Δευτέρα, 10 Σεπτεμβρίου 2018 12:36

The Adicts – The Albums 1982-87 (Captain Oi!, 2018)

Written by 

Σίγουρα δε θα υπήρχαν και πολλοί το 1975 που πίστευαν πως η μπάντα των Afterbirth & The Pinz, που μόλις είχε ξεκινήσει από το μάλλον στείρο ως μουσικομάνα Ipswich, θα είχε την αναγνώριση και τη μακροβιότητα που όντως απολαμβάνει. Μη σας μπερδεύει αυτό το όνομα, ούτε και τα αποσπασματικά Fun Adicts και ADX, που ακολούθησαν για λίγο στην πορεία: μιλάμε για τους αρχικά οργισμένους και στη συνέχεια πιο κατασταλαγμένους The Adicts. Δηλαδή, για τη μπάντα που ανδρώθηκε στην καρδιά της λαίλαπας του punk, γνώρισε αρκετή δημοτικότητα μέχρι τα μέσα των 80s και εξακολουθούσε μέχρι προ τινος να παίζει με την ίδια ακριβώς σύνθεση που ξεκίνησε πριν σαραντατρία χρόνια! Κι αυτό το τελευταίο, που έχει ιδιαίτερη σημασία, μόνο συχνά δεν το ακούει κανείς...

Οι Adicts δεν ήταν μια μπάντα που την προσπερνούσες εύκολα. Μια φορά αν είχες δει τον τραγουδιστή Keith 'Monkey' Warren, δε θα τον ξεχνούσες εύκολα, όχι μόνο λόγω της σκηνικής του παρουσίας, αλλά και λόγω της εμφάνισής του, η οποία παρέπεμπε ευθέως στον ντρούγκη του Clockwork Orange. Μαζί του έπαιζαν οι Pete Davison (κιθάρα), Mel Ellis (μπάσο) και Michael 'Kid' Davison (ντραμς). Γνώρισαν την ακμή τους το 1982, αρχής γενομένης με το single Viva La Revolution που κυκλοφόρησε τον Ιούλιο, ενώ είχαν στο μεταξύ ήδη κυκλοφορήσει το ντεμπούτο άλμπουμτους με τίτλο Songs of Praise (#21 στο Independent Chart) και το EP Lunch With the Adicts. Κι όχι μόνο αυτά, αφού είχαν ηχογραφήσει ένα session για λογαριασμό του John Peel, με το οποίο εδραιώθηκαν ως live μπάντα, ανοίγοντας συναυλίες σε δημοφιλή ονόματα της εποχής, όπως του τρομερά δημοφιλούς (σχεδόν μόνο) στην Βρεατανία Gary Glitter, λόγω του οποίου δε συνέδεσαν το όνομά τους αποκλειστικά με την πρώτη και μάλλον ανίατη αγάπη τους: το punk. Ακριβώς τότε ήταν που ήρθε η σειρά του καλύτερου άλμπουμ τους, του Sound of Music, για να ακολουθησυν όσα επιχειρεί και επιτυγχάνει απόλυτα να καλύψει το The Albums 1982-87. Το boxset αυτό αποτελείται από πέντε ψηφιακούς δίσκους, με όλες τις κυκλοφορίες των Adicts κατά την εξαετία 1982 έως 1987, καλύπτοντας πλήρως μέσα από εξήντα εννέα τραγούδια την πιο ουσιαστικά δημιουργική punk και pop-punk φάση του συγκροτήματος.

Ο πρώτος δίσκος περιλαμβάνει αυτούσιο το Sound of Music το καθαρόαιμο punk έπος τους, που έφτασε στο #2 του Independent Chart, αλλά και του National Top 100, όπου παρέμεινε για μία εβδομάδα, κάτι που ήταν κάθε άλλο παρά συνηθισμένο για ένα punk άλμπουμ. Κυκλοφόρησε το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς από την Razor Records, ενώ την παραγωγή έκαναν οι Harry T. Murlowski και Steve Tannett (Menace). Με το δίσκο αυτό οι Adicts απέδειξαν ότι μπορούσαν να γράψουν εκπληκτικά τραγούδια, που στέκονταν επάξια δίπλα σε εκείνα των Buzzcocks ή των Undertones, αν και ποτέ δε μπόρεσαν να φτάσουν τη δημοτικότητα εκείνων, πολύ μάλλον περισσότερο των Ramones. Κι όμως, τo punk τους ήταν δυναμικό και βγαλμένο προς τα έξω με θεατρικότητα και αυτοπεποίθηση. Από τη σαλεμένη εισαγωγή του How Sad και το πάθος του σιαμαίου του 4-3-2-1 μπορεί κανείς να καταλάβει τι τον περιμένει στη συνέχεια. Το καθαρόαιμο catchy punk rock των Johnny Was a Soldier, του My Baby Got Run Over by a Steamroller και του A Man's Gotta Do δε γίνεται να μη σε συνεπάρει, όπως, φυσικά, και το Joker in the Pack, με το οποίο συνυπάρχουν σε σαφές punk υπόβαθρο οι Bauhaus και οι String Driven Thing!

Ο δεύτερος δίσκος είναι το τρίτο στούντιο άλμπουμ τους, το Smart Alex, το οποίο κυκλοφόρησε επίσης στην Razor Records το Σεπτέμβριο του 1985 και έφτασε στο #7 του Indie Chart, αποτελώντας την τελευταία είσοδό τους στο Top Ten. Στο δίσκο αυτό γίνεται αντιληπτή μια στροφή προς το pop-punk, που θα συνοδεύει τη δημιουργία τους στο εξής, χωρίς όμως να μετατρέπει τα τραγούδια τους σε προϊόντα κατανάλωσης pop ακροατηρίων. Εδώ υπάρχει το τραγούδι Tokyo, όμως αυτό είναι ηχογραφημένο σε διαφορετική εκδοχή από εκείνη που είχε προηγηθεί ως single. Άξια λόγου είναι το Ode to Joy, που αποτελεί «διασκευή» του μέρους της Ενάτης Συμφωνίας του Μπετόβεν, αλλά και το Jelly Babies με την εθιστική κιθαρα του, όπως και το Maybe, Maybe Not, με το οποίο αφήνουν για λίγο στο πλάι τα pop στοιχεία τους και καταπιάνονται με σκέτο punk.

Ο τρίτος δίσκος ειναι το σχετικά σπάνιο τέταρτο στούντιο άλμπουμ τους, το Fifth Overture, που αρχικά κυκλοφόρησε το 1986 στη Γερμανία, μέσω της SL Records (θυγατρική τη Gama Records). Πριν επανακυκλοφορήσει για πρώτη φορά από την Captain Oi! Records το 2002 θεωρείτο ως collector's item. Ουσιαστικά, αυτός ήταν ο δίσκος - σταυροδρόμι, με τον οποίο οι Adicts συνειδητοποίησαν πλήρως πως το νέο αγοραστικό κοινό, που εγγυόταν τη μακροβιότητα της μπάντας, δεν ενδιαφερόταν για ακραιφνείς punk δίσκους, αλλάζοντας αρκετά το μέχρι τότε στυλ τους με τη χρήση του keyboard ως κύριου οργάνου - μέσου έκφρασης της έμπνευσής τους. Για να ξεπεραστούν κάποια εμπόδια και να γίνει ο δίσκος προσβάσιμος στο ευρύ κοινό, μεσολάβησε μια  κυκλοφορία του με επιπλέον τραγούδια από το Bar Room Bop EP του 1985. Οι σκληροπυρηνικοί οπαδοί του Sound of Music δε χάρηκαν και τόσο με την τοποθέτηση του punk σε δεύτερο πλάνο και τις εμφανείς new wave επιρροές των Put Yourself in My Hands, Na Na Na και I'm Yours, παρά την «αποζημίωση» που απλόχερα δόθηκε με τι κιθάρες των Two Timing Me, She's a Rocker και Dangers.

Στον τέταρτο δίσκο περιλαμβάνονται δεκαοκτώ τραγούδια που δε «χώρεσαν» σε κάποιο άλμπουμ, μεταξύ των οποίων το single και σημείο αναφοράς Viva La Revolution και το Bar Room Bop EP, μαζί με B-sides και 12” mixes. Ο τελευταίος δίσκος έχει δεκατέσσερα ηχογραφημένα ζωντανά τραγούδια, που κυκλοφόρησαν από τη Link Records ως Live and Loud. Όπως είναι αναμενόμενο, το The Albums 1982-87 συνοδεύεται από βιβλιαράκι με εκτενείς σημειώσεις και σπάνιες φωτογραφίες του Tony Mottram.

Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα