Δεν θα πρωτοτυπήσω λέγοντας ότι ο Johnny Marr είναι ένας από τους πιο σημαντικούς και επιδραστικούς κιθαρίστες της γενιάς του. Ωστόσο, μετά τους Smiths, ένα από τα μεγαλύτερα βρετανικά συγκροτήματα όλων των εποχών, περιφερόταν από συνεργασία σε συνεργασία, και μετά το 2013, μόνος του (δεν υπολογίζω το Boomslang με τους Healers) χωρίς να μπορεί να βρει βηματισμό ανάλογο του τεράστιου ταλέντου του.
Όμως τα τελευταία χρόνια η τύχη του άλλαξε. Πρώτον, τον βοήθησε το ανελέητο κράξιμο του συνόλου των ΜΜΕ στον Morrissey (δικαιολογημένα για τις πολιτικές του απόψεις, άδικα – κατά τη γνώμη μου – για τη μουσική του), καθώς σε σύγκριση με τον μουρλό, πάντοτε εκτός εποχής και μόδας, Moz που φλερτάρει με την ακροδεξιά, προβαλλόταν ως ο στυλάτος και politically correct Johhny F****** Marr . Δεύτερον, διότι δείχνει να κεντράρει μουσικά σε ένα ύφος που τον βοηθάει να αναδείξει τις δημιουργικές του ικανότητες και ταυτόχρονα να υποστηρίξει τις (σχετικά περιορισμένες) φωνητικές του ικανότητες. Έτσι έφτασε στον καλύτερο, κατά την άποψη του γράφοντος, δίσκο του μετά τους Smiths, το Call the Comet (2018) που περιέχει και το καλύτερο ίσως pop κομμάτι που έγραψε μετά το There is a Light, το Hi Hello.
Το Fever Dreams πατάει στην ίδια περίπου συνταγή με το Call the Comet, εύληπτες μελωδίες σε ένα safe μουσικά πλαίσιο. Η συνταγή του Johnny είναι ένα bombastic άλμπουμ με δυνατά electro beats, μεγάλα riffs και αξιομνημόνευτα ρεφρέν. Σε κάποιες περιπτώσεις αυτό λειτουργεί, σε κάποιες κουράζει. Σίγουρα ένας crooner σαν τον Moz ή τον Brett ή επίσης ένας κλασικός indie rocker σαν τον Liam θα βοηθούσαν να αναδειχθούν τα κομμάτια περισσότερο.
Ο μεγαλύτερος δείκτης επιτυχίας μιας μουσικής δημιουργίας είναι η αντοχή της στο χρόνο. Αγνοώντας την υπερβολική – όπως συνήθως συμβαίνει με καλλιτέχνες ή μπάντες που το μηντιακό κατεστημένο έχει αποφασίσει να προμοτάρει - υμνολογία γύρω από τον Johnny, θεωρώ ότι, παρά το γεγονός ότι η προσπάθειά του είναι καλή, λίγα κομμάτια θα ακούγονται relevant σε 4 ή 5 χρόνια. Ο Marr είναι φανερό ότι έχει επενδύσει σε ένα «εύκολο» arena pop/rock (με επιρροές από Depeche Mode μέχρι Kasabian) που όμως δεν μπορεί να φτάσει το αδιανόητο επίπεδο της δημιουργικής του ακμής με τους Smiths (ακόμη και με τους Electronic) και που σε λίγο καιρό θα ακούγεται παλιομοδίτικο. Ίσως μάλιστα η συνειδητή του προσπάθεια να κρατήσει αποστάσεις από την indie pop του παρελθόντος προκειμένου να οριοθετήσει το παρόν και το μέλλον του να του στοιχίζει στην προσπάθειά του να φτιάξει κάτι πολύ αξιόλογο.
Βέβαια το Fever Dreams ακούγεται ευχάριστα και υπάρχουν στιγμές που θυμίζει old days, όπως, πχ, στο κιθαριστικό τμήμα του Lightning People, που μας φέρνει αναμνήσεις του Strangeways Here We Come, στις καμπανιστές κιθάρες και τα a la New Order beats του Night and Day και στο κλείσιμο του λυρικού Human, όπου ο στροβιλισμός του riff θυμίζει έντονα το What She Said. Το επικό άνοιγμα Spirit Power and Soul και το απολαυστικά πομπώδες Sensory Street είναι ίσως οι καλύτερες versions του εμπορικού indie που πλασάρει ο Johnny, ενώ το post punk Counter Clock World και το glam Ghoster επιβεβαιώνουν την άνεσή του να φλερτάρει με διάφορα είδη.
Το ζήτημα με τον Johnny Marr είναι πως, παρά τη συμπάθεια και την υποστήριξη από κοινό και κριτικούς, οι δουλειές του μετά τους Smiths πάσχουν από ένα βασικό ουσιαστικό στοιχείο, την έλλειψη της καθοδηγητικής δύναμης που θα έδινε στο project μια άλλη οντότητα. Συνελόντι ειπείν, ο Johnny μπορεί να είναι βιρτουόζος κιθαρίστας και σπουδαίος συνθέτης, δεν είναι όμως ηγέτης και χρειάζεται πάντοτε κάποιον σαν τον Morrissey (ή τον Matt Johnson ή τον Bernard Sumner) που μπορεί να κατευθύνει το ταλέντο του και να του δώσει κίνητρο και έμπνευση. Επομένως, μια χαρά είναι οι solo δουλειές του σπουδαίου Johnny Marr, όμως έχουν ένα πολύ φανερό όριο.
7/10