Η αναβίωση του post punk/new wave γνώρισε μεγάλες δόξες εκεί κάπου στα μέσα τις προηγούμενης δεκαετίας. Πολλές μπάντες, άλλες δικαιολογημένα, άλλες λιγότερο, άλλες παντελώς αδικαιολόγητα εκμεταλλευόμενες απλώς το momentum, βρέθηκαν να απασχολούν την δημοσιότητα. Η συγκεκριμένη αναβίωση, στο σύνολό της σχεδόν, ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, προσωπικά μου φέρνει στο μυαλό την... κινέζικη κουζίνα (και όχι, δεν το έχω χάσει τελείως): η κινέζικη κουζίνα που θα δοκιμάσουμε στην Ευρώπη, απέχει πάρα μα πάρα πολύ από την αυθεντική. Δε λέω, κάποια υλικά είναι κοινά, κάποιες γεύσεις σίγουρα, αλλά όταν δοκιμάσεις το αυθεντικό, αντιλαμβάνεσαι την διαφορά, είτε σου αρέσει, είτε όχι (μάλλον όχι αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας). Αυτό ακριβώς συνέβη και με την αναβίωση του post punk. Καλά συγκροτήματα υπήρξαν (και υπάρχουν), όμως έχω την εντύπωση ότι υπήρξε μία γενική προσπάθεια είτε εκμοντερνισμού, συχνά άνευ δημιουργικού υποβάθρου, είτε και «ωραιοποίησης» ακριβώς για να μπορέσει το προϊόν να πουληθεί ευκολότερα σήμερα. Όταν όμως φέρει κανείς στο μυαλό του το αυθεντικό, η διαφορά γίνεται αμέσως αντιληπτή. Κάπου στην προσπάθεια να προσεγγίσουν ένα νεανικό κοινό που δεν είχε, εύλογα, ιδέα για το τι ακριβώς σήμαινε όλο αυτό, πολλοί καλλιτέχνες έχασαν την ουσία. Το πρόβλημα όμως αυτό σαφώς δεν αφορά τους Victory Collapse. To αθηναϊκό γκρουπ παίζει post punk σε όλο του το αδυσώπητο, σκοτεινό, πρωτόγονο, επιθετικό συχνά μεγαλείο, χωρίς να το απασχολούν τα trends. Είναι πρόβλημα αυτό; Θα μπορούσε να είναι, θεωρητικά, όχι όμως σε αυτή περίπτωσή. Και αυτό, γιατί σε όλη αυτή την εξίσωση, το σημαντικότερο στοιχείο είναι ότι οι Victory Collapse παίζουν αυτή την μουσική που παίζουν όχι διότι την επέλεξαν μεταξύ πολλών άλλων ειδών ως πιο «πιασάρικη», πιο κοντά στο look τους κλπ ανούσια, αλλά διότι αυτή είναι η μουσική που τους εκφράζει πραγματικά, άρα οποιαδήποτε άλλη επιλογή θα ήταν παράταιρη.
Το αποτέλεσμα είναι ότι αυτή η τρίτη κυκλοφορία τους, που τιτλοφορείται Atlas, ηχεί ακριβώς όπως οποιαδήποτε ηχογράφηση του 1980, ας πούμε. Και αν θα έπρεπε να αναφέρουμε κάποια επιρροή η οποία δίνει τον τόνο στην ηχογράφηση, πιο σωστά, ένα πιο συγκεκριμένο σημείο αναφοράς μεταξύ πολλών άλλων που θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε, αναγκαστικά θα πρέπει να μιλήσουμε για τους Birthday Party. Αυτούς ακούμε στο ορμητικό The Lightning με το οποίο ξεκινά ο δίσκος, όπως και στα I Is A Beast (εξαιρετικό το θέμα στα φωνητικά), Atlas Blues (που λοξοκοιτάει και προς τους Scientists) και Grey Sirens. Παραμορφωμένο μπάσο, απλά κιθαριστικά θέματα, που στις πιο θορυβώδεις στιγμές τους παραπέμπουν στους Stooges, αφαιρετικοί στίχοι και καλή μεν, μινιμαλιστική δε παραγωγή, που σου δίνει την αίσθηση ότι ξαφνικά βρίσκεσαι στο γκαράζ που κάνει πρόβες το συγκρότημα (αυτό κάποιος ίσως να το κατέγραφε ως αρνητικό, όχι όμως ο γράφων). Το ίδιο ισχύει και για το Cold Spring, το πιο χαμηλών τόνων κομμάτι του δίσκου συγκριτικά, το οποίο χρωματίζεται από την κιθάρα που φλετράρει με το rockabilly έως και την country, σε μία πολύ ενδιαφέρουσα αντίθεση με τα σκοτεινά φωνητικά, αλλά και με το Burning Hearts, που αποτελεί μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες συνθέσεις του δίσκου: εδώ αν ακούσει κανείς προσεκτικά θα ανακαλύψει μία μελωδία, η οποία κάλλιστα θα μπορούσε να είχε γραφτεί από οποιοδήποτε άγνωστο garage συγκρότημα των 60s, ιδίως από αυτά που φλέρταραν με την pop, όμως η παραγωγή, η ενορχήστρωση και ιδίως το θέμα στο σαξόφωνο εκτροχιάζουν το κομμάτι, αλλάζοντάς του υφή και φέρνοντάς το πιο κοντά στο υπόλοιπο ύφος του δίσκου.
Κάπου εδώ όμως τελειώνει και η επίδραση της παλιάς παρέας του Cave: Το Leftover (δεύτερο του δίσκου) με την πολύ καλή δουλειά στην κιθάρα, βρίσκεται πιο κοντά στους Echo & The Bunnymen, ίσως και στους Joy Division, ενώ τα τρία υπόλοιπα κομμάτια, τα οποία, μάλλον όχι συμπτωματικά είναι και τα τελευταία του άλμπουμ (λειτουργούν δηλαδή σχεδόν σαν ξεχωριστή ενότητα), μάλλον πιο κοντά στους Gang Of Four ηχούν. Η σημείωση εδώ είναι ότι είναι οι πιο αδύναμες συνθέσεις, συγκριτικά πάντα, διότι δεν μιλάμε για κακά κομμάτια. Ειδική μνεία πάντως αξίζει στο Oblivionville που είναι η σαφώς πιο ενδιαφέρουσα σύνθεση από αυτές τις τρεις (έχω την εντύπωση ότι ίσως ήταν ακόμη καλύτερη αν ήταν παιγμένη πιο γρήγορα).
Οι Victory Collapse στην πραγματικότητα συνεχίζουν με ευσυνείδητο όσο και ποιοτικό τρόπο την αξιόλογη πορεία τους, με δικά τους αποκλειστικά μέσα, σε μία εποχή που ο όρος DIY έχει κακοποιηθεί. Το Atlas έρχεται απλώς να πιστοποιήσει ότι όλη αυτή η προσπάθεια αξίζει τον (αρκετά μεγάλο, υποψιάζομαι) κόπο.
7.5/10