυχία σχημάτων όπως, ας πούμε, οι Smiths, οι Cure ή οι Bunnymen;
Δεν είχαμε μια σειρά hits στα charts κι ο μουσικός τύπος δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα μαζί μας. Επίσης, μισούσαμε το βίντεο ως διαφημιστικό μέσο και προτιμούσαμε να παίζουμε ζωντανά για να προωθούμε τους εαυτούς μας. Έτσι, δεν είχαμε την ευκαιρία να μας γνωρίσουν περισσότεροι άνθρωποι, ενώ δεν ταιριάζαμε μουσικά με το ρεύμα της εποχής, έχοντας πολύ λίγα κοινά στοιχεία με πολλούς από τους καλλιτέχνες της περιόδου. Δεν καλλιεργήσαμε πραγματικά καμία δημόσια εικόνα, δεν παίξαμε το rock star game όπως οι U2 ή οι Simple Minds. Είχαμε περισσότερα κοινά με τους Fall από οτιδήποτε είχε επιτυχία τότε. Έχουμε την τάση να είμαστε και παραμένουμε στο «υπόγειο», μια μπάντα που θα ανακαλύψετε από έναν φίλο, αντί για κάτι που θα δείτε και θα γνωρίσετε στο MTV.
Προέρχεστε από το Μάντσεστερ, μια "Μέκκα" της εναλλακτικής μουσικής. Πώς αυτή η πόλη ενέπνευσε τόσους πολλούς μουσικούς καλλιτέχνες; Μήπως οι πολιτικές της δεκαετίας του '80 (ο θατσερισμός) επηρέασαν τη μουσική και λυρική προσέγγιση των Chameleons;
Ναι, νομίζω ότι η πολιτική της εποχής έπαιξε σίγουρα το ρόλο της σε αυτό. Είχε σίγουρα τεράστια επίδραση στην έκρηξη του punk. Το Μάντσεστερ είχε μερικούς ισχυρούς punk καλλιτέχνες όπως οι Buzzcocks, οι Fall, o ποιητής John Cooper Clarke, οι Drones, οι Slaughter and the Dogs και διέθεται έναν από τους καλύτερους punk χώρους εκτός Λονδίνου, το Electric Circus. Το post-punk σκηνικό χτίστηκε στην πόλη με τους Joy Division και το Factory Club στο Hulme, το οποίο τελικά εξελίχθηκε μετά στην πασίγνωστη Hacienda. Όλα αυτά ήρθαν να ορίσουν το Μάντσεστερ ως πολιτιστικό κόμβο. Θα ήθελα να αναφέρω επίσης τον αείμνηστο Tony Wilson για τον καθοδηγητικό ρόλο του μέσω της προβολής που έτυχαν οι μπάντες του Manchester στην τηλεοπτική του εκπομπή (σ.σ o Tony Wilson, ιδρυτής της Factory Records, υπήρξε παρουσιαστής στη Granada TV και έδωσε «βήμα» σε πολλές τοπικές μπάντες που έγιναν γνωστές μέσω της εκπομπής του).
Ποιες ήταν οι αγαπημένες σας μπάντες από το Manchester;
Προσωπικά, θα έλεγα οι Buzzcocks και οι Fall ή μάλλον κυρίως ο Mark E. Smith ήταν οι δύο καλλιτέχνες του Μάντσεστερ που αγάπησα πραγματικά. Ήμουν μεγάλος οπαδός των Smiths και αυτών των πρώτων δωδεκάιντσων των New Order. Αρχικά απολάμβανα τους Happy Mondays πριν κάνουν τη μεγάλη επιτυχία στη Factory, όταν ήταν απλά μια ακόμη τοπική μπάντα. Πάντοτε, επίσης, αγαπούσα τον John Cooper Clarke και τον Graham Fallows.
Στο παρελθόν έχετε συνεργαστεί με πολλούς σπουδαίους μουσικούς και μεγάλους παραγωγούς (Steve Lillywhite, David M. Allen, Colin Richardson). Με ποιον θα δουλεύατε και πάλι; Υπάρχουν μουσικοί / παραγωγοί με τους οποίους θα θέλατε να συνεργαστείτε στο μέλλον;
Έχω θετικές εμπειρίες συνεργασίας με όλους και λυπάμαι που ο Steve Lillywhite κατέληξε να μην κάνει παραγωγή στο Script of the Bridge – αντ’ αυτού επέλεξε να κάνει παραγωγή στο War των U2. Τόσο ο Colin όσο και ο Dave Allen ήταν θετικές εμπειρίες σε ό,τι με αφορά. Νομίζω ότι ο παραγωγός που θα αγαπούσα να δουλέψω μαζί του είναι ο Tony Visconti (σ.σ ένας από τους σπουδαιότερους παραγωγούς όλων των εποχών, γνωστός, κυρίως, για τη δουλειά του με τον David Bowie και τους T. Rex).
Μια μάλλον βαρετή ερώτηση. Ποιο είναι το αγαπημένο σας τραγούδι / άλμπουμ των Chameleons;
Δεν ακούω πολύ Chameleons, καθώς μπορώ να γίνω ιδιαίτερα αυτοκριτικός όταν ακούω τον εαυτό μου, προτιμώ να ακούω άλλους καλλιτέχνες. Η αγαπημένη μου εμπειρία ήταν το Script of the Bridge, γιατί ήταν το πρώτο μας άλμπουμ, τα πηγαίναμε πολύ καλά μεταξύ μας και απολάμβανα τις ευκαιρίες που ανοίγονταν τότε και την όλη διαδικασία. Πρόσφατα ερμήνευσα το Strange Times σε μια περιοδεία και πραγματικά μου άρεσε να το κάνω, καθώς είναι ένα αρκετά δύσκολο άλμπουμ για να εκτελεστεί στο σύνολό του, αλλά γενικά δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο τραγούδι εις βάρος κάποιου άλλου.
Θεωρώ ότι το άλμπουμ των Sun and the Moon ήταν φανταστικό, μπορεί εύκολα να συγκριθεί με σχεδόν οτιδήποτε από τους Chameleons. Γιατί δεν συνεχίσατε, από τη στιγμή μάλιστα που είχατε δισκογραφικό συμβόλαιο με τη Geffen;
Λοιπόν, υπήρχαν μυριάδες λόγοι. Καταρχάς, θα γίνω πολύ κυνικός για τη Geffen ως εταιρεία. Πάντα προσπαθούσαν να συστηθούν ως ένα πολύ hip, φιλελεύθερο είδος εταιρείας, αλλά από την εμπειρία μου έκαναν πολλές ηθικές επιλογές που ήταν απλώς απαράδεκτες για μένα και με έκαναν να μην θέλω να έχω κάποια σχέση μαζί τους, οπότε όταν μου δόθηκε η ευκαιρία, εγώ το έσκασα από όλο αυτό. Οι υπόλοιποι στους Sun and the Moon δεν ήταν τόσο χαρούμενοι γι 'αυτό, γιατί πάντα ήθελαν να είναι σε μια μεγάλη δισκογραφική εταιρία κι έτσι ήταν τρομοκρατημένοι. Σε όλα αυτά προστέθηκε το γεγονός ότι μουσικά δεν ήμουν πολύ ενθουσιασμένος με την κατεύθυνση που έπαιρνε η μπάντα, ακουγόμασταν κάπως σαν οι Chameleons «των φτωχών». Ήθελα να κάνω κάτι που ακουγόταν λίγο διαφορετικό, κι όχι ως μια κακή απομίμηση, κι έτσι κατέληξα να ακολουθήσω τον δικό μου δρόμο. Τελικά, οι υπόλοιποι πήραν όλες αυτές τις ιδέες και σχημάτισαν τους Weaveworld και κυκλοφόρησαν ένα δίσκο, τον οποίο απεχθανόμουν. Εγώ από την άλλη δούλεψα για τα τραγούδια που κατέληξαν στη συλλογή Zima Junction, που μισούσαν οι υπόλοιποι. Έτσι, λοιπόν, όλα ήταν αμοιβαία.
Είσαι πίσω στην Ελλάδα. Πώς αισθάνεσαι για την επανασύνδεσή σου με το ελληνικό κοινό;
Ανυπομονώ για τον ήλιο, το υπέροχο φαγητό, την περιπλάνηση στα στενά δρομάκια της παλιάς περιοχής της Αθήνας και τον έντονο ενθουσιασμό για τη μουσική μας που πάντα συναντούμε εκεί. Ναι, είμαι χαρούμενος που θα παίξουμε ξανά στην Αθήνα και είμαι ενθουσιασμένος που έχουμε επανενωθεί με ένα άλλο ιδρυτικό μέλος του συγκροτήματος, τον Reg Smithies, που δεν πιστεύω ότι έχει ξαναζήσει ποτέ την εμπειρία της Αθήνας, κι έτσι ελπίζω ότι θα λάβουμε μια πολύ θερμή υποδοχή.
Κείμενο - Ερωτήσεις: Γιώργος Χριστόπουλος