Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μόνο η Cherry Red Records μπορεί να «σηκώσει» το φορτίο μιας τέτοιας συλλογής, ιδιαίτερα στις μέρες μας. Ως γνωστόν, η avant-garde δεν απευθύνεται σε όλους. Μιλώντας ειδικότερα για τις τέχνες, μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι απευθύνεται περισσότερο στους θεατρόφιλους, παρά στους μουσικόφιλους. Αυτό όμως δεν αφαιρεί τίποτα απολύτως από την αξία και τη δυναμική της. Αν, μάλιστα, «μιλούσε» σε ευρύτερα ακροατήρια, τότε εξ ορισμού δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί ως avant-garde, αφού δε θα είχε σχέση με τον πειραματισμό και την ανορθόδοξη προσέγγιση της μουσικής. Αντιθέτως, αυτή χρησιμοποιεί τις παραδοσιακές φόρμες με σκοπό να τις καταλύσει και να δημιουργήσει ένα νέο τρόπο έκφρασης. Γι’ αυτό διακρίνεται, έστω και οριακά κάποιες φορές, από την πειραματική μουσική, η οποία κινείται αποκλειστικά εκτός των μέχρι να γραφτεί δεδομένων.
Οι παλιότεροι ίσως πιάσατε το παραπάνω υπονοούμενο ότι μόνο η Cherry Red Records μπορεί να «σηκώσει» το φορτίο μιας τέτοιας συλλογής, αν θυμηθήκατε εκείνη του 1981 με παρεμφερές εξώφυλλο και τίτλο Perspectives and Distortion. Αν στις μέρες μας δημιουργεί αίσθηση η συνύπαρξη των ονομάτων του Further Perspectives & Distortions - An Encyclopedia of British Experimental and Avant-Garde Music 1976-1984, σκεφτείτε τι σήμαινε για το 1981 το να συνυπάρχουν οι μεγάλοι Virgin Prunes, οι Lemon Kittens και ο Matt Johnson πριν φτιάξει τους The The, με τις progressive rock προσωπικότητες Robert Fripp (King Crimson) και Ron Geesin (συνεργάτης των Pink Floyd στο Atom Heart Mother), με τους punks Wire ή τους θορυβοποιούς Psychic TV. Πέρα, όμως, από τις επιμέρους διαφορές υπάρχουν και ομοιότητες, που αναδείχτηκαν στη συλλογή αυτή και αφορούν τον τρόπο έκφρασης μιας ιδέας ή, ακόμα, και την εξερεύνηση των μουσικών της τοπίων.
Κοινό χαρακτηριστικό των ονομάτων που μετέχουν στη συλλογή αυτή είναι η σχέση τους με το περίφημο δόγμα «η τέχνη για την τέχνη», αφού κάθε άλλο παρά φημίζονται για τις παραχωρήσεις που κάνουν ή για τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν τη mainstream μουσική. Βέβαια, τέτοιες επιλογές έχουν κόστος, που η συντριπτική πλειοψηφία των συγκροτημάτων δε μπορεί να «αντέξει» και μοιραία οδηγεί σε πρόωρο τέλος. Από την άλλη όμως, η πρόκληση μιας avant-garde δημιουργίας δεν είναι απλά μεγάλη, αλλά συχνά σχετίζεται με ευρύτερες βιωματικές καταστάσεις. Το χρονικό φάσμα που καλύπτει η συλλογή εκτείνεται από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν το rock και η ψυχεδέλεια μεσουρανούσαν, φτάνοντας μέχρι τα μέσα της επόμενης δεκαετίας, με το punk και το post punk να έχουν προσθέσει νέες πολύ ενδιαφέρουσες φόρμες προς κατάλυση.
Οι βάσεις του ανεπίσημου αυτού hype, που δε θα ήθελε ποτέ να θεωρηθεί τέτοιο, ίσως τέθηκαν το 1974 στο άρθρο του ΝΜΕ που είχε τίτλο ‘Rock Eccentrics’, όπου παρουσιάζονταν εναλλακτικές προτάσεις στα κυρίαρχα prog rock, jazz rock, hard rock και glam rock. Κι αν αναρωτιέστε ποια μπάντα ήταν ομώνυμη του avant-garde στους χώρους αυτούς, χωρίς δισταγμό σας λέω ότι ήταν οι περίφημοι Henry Cow. Η εντελώς αντισυμβατική και διανοουμενίστικη μουσική τους δημιούργησε αίσθηση σε κάθε «ανοιχτό μυαλό», όπως και μερικές δουλειές των μεταψυχεδελικών Can, Gong και Faust. Ο Tim Hodgkinson των Henry Cow το είπε πιο γλαφυρά απ’ τον καθένα: «Δε μπορείς να παίζεις την ίδια μουσική που χρησιμοποιεί ένα σύστημα για να καταπιέζει τους ανθρώπους. Πρέπει να αλλάξεις τη μουσική».
Μετά η αμφισβήτηση (χμ...) πέρασε στα χέρια των punks, για να φτάσουμε στα συγκροτήματα της δισκογραφικής εταιρείας THE DIY, όπως τους The Pop Group και τους 23 Skidoo, με τα οποία συναντήθηκαν οι πολιτικοποιημένοι δρόμοι τους με εκείνους των Matching Mole και των λοιπών συναφών progressive rock συγκροτημάτων. Ο Mark Perry των Alternative TV είχε πει: «Αγωνιζόμαστε κατά του συντηρητισμού, που έχει παρεισφρύσει στο κίνημα του punk», ενώ ο Gareth Sager των The Pop Group δε μπορούσε να είναι πιο ωμός: «Οι Clash και οι Sex Pistols ήταν πολύ φυσιολογικοί, όσον αφορά τη μουσική τους».
Κι έτσι εδραιώθηκε το avant-garde στην ηλεκτρική μουσική. Και είχε συμπεριλάβει σχεδόν όλα τα γνωστά έως τότε είδη. Ακομπλεξάριστα και ακατηγοριοποίητα. Και έκανε την αλλαγή σχεδόν αυτοσκοπό. Γι’ αυτό (ευτυχώς) φτάσαμε στο σημείο να ξεπεράσουμε, με τη βοήθεια των «ηχητικών τρομοκρατών» Throbbing Gristle ακόμα και την (αστεία) πολιτική αντιπαράθεση δεξιών - αριστερών. Πώς το είπαν κάποιοι το δικό τους avant-garde; Industrial; Οι The New Blockaders έλεγαν “We will make a point of being pointless” (αμετάφραστο, διότι θα χαλάσει το λογοπαίγνιο), αναζοπυρώνοντας την αντίδραση. Οι δρόμοι του παρελθόντος με το παρόν, πλέον, είχαν συναντηθεί για τα καλά. Αυτό απέδειξαν επίσης ο ντανταϊστής Nurse With Wound, όπως και το synth ντουέτο των Blancmange. Κι έτσι οι δυνάμεις των μουσικών πειραματιστών και των κάθε είδους αντικομφορμιστών ενώθηκαν, καθιερώνοντας ένα όχι και τόσο εύκολο να οριστεί μουσικό είδος, που, τελικά, ποτέ δεν ήταν απλά νεωτεριστικό.
Στις 22 Νοεμβρίου μέσα από τους τρεις ψηφιακούς δίσκους του Further Perspectives & Distortions - An Encyclopedia of British Experimental and Avant-Garde Music 1976-1984 θα έχουμε την ευκαιρία να ξαναζήσουμε ή να γνωρίσουμε με αλφαβητική σειρά τη Βρετανική πειραματική και avant-garde πτυχή. Με τον ίδιο τρόπο σας παραθέτω απλά μερικά από τα συμμετέχοντα ονόματα, μαζί με τα οποία υπάρχουν πολλά άλλα, λιγότερο γνωστά, ακραία και ενδιαφέροντα, που παρουσιάζουν με πληρότητα όσα υπόσχεται ο τίτλος του boxed set: Art Bears, Blancmange, Bodhi Beat Poets, Gavin Bryars, Chris and Cosey, Clock DVA, Eyeless in Gaza, Five or Six, Robert Fripp, Fred Frith, Martin Hannett and Steve Hopkins, Henry Cow, Nocturnal Emissions, Nurse with Wound, Psychic TV, Second Layer, Soft Machine, Swell Maps, Test Dept, The Pop Group, Throbbing Gristle και Robert Wyatt.