Το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσε να κατηγορήσει κανείς τους Dustobowl είναι ότι αποτελούν εραστές του εφήμερου, των εποχιακών trends. Το τέταρτο αυτό LP τους που κυκλοφορεί στις 11 Οκτωβρίου, είναι και αυτό φτιαγμένο από τα ίδια παλαιομοδίτικα, θα έλεγε κανείς υλικά. Μπόλικη country (η οποία αποτελεί ίσως και το συνεκτικό στοιχείο των διαφόρων περιόδων του συγκροτήματος), μαζί με το σκονισμένο rock των Green On Red, αλλά και τους Dylan, Gram Parsons και πάει λέγοντας. Μία τέτοια περιγραφή μπορεί να αποδώσει ίσως πιστά το περίγραμμα, πολύ λίγο όμως την ουσία.
Και η ουσία είναι ότι πίσω από αυτά τα παλαιομοδίτικα (ξεπερασμένα θα έλεγαν οι κακεντρεχείς) υλικά, το τελικό αποτέλεσμα ηχεί (και είναι) επίκαιρο, ίσως τώρα παρά ποτέ. Γιατί αυτή ακριβώς την εποχή, όλα αυτά που συνθέτουν την μουσική των Dustbowl (η εκτελεστική ικανότητα, οι καλές συνθέσεις, οι προσεγμένοι, ειλικρινείς, ανθρώπινοι στίχοι, η πραγματική αγάπη για αυτό που κάνουν) είναι όχι μόνο είδος εν ανεπαρκεία, αλλά στην πραγματικότητα έως και κάτι απορριπτέο. Όταν το εύκολο, το απλοϊκό (σε σημείο ανοησίας) είναι ό,τι καταναλώνεται μαζικά ελέω clicks, το να υπάρχουν μπάντες που στέκονται εξ ορισμού απέναντι σε όλο αυτό, είναι ακριβώς αυτό που έχουμε τώρα (όχι παλαιότερα) ανάγκη. Όσο για την μουσική καθαυτή, αν κάποιος έχει να μου επιδείξει κάτι εντελώς νέο, πρωτότυπο, σημαντικό, με χαρά θα ακούσω και τότε θα ρίξω και ανάθεμα και στους Dustbowl διότι είναι... τυμβωρύχοι. Ας σοβαρευτούμε: Η καλή μουσική δεν έχει ηλικία, είναι τόσο απλό. Και καλή είναι η μουσική που πρώτα από όλα έχει ψυχή – αυτή είναι η λέξη κλειδί και οι Dustbowl πληρούν το σχετικό κριτήριο με το παραπάνω.
Για να μην παρεξηγηθώ, η αξία του The story of Mr. Dandy Gasoline (δείτε την συνέντευξή τους για να καταλάβετε περισσότερα για τον τίτλο) δεν βρίσκεται μόνο σε όλα αυτά τα ολίγον μεγαλόστομα (συγχωρείστε με για αυτό), που μόλις παρέθεσα, κάθε άλλο: Η μουσική καθαυτή είναι αρκετή για να δικαιολογήσει τους επαίνους ούτως ή άλλως. Το πρώτο ενδιαφέρον εδώ είναι ότι συνθετικά οι Dustbowl, χωρίς να αφήσουν πίσω τις σαφείς country επιρροές τους, τις εμπλουτίζουν με τρόπο που συχνά, τις περισσότερες ίσως φορές, τις αφήνουν σε δεύτερο πλάνο. Παράλληλα, το υλικό τους παρουσιάζει ποικιλία στην μορφή, στην ένταση και στην διάθεση, σε τέτοιο βαθμό που ο δίσκος μπορεί να ακουστεί στο σύνολό του όχι μία, αλλά περισσότερες φορές στην σειρά.
Το εναρκτήριο The Season, μας προσφέρει μερικές από τις πιο όμορφες μελωδίες του δίσκου και χρωματίζεται όχι από τις κιθάρες ή το pedal steel αλλά κυρίως από το πιάνο και την ερμηνεία του Πάνου Μπίρμπα. Και εδώ ανοίγω μία παρένθεση για να σημειώσω ότι ο Μπίρμπας εξελίσσεται σε ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα twists του ήχου των Dustbowl, ακριβώς γιατί η χροιά της φωνής του είναι το ακριβώς αντίθετο από αυτό που θα περίμενε κανείς από τον τραγουδιστή ενός τέτοιου σχήματος, υπό την έννοια ότι δεν ηχεί σαν να έχει μόλις καπνίσει δύο πακέτα άφιλτρα συνοδεία μίας (ολόκληρης φυσικά) μπουκάλας ουίσκυ – αυτό δε θα ήταν ίσως ένα αναμενόμενο, το στερεότυπο; Και όμως, όσο περισσότερο ακούς, τόσο αντιλαμβάνεσαι ότι αυτή η όχι αναμενόμενη, εκτός πεπατημένης χροιά, σε συνδυασμό με την πολύ καλή, ευαίσθητη, ειλικρινή ερμηνεία, δένει εκπληκτικά με τον ήχο της μπάντας.
Άνετα οι Dustbowl θα μπορούσαν να είχαν ηχογραφήσει ένα δίσκο που θα περιείχε τα The Season, 1, The Season 2 και The Season...reload και η αποδοχή θα ήταν εγγυημένη. Όμως αυτό δεν συμβαίνει: Το riff του Lovely Desecration που ακολουθεί (και φέρνει αρκετά σε Stones) σε προσγειώνει στην πραγματικότητα: Οι Dustbowl δεν είναι ένα country σχήμα, αλλά ένα rock σχήμα που αγαπά πολύ την country. Εξαιρετικό όχι μόνο το riff, αλλά και το ρεφραίν, το σύνολο στην πραγματικότητα, με ένταση, νεύρο, κέφι, ό,τι πρέπει να έχει ένα καλό rock’n’roll κομμάτι.
Συγχρόνως αποτελεί ένα ιδανικό πέρασμα για ένα από τα αυτονόητα highlights του δίσκου, το Mr. Dandy Gasoline. Εδώ έχουμε την συμμετοχή του Chris Cacavas στα φωνητικά (για τον οποίο θεωρώ ότι περιττεύει η παρουσίαση), η οποία προφανώς προσθέτει σημαντικά στο τελικό αποτέλεσμα. Ανεξάρτητα όμως από το ειδικό βάρος του guest, έχουμε να κάνουμε με μία όμορφη σύνθεση, στο ύφος πράγματι των Green On Red, με πολύ καλή ερμηνεία από τον Μπίρμπα, και δεύτερα φωνητικά που έχουν λόγο ύπαρξης, πολύ όμορφα περάσματα στις κιθάρες, στο pedal steel, στο Fender Rhodes, κοντολογίς πρόκειται για ένα από τα πλέον ξεχωριστά κομμάτια της μπάντας διαχρονικά.
Όμως ο δίσκος δεν τελειώνει εδώ: Το Sail Away, η μόνη σύνθεση που υπογράφει ο Πάνος Μπίρμπας, οι υπόλοιπες είναι του Νίκου Φυσάκη, θα μπορούσε με λίγο διαφορετική ενορχήστρωση κάλλιστα να είναι ένα κομμάτι των Last Drive, με το ρεφραίν να είναι από αυτά που σου καρφώνονται στο μυαλό, ένα ακόμη highlight δηλαδή. Το Strange Commotion πάλι είναι, συγκριτικά πάντα η πιο cοuntry στιγμή του δίσκου, χωρίς να είναι ακριβώς αυτό. Ίσως το κομμάτι που αρχικά μου έκανε την λιγότερη εντύπωση στην πρώτη ακρόαση, αλλά φυσικά είχα λάθος. Δεν ίσχυσε πάντως το ίδιο για το Kicks & Thrills που με εντυπωσίασε με την πρώτη, και, όπως φαίνεται και από τον τίτλο, αποτελεί και αυτό, την επιτομή του γνήσιου rock’n’roll κομματιού. Και εδώ όμως οι Dustbowl κάνουν την διαφορά: δεν έχουμε να κάνουμε με ένα κομμάτι στην λογική του “πάμε να τα σπάσουμε όλα”, ένα κομμάτι που παγιδεύεται στα ντεσιμπέλ, αλλά αντίθετα μία σύνθεση που βγάζει γνήσιο συναίσθημα και έχω την βεβαιότητα ότι θα λειτουργήσει πολύ καλά live.
Και εκεί που πιστεύεις ότι τα έχεις ακούσει όλα ή περίπου όλα, η δεξιοτεχνική εισαγωγή του Say You Will με πιάνο που παίζει άλλος guest, ο Alessandro Castagneri (παίζει πιάνο και Fender Rhodes σε όλο το δίσκο, σε κάνει να αναπηδήσεις (“Petrucciani παίζουν;”). Το βασικό θέμα βάζει τα πράγματα περίπου στην θέση τους, περίπου γιατί το συγκεκριμένο οκτάλεπτο κομμάτι είναι ίσως το πλέον ιδιαίτερο που έχουν ηχογραφήσει οι Dustbowl, πιθανότατα την πιο pop στιγμή τους, θα μπορούσα να πω. Θαυμάσια πραγματικά μελωδία, την οποία οδηγεί το πιάνο, όμως το κομμάτι καταλήγει σχεδόν απροσδόκητα σε ένα jam, από αυτά που ξέρει καλά να κάνει η μπάντα.
Όσο για τις επιδόσεις των μελών της, φοβάμαι ότι έχω αρχίσει να ξεμένω απο κοσμητικά επίθετα. Θα πω απλώς ότι πέραν της δεδομένης ικανότητας του Γιάννη Χουστουλάκη στο pedal steel και του Νίκου Φυσάκη στην κιθάρα, εδώ έχουμε να παρατηρήσουμε την πολύ καλή χημεία του τελευταίου με τον έτερο κιθαρίστα Μιχάλη Δρεμέτσικα. Έχουμε όμως και την σταθερά καλή rhythm section (Λυδία Γραμματικού στο μπάσο αλλά με συμμετοχή και στα πολύ καλά δεύτερα φωνητικά του δίσκου, Διονύσης Στεφανόπουλος στα ντραμς), που χωρίς περιττές φιγούρες, παίζοντας ουσιαστικά, γεμίζουν τον ήχο – και μιλώντας για περιττές φιγούρες, πάντα θυμάμαι την ρήση ότι το πιο δύσκολο δεν είναι να παίξεις ένα δεξιοτεχνικό σόλο πολύ γρήγορα, αλλά να παίξεις μία απλή μελωδία και να την παίξεις καλά – δεν είναι δικό μου, του John Coltrane είναι!
Οι ενορχηστρώσεις είναι επίσης πολύ καλά δουλεμένες, με το πιάνο, όπου χρησιμοποιείται, να παίζει καταλυτικό ρόλο, κάτι που ισχύει και για τα θαυμάσια δεύτερα φωνητικά της απαραίτητης πλέον Τζένης Καπάδαη (απαραίτητη, διότι τέτοια φωνή, αλλά και τέτοια πλούσια ερμηνεία δεν βρίσκεις ακριβώς κάθε μέρα). Και κοντά σε όλα αυτά, η παραγωγή του Γιάννη Χουστουλάκη είναι εξαιρετική, όχι μόνο από τεχνικής πλευράς, αλλά γιατί αναδεικνύει στην πραγματικότητα την μουσική, κάτι που μόνο εύκολο δεν είναι.
Συνολικά, έχουμε να κάνουμε πιθανότατα με τον καλύτερο δίσκο του σχήματος (μέχρι στιγμής!), χωρίς καμμία απολύτως διάθεση να μειώσω τις προηγούμενες, πολύ καλές δουλειές τους (όσοι τους γνωρίζετε, ξέρετε ακριβώς για ποιο πράγμα μιλάω). Η διαφορά εντοπίζεται στα σημεία: Ίσως στην ποικιλία του υλικού ή και στην ωριμότητα με την οποία το συγκρότημα το προσεγγίζει. Η ουσία είναι ότι οι Dustbowl για άλλη μία φορά κερδίζουν το στοίχημα, ένα στοίχημα που βάζουν κατ’ αρχήν με τον εαυτό τους. Και βέβαια είναι πολύ ευχάριστο ότι θα τους δούμε σύντομα και στην σκηνή (26/10 με τους Dream Syndicate στο Fuzz).
8,5/10