Η επιστροφή με καινούριο υλικό των Warlocks από το Λος Άντζελες, που δικαιολογημένα μπορούν να περηφανεύονται ότι είναι από τους πρωτοπόρους του τόσο δημοφιλούς τα τελευταία χρόνια νεο-ψυχεδελικού ήχου, αφού υπάρχουν από το 1998, είναι γεγονός. Στην πραγματικότητα όμως το υλικό δεν είναι καινούριο, αφού ο δίσκος περιλαμβάνει ακέκδοτα κομμάτια που ο ιθύνων νους και μόνο σταθερό μέλος Bobby Hecksher έχει συνθέσει σε βάθος δεκαετίας, αλλά για διάφορους λόγους έμειναν «στο ράφι». Το τελευταίο αυτό γεγονός προκαλεί αφ’ εαυτού έκπληξη, διότι στο Songs From The Pale Eclipse συναντάμε πραγματικά πολύ καλές συνθέσεις. Είναι όμως αξιοπρόσεκτο και για το λόγο ότι τα κομμάτια αυτά παρουσιάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό μία ενότητα ύφους που λογικά θα προσιδίαζε σε συνθέσεις που δεν απέχουν μεταξύ τους χρονικά. Σκοτεινές, νυχτερινές μελωδίες είναι αυτές που διατρέχουν την όλη ηχογράφηση με λίγες εξαιρέσεις. Και αν όπως είναι αναμενόμενο, το απόλυτα αναγνωρίσιμο νεο-ψυχεδελικό ύφος είναι παρόν (το οποίο πάντως, αν θέλουμε να είμαστε απολύτως ακριβείς, είναι ούτως ή άλλως ένα κράμα ψυχεδέλειας και άλλων ακουσμάτων, όπως το shoegaze), υπάρχει συγχρόνως και americana στην εξίσωση, όχι όπως την παίζουν οι απανταχού γενειοφόροι διανοούμενοι, αλλά οι Gun Club και όχι μόνο. Από την άλλη, αυτό που λείπει σε μεγάλο βαθμό είναι τα χαμένα στην αντήχηση ψυχεδελικά jams του παρελθόντος, κάτι που θεωρητικά θα μπορούσε να δυσαρεστήσει κάποιους σκληροπυρηνικούς οπαδούς, άδικα σίγουρα, αφού τα χαώδη jams δεν είναι αυτοσκοπός, ούτε βέβαια λειτουργούν καλά σε όλες τις συνθέσεις.
Η αλήθεια είναι ότι ο δίσκος δεν είναι βαρύς, μας το είπε και ο Hecksher στη συνέντευξη που μας παραχώρησε. Φυσικά δεν φτάνει στον αντίποδα με το να γίνεται ανάλαφρος. Δεν πρόκειται με αυτή την ηχογράφηση να κερδίσουν οι Warlocks τα χρήματα που ποτέ δεν κέρδισαν, κοντολογίς. Από την άλλη μεριά, το Songs From The Pale Eclipse διακρίνεται και για την αίσθηση του μέτρου που οι Warlocks επιδεικνύουν. Όλα υπάρχουν, οι κιθάρες, ο θόρυβος, η μελωδία, το συναίσθημα, η ψυχεδέλεια αλλά και το rock’n’roll σε προσεγμένες δόσεις. Όπως όμως είπαμε, η πλάστιγγα γέρνει υπέρ της μελωδίας. Δεν μπορώ να φανταστώ πάντως ακούγοντας το δίσκο πως αλλιώς θα λειτουργούσαν καλύτερα ή θα αναδεικνύονταν περισσότερο οι συνθέσεις του. Ο Hecksher και η παρέα του έκαναν στο στούντιο ακριβώς όσα έπρεπε να κάνουν για να παραδώσουν ένα πραγματικά καλό αποτέλεσμα. Η πρώτη τριάδα του δίσκου το αποδεικνύει με τον πλέον παραστατικό τρόπο: Το Only You είναι μία σύνθεση σκοτεινή, που κλείνει μουσικά το μάτι στους Ride όσο και στους Brian Jonestown Massacre. το Lonesome Bulldog μόνο ως americana μπορεί να χαρακτηριστεί (έστω και με ένα ψυχεδελικό άγγιμα), άλλωστε η ομοιότητά του με το ιστορικό Sixteen Ways των Green On Red είναι σαφής, κάτι που τα λέει όλα. Το Easy To Forget πάλι, θα μπορούσε να πούμε ότι αποτελεί κάτι σαν συνδυασμό των δύο προηγούμενων κομματιών. Κοινό σημείο των τριων κομματιών, ότι αποτελούν πραγματικά όμορφες συνθέσεις, από αυτές που σου μένουν. Από εκεί και πέρα άξια αναφοράς είναι το We Took All The Acid (σώπα!) που πηγαίνει από τους Spacemen 3 στους Spiritualized, το πανέμορφο, ταξιδιάρικο Love Is A Disease, που παρά το ότι είναι από τις δυνατές σχετικά συνθέσεις του δίσκου, έχει ένα folk άγγιγμα στην μελωδία του, αλλά και το αργό αλλά αρκετά ανάλαφρο από άποψη διάθεσης σε σύγκριση με το υπόλοιπο υλικό Dance Alone, που συνδυάζει το ηλεκτρικό με το ακουστικό, αποτελεί και την πλέον σαφή αναφορά στους «πειραγμένους» της Δυτικής Ακτής του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ’60. Ενδιαφέρον είναι επίσης ότι το Drinking Song και το (αφελές, πάντως, στιχουργικά) The Arp Made Me Cry φαίνονται να κινούνται γύρω από παραλλαγές του βασικού θέματος του Space Oddity του Bowie, πιθανότατα ηθελημένα. Τα συγκεκριμένα πάντως κομμάτια συνεισφέρουν στο να να γύρει η πλάστιγγα υπέρ της μελωδίες, όπως λέγαμε πρωτύτερα. Και το πολύ καλό Ι Warned You που πάει από τους Stones στους Velvets δεν αλλάζει σίγουρα την γενική αυτή εικόνα, αλλά προσθέτει ποικιλία, κάτι προφανώς ευπρόσδεκτο.
Αυτό που αξίζει εν τέλει να συγκρατήσετε είναι ότι η παρούσα ηχογράφηση βρίσκει τους Warlocks σε πολύ καλή φόρμα, επομένως είναι σαφέστατα υψηλού επιπέδου, με το υλικό να βρίθει καλών ιδεών, που έχουν (και αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο) δουλευτεί πάρα, μα πάρα πολύ καλά. Μένει να δούμε στις 15 Σεπτεμβρίου στο An πως λειτουργεί το υλικό αυτό επί σκηνής. Η αίσθησή μου είναι ότι θα λειτουργήσει άψογα. Εκεί θα είμαστε και θα μάθουμε από πρώτο χέρι.
8/10