Αν δεν ήθελες να έχεις κάποια από τις L7 για μαμά σου, μπορώ να καταλάβω το γιατί. Όπως επίσης μπορώ άνετα να καταλάβω ότι θα τρελαινόσουν να την είχες music buddie. Να σου λέει να περάσεις για ένα ποτάκι από το σπίτι της και συ να χαζεύεις ώρες ατελείωτες τη δισκοθήκη της, ενώ ακούς υπερηχητικές συναυλίες for your ears only. Κι ύστερα ξυπνάς από την ονειροπόλησή σου με τα ηχεία να δονούνται από το Slide, υποκύπτοντας αμέσως στη θορυβώδη νοσταλγία των ημερών του grunge, που τότε δεν τολμούσες να ομολογήσεις ότι το άκουγες σαν αποδομημένο punk rock με ολίγη από alternative metal. Κι αν είσαι τόσο κολλημένος στη φάση, έτσι ώστε να λες για το μουσικό σήμερα This Ain’t Pleasure ή Shitlist, αποφασίζοντας Pretend We’re Dead, τότε ήρθε η ώρα να πάρεις ανάσα, αφού η 26ηΜαρτίου πλησιάζει.
Αφού λοιπόν έχεις γιορτάσει δεόντως τα διακόσια χρόνια από την επανάσταση, θα είσαι ελεύθερος να γιορτάσεις το Wargasm: The Slash Years (1992-1997), δηλαδή την επανακυκλοφορία των δίσκων των L7 στη συγκεκριμένη δισκογραφική εταιρεία, η οποία αποτέλεσε πολύ μεγάλο βήμα για τη μπάντα, αφού η διανομή των δίσκων της γινόταν από τη Reprise/Warner Brothers στη βόρεια Αμερική και από την PolyGram στον υπόλοιπο κόσμο. Τα άλμπουμ αυτά είναι τα Bricks are Heavy (1992), Hungry for Stink (1995) και The Beauty Process: Triple Platinum (1997), εμπλουτισμένα με bonus tracks, όπως B-Sides, ζωντανές ηχογραφήσεις και εναλλακτικές εκτελέσεις, αλλά και εκτενείς πληροφορίες για τη μπάντα, βασισμένες σε συνεντεύξεις μελών της.
Με το boxed set αυτό καλύπτεται ένα σημαντικό τμήμα της πρώτης φάσης της ιστορίας των L7 και συγκεκριμένα το ενδιάμεσο. Προηγουμένως είχαν σχηματιστεί το 1985 στο Λος Άντζελες έχοντας ένα όνομα που μεταφράζεται στην αργκό ως «ξενέρωτες», όταν οι κιθαρίστριες και τραγουδίστριες Suzi Gardner και Donita Sparks ένωσαν τις δυνάμεις τους με τη μπασίστρια Jennifer Finch και τη ντράμερ Anne Anderson, για να συμβάλλουν στο σπάσιμο του κατεστημένου των ανδρικών συγκροτημάτων του χώρου και να παίξουν καλή μουσική. Τα ονόματα των εταιρειών στις οποίες κυκλοφόρησαν οι δύο πρώτοι δίσκοι τους μιλούν από μόνα τους γλαφυρά για τον προσανατολισμό του ήχου τους. Η Epitaph φανερώνει την αρχική εξάρτησή του από το art punk, ενώ η Sub Pop τη «μεταστροφή» του προς το grunge. Μετά ακολούθησαν τα χρόνια στη Slash Records, δηλαδή το σπίτι των Faith No More και των Violent Femmes, ενώ είχαν ήδη ως ντράμερ τη Dee Plakas. Στο τελευταίο τμήμα της πρώτης φάσης που ανήκει στη δική τους εταιρεία Wax Tadpole, κυκλοφόρησε το Slap-Happy (1999), δύο μόλις χρόνια πριν τους (προσωρινούς) τίτλους τέλους.
Την παραγωγή στο Bricks are Heavy υπέγραψε ο πολύς Butch Vig (Nirvana, Smashing Pumpkins, Garbage). Με αυτό καθιερώθηκε το L7 logo, που σχεδιάστηκε από τον Randall Martin. Πρώτο single επιλέχτηκε το σκληρό Everglade και δεύτερο το πιο pop Pretend We’re Dead, που έγινε κλασικό και τους έδωσε τεράστια ώθηση, χάρη και στις επεμβάσεις που πρότεινε ο Butch. Στο επίσης επιβλητικό Wargasm υπάρχει ένα sample με κραυγές της Yoko Ono από το Live Peace in Toronto 1969 των Plastic Ono Band. Σε αρκετά τραγούδια του γίνεται αντιληπτή η μεγαλειώδης αύρα των Αυστραλέζικων garage rock συγκροτημάτων των 80s. Χαρακτηριστική ήταν η σκηνή κατά την οποία η Sparks γδύθηκε από τη μέση και κάτω για να αντιδράσει σε σεξιστική θεωρητικά συμπεριφορά του Βρετανικού καναλιού Channel 4, μόλις τελείωσαν το Pretend We’re Dead. Δε νομίζω να ξαφνιάστηκαν και πολλοί όμως, αφού τρεις μήνες νωρίτερα στο Reading Festival είχε πετάξει στο κοινό ένα χρησιμοποιημένο ταμπόν, προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για κάποια προβλήματα στον ήχο τους.
Η περιοδεία στο πλευρό των Nirvana και των Hole που ακολούθησε, εκτόξευσε τη φήμη τους ακόμα πιο ψηλά, ενώ το σκοτεινότερο Hungry for Stink συντηρούσε το μύθο τους με αιχμή του δόρατος το single Andres, αν και το Fuel My Fire κρατά τα άτυπα σκήπτρα του άλμπουμ. Αυτή τη φορά παραγωγός ήταν ο GGGarth Richardson (Rage Against the Machine), που συνέβαλε στο σκληρότερο ηχητικό αποτέλεσμα, δίνοντας μια αίσθηση ενέργειας από ζωντανή ηχογράφηση κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το μεταφορικά γίνεται εύκολα αντιληπτό. Το κυριολεκτικά πάει στο δυνατό σεισμό που συνέβη στο προγραμματισμένο χρόνο ηχογράφησης.
Με το The Beauty Process: Triple Platinum εγκαταλείφθηκαν αρκετά σκληρά χαρακτηριστικά του ήχου τους, γεγονός που ίσως έκανε την Finch να αποχαιρετήσει πριν ολοκληρωθεί η ηχογράφηση στο στούντιο και να αντικατασταθεί από την Gail Greenwood (Belly). Τυπικά, οι λόγοι αποχώρησης είχαν να κάνουν με το θάνατο του πατέρα της, αν και παράλληλα συνέχισε να παίζει με τους Other Star People. Αυτή τη φορά οι παραγωγοί ήταν λόγω πολυπραγμοσύνης δύο: οι Rob Cavallo και Joe Barresi. Πρώτο single ήταν το Off the Wagon, ενώ στο Moonshine συμμετέχει αναπάντεχα ο Lionel Richie, που έτυχε εκείνη την εποχή να ηχογραφεί στο διπλανό στούντιο. Η μπάντα άνοιγε για τον Marilyn Manson στην Αμερικανική περιοδεία του, όταν πληροφορήθηκε ότι αυτό θα ήταν το τελευταίο άλμπουμ της για τη Slash Records.
Ύστερα ήρθε το 2001 που βρήκε τις L7 να διαλύονται, για να επανασχηματιστούν το 2014 περιοδεύοντας συστηματικά και να κυκλοφορήσουν πέντε χρόνια αργότερα το Scatter the Rats.