Αγαπητοί Press Club, το Wasted Energy μου άρεσε πολύ, αλλά... ντροπή σας! Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά. Καλά, από δώδεκα ολόκληρα τραγούδια μόνο στο I'm in Hell βρήκατε να αποτίσετε φόρο τιμής στη αιωνίως βασιλεύουσα 80s garage rock πατρίδα σας; Για πάρτε το αλλιώς, παρακαλώ. Τουλάχιστον, ας το λέγατε I’m in Heaven, γιατί εκείνες οι Αυστραλέζικες κιθάρες δεν έχουν ξεπεραστεί ακόμα.
Οι Press Club, κατά κάποιον τρόπο, είναι μια μπάντα... παλαιάς κοπής. Όχι τόσο μουσικά, παρά τις επιρροές τους από παρελθούσες δεκαετίες, αλλά με βάση τον τρόπο που λειτουγούν. Τι κάνουν διαφορετικό από τα περισσότερα σύγχρονα συγκροτήματα; Προσπαθούν να χτίσουν τη φήμη τους με τον παραδοσιακό «σκληρό» τρόπο, δηλαδή κάνοντας εκτενείς περιοδείες και κυκλοφορώντας τους δίσκους τους πολύ σύντομα. Χμ, τελείως 70s κατάσταση, δε νομίζετε; Κι όμως, ο ήχος τους τελικά είναι απόλυτα σημερινός και ξεχειλίζει από ενέργεια.
Το περυσινό ντεμπούτο τους Late Teens κυκλοφόρησε στη Βρετανία μόλις οκτώ μήνες πριν από το ολοκαίνουργιο Wasted Energy, με τις αρχικές υποσχέσεις να έχουν ήδη μεταβληθεί σε προσδοκίες. Δε μου αρέσουν καθόλου τα στοιχήματα και οι προβλέψεις, αλλά δε μπορώ να μη σας μεταφέρω την αίσθησή μου ότι θα ξανακούσουμε κάτι καλό από αυτούς. Γιατί το κουαρτέτο από τη Μελβούρνη, αποτελούμενο από τους Natalie Foster, Greg Rietwyk, Frank Lees και Rufio Mac Rae δείχνει με κάθε τρόπο ότι ήρθε για να μείνει.
Μπροστάρισα είναι η Foster, μια περφόρμερ δυσανάλογα ώριμη για την ηλικία της, με δυνατά και συχνά οργισμένα φωνητικά, που δεν είναι δυνατό να σε αφήσουν αδιάφορο. Όπως και τα ντραμς του Lees, που δηλώνουν άμεσα ότι η λέξη «χαλάρωση» δεν υπάρχει καν στο λεξικό των Press Club. Πέρα από τη δύναμη, που είναι το κύριο χαρακτηριστικό του ήχου τους, υπάρχουν και μελωδικές αναφορές. Αν θέλετε όμως τη γνώμη μου για το ποια κατεύθυνση πρέπει να υπερισχύσει στην επόμενη κυκλοφορία τους, τότε δε θα διστάσω ούτε μια στιγμή να πω ότι ο ήχος τους θα απογειωθεί αν γίνει περισσότερο punk από ό,τι ήδη είναι.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, το εισαγωγικό Separate Houses μας βάζει πλήρως στο κλίμα της κυκλοφορίας, με indie 90s επιροές, γερές δόσεις από Paramore και Savages και το επαναλαμβανόμενο ρεφρέν “I keep on pretending that I’m getting better”. Natalie, δε θέλω να φανώ κακός, αλλά, δε νομίζω να στενοχωρηθεί και πολύ κάποιος αν είναι να μην είσαι καλά και να τραγουδάς τέτοια τραγούδια. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται το Deador Dying, όπως και το πολύ καλό Get Better, με τη δυναμική rhythm section, τις παύσεις του, τη μικρή δόση από τους Smashing Pumpkins που κάποτε αγαπήσαμε και το όμορφο punk φινάλε.
Στο μελωδικό πρώτο single Thinking About You υπάρχουν οι αναφορές στο post-punk, το indie rock και τα 80s, ενώ επίσης σε 80s κλίμα κινείται και το Obsessing, με την όμορφη κιθάρα και τις μνήμες στους Pursuit of Happiness ζωντανές, πλάι στις μεταγενέστερες των Paramore. Το αγανακτισμένο Behave έχει κάτι από τα 70s και χαοτική rhythm section, το Chosen Ones μοιάζει να αγαπά τους Estrons, όπως και το οργισμένο Same Mistakes, που ξεκινά ήρεμα και σύντομα το... μετανιώνει. Η συμβολή του ντράμερ Frank Lees αναδεικνύεται στο Twenty-Three, το New Year's Eve, που έχει αισθητική 70s rock, indie rock και hardcore punk μαζί, αλλά και το καλό punky How Can It Not Be Love?
Ύστερα από όλα αυτά, άντε να πιστέψει κανείς τον τίτλο του Wasted Energy. Δεν τσιμπάμε...