Το περίφημο reunion των Last Drive το 2007, όπως αποδείχτηκε στην πράξη, αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον τόσο του κοινού για τη μουσική τους (λογικό και αναμενόμενο) όσο και των ίδιων των μελών της μπάντας, ώστε να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση τους με τη μουσική γενικότερα. Σε αυτό το πλαίσιο ο Αλέξης Καλοφωλιάς δημιούργησε τους πολύ καλούς Holy Strangers με τους οποίους μετρά ήδη ένα επιτυχημένο ντεμπούτο, ενώ ο Γιώργος Καρανικόλας «επανέφερε στη ζωή» τους Blackmail, ως BLML αυτή τη φορά, κυκλοφορώντας δυο εξαιρετικούς δίσκους (The Gift, 2011 και Panopticon, 2015). Ο Καρανικόλας δεν σταμάτησε όμως εκεί μιας και φέτος επανήλθε με ένα ολοκαίνουριο project υπό το όνομα Omega Ray (ή Ω-Ray). Συνοδοιπόροι του σε αυτό το νέο ταξίδι οι Στέφανος Φλώτσιος (ο έτερος κιθαρίστας στον Last Drive) και οι Άγγελος Κώττας και Κώστας Λουκόπουλος σε κρουστά και τύμπανα αντίστοιχα.
Ακούγοντας το παρθενικό πόνημα των Omega Ray, το πρώτο στοιχείο που κεντρίζει το ενδιαφέρον είναι η χρήση αποκλειστικά ελληνικού στίχου. Για κάποιους αυτό μπορεί να αποτελέσει έκπληξη, όσοι όμως έχουν παρακολουθήσει προσεκτικά την πορεία του Καρανικόλα και των Last Drive κατ’ επέκταση, γνωρίζουν ότι ο Καρανικόλας είχε δημιουργήσει πολύ παλαιότερα το project Το Φως και η Σκιά του και με τη συνδρομή των Καλοφωλιά και Μιχαλάτου (δηλαδή τα τρία ιδρυτικά μέλη των Drive μαζί) ηχογράφησαν το φερώνυμο EP (το οποίο παρεμπιπτόντως έτυχε μιας πολύ προσεγμένης επανέκδοσης πριν λίγα χρόνια), όπου κι εκεί οι στίχοι ήταν στα ελληνικά. Κι όλα αυτά το μακρινό 1986, τη χρονιά που κυκλοφόρησε το μυθικό Underworld Shakedown, το ντεμπούτο των Drive. Συνεπώς δεν έχουμε να κάνουμε με την πρώτη απόπειρα του Καρανικόλα να εκφραστεί στη γλώσσα μας. Το κάνει μάλιστα με ένα τρόπο ιδιαίτερο, οι λέξεις μοιάζουν να έχουν επιλεχθεί μια προς μια, ακόμα και η εκφορά τους έχει τη δική της σημασία (ακούστε με πόσο θέρμη προφέρεται η λέξη «παν»).
Στο μουσικό κομμάτι, οι πέντε συνθέσεις που περιλαμβάνει το άλμπουμ απλώνονται ελεύθερα χωρίς περιορισμούς ως προς το ύφος ή τη διάρκεια. Το εναρκτήριο Ο Φάρος χαρακτηρίζεται από την μελωδικότητα, τις παραμορφωμένες κιθάρες και τα ασυνήθιστα ήπια φωνητικά του Καρανικόλα. Στον Ξενιστή που ακολουθεί, όμως, ο ήχος γίνεται σαφώς βαρύτερος, οι κιθάρες πιο επιθετικές, ενώ η τόσο χαρακτηριστική βραχνάδα της φωνής του Καρανικόλα κάνει την εμφάνιση της. Στην Οξείδωση βρίσκουμε το σχήμα να στρέφεται προς πιο φολκ λογική, κινούμενο σε πιο χαλαρή ατμόσφαιρα πριν την ουσιαστική και τυπική κορύφωση με τα δύο τελευταία κομμάτια του δίσκου, τα μεγάλης διάρκειας Κυκλικός Χορός και Αίτνα. Το πρώτο είναι ένα ψυχεδελικό έπος 18 λεπτών και το δεύτερο ένα prog ντελίριο που ξεπερνά τα 20 λεπτά (όσοι επιλέξουν την έκδοση σε μορφή CD -το οποίο ως φορμάτ κάποιοι από εμάς δεν υποτίμησαν ποτέ- θα ανταμειφθούν με την πλήρη εκτέλεση του Αίτνα, δηλαδή 14 απολαυστικά λεπτά επιπλέον!). Αμφότερα ξεκινούν συμβατικά στο μέρος που ακούγονται οι στίχοι, όταν όμως αυτοί τελειώνουν, εξελίσσονται συναρπαστικά, «ξεχειλώνοντας» χωρίς ωστόσο να κουράζουν στιγμή. Η αστείρευτη αγάπη του Καρανικόλα για τους Pink Floyd ίσως εδώ να παρουσιάζεται στην πιο πλήρη έκφραση της.
Συνολικά ιδωμένο το ντεμπούτο των Omega Ray είναι ένας δίσκος πλούσιος, μεστός και -γιατί όχι;- εντυπωσιακός. Κάθε ακρόαση είναι βέβαιο ότι σου αποκαλύπτει νέα πράγματα, κρυφές λεπτομέρειες. Το γεγονός, επίσης, ότι ηχογραφήθηκε ολόκληρος live μέσα σε μια μέρα (Φεβρουάριος του 2015) του χαρίζει μια ζωντάνια αξιοπρόσεκτη, είναι σαν το γκρουπ να τζαμάρει για δική του ευχαρίστηση, μόνο που ο αυτοσχεδιασμός και το «χύμα» της φάση το κάνουν ακόμα πιο ιντριγκαδόρικο. Έχουμε να κάνουμε από κάθε άποψη με μια θαυμαστή δουλειά, από τις αρτιότερες, των τελευταίων χρόνων στην εγχώρια δισκογραφία.
Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε ότι η λογική της χρήσης των παράλληλων με το βασικό σχημάτων (side projects, αν προτιμάτε) από τον Καρανικόλα (αλλά και τον Καλοφωλιά) είναι υποδειγματική (και δεν είναι λίγα τα παραδείγματα, κάποια από αυτά είχαμε καταγράψει εδώ). Οι Omega Ray τώρα και οι Blackmail παλιότερα αποτελούν το όχημα για να δοκιμάσει πράγματα που δεν θα είχε τη δυνατότητα στο πλαίσιο των Last Drive και σε καμία περίπτωση μια ευκαιρία για αναπαραγωγή μιας ήδη πετυχημένης συνταγή (παγίδα στην οποία έχουν πέσει τόσοι και τόσοι μουσικοί). Άλλος ένας ακόμα λόγος που καθιστά τους Last Drive, αλλά και τους μουσικούς που τους απαρτίζουν, μοναδικούς για τα ελληνικά δεδομένα.
8/10


