Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου 2019 08:07

Local Jams #17: Costin Chioreanu & Sofia Sarri, Anna Linardou, Τα Ριζά

Written by 

Το σημερινό Local Jams διαφοροποιείται από το σύνηθες rock πεδίο και ασχολείται με τρεις ιδιαίτερους δίσκους, που τουλάχιστον ανά δύο σχετίζονται με κάποιον τρόπο μεταξύ τους. Οι διασυνδέσεις μεταξύ τους ενδεχομένως αποκαλύπτονται με την προσεκτική ανάγνωση των κειμένων, αλλά ο αναγνώστης καλείται να εντοπίσει κι άλλους συσχετισμούς που δεν προκύπτουν απαραίτητα από τα στοιχεία που δίνονται (τουτέστιν, μην αρκεστείτε στην παρουσίασή μας και ακούστε τους δίσκους). Κοινό στοιχείο πάντως και των τριών δίσκων είναι η προσπάθεια δημιουργίας διακριτών προσωπικών συστημάτων, μέσα από τα οποία διαφαίνεται ξεκάθαρα ο χαρακτήρας του κάθε project και το DNA του συγχρωτισμού των μελών τους. Διότι σε μία εποχή όπου, αναπόφευκτα πλέον, όλα θυμίζουν κάτι που προϋπήρξε, είναι σημαντικό τουλάχιστον να κυκλοφορούν δουλειές που φέρουν ως σφραγίδα και τίτλο τιμής την ξεχωριστή προσωπικότητα των συμβαλλομένων μερών.

 

Costin Chioreanu & Sofia Sarri - Afterlife Romance (Dark Essence Records 2019)

 

Υποθέτουμε πως η πρώτη καλλιτεχνική συνάντηση της γνωστής στα καθ’ ημάς Σόφιας Σαρρή (φωνή, πρώην Night On Earth και νυν solo) με τον εικονογράφο Costin Chioreanu ήταν τόσο καθοριστικά εκρηκτική, ώστε αυτήν την στιγμή να λειτουργούν μαζί και χρονικά παράλληλα δύο (!) διαφορετικά μουσικά project. Το ένα project, οι ARAC Ensemble, προς το παρόν παρουσιάζουν με βάση τη Ρουμανία, γενέτειρα του Chioreanu, σε club, πλατείες και σε μέρη υψηλής ενέργειας όπως π.χ. σπηλιές την ακόμη αδισκογράφητη μυστηριακή τους μουσική. Από την άλλη, το σχήμα που φέρει το όνομα των δύο ακολουθεί την αντίστροφη πορεία: δεν έχει αποκτήσει ακόμη υπόσταση στο συναυλιακο πεδίο, αλλά έχει ήδη διαθέσει προς τα έξω ένα ολοκληρωμένο δείγμα δουλειάς υπό την ονομασία Afterlife Romance. Αν θέλαμε να δώσουμε έναν δικό μας εναλλακτικό τίτλο στον φροντισμένο αυτό δίσκο, αυτός θα ήταν Σκοτεινές Ερωτικές Ιστορίες ή Νύχτες Πάθους Και Τρόμου Στο Νεκροταφείο. Εκεί τουλάχιστον φαίνεται να παραπέμπει το στιχουργικό περιεχόμενό του, όπως υπονοείται κιόλας από την εικαστική επένδυση του Chioreanu στις φυσικές μορφές του άλμπουμ πίσω από τους στίχους κάθε κομματιού: σε ερωτικές ιστορίες που στην πλειοψηφία τους αγωνίζονται, συνήθως μάταια, να πραγματωθούν σε αυτή τη ζωή, μέχρι να έρθει στην (όποια) μετέπειτα ζωή η λύτρωση.

Οι ρόλοι φαίνονται ξεκάθαρα μοιρασμένοι στο άλμπουμ: ο Chioreanu εκφράζεται ως συνθέτης και οργανοπαίχτης, χωρίς όμως να αφήνει τα πινέλα και την γραφίδα του στην άκρη, μιας και έχει αναλάβει (εντελώς αναμενόμενα) ολόκληρο το εικαστικό κομμάτι του δίσκου, ενώ η Σαρρή τραγουδάει με την μοναδική αναγνωρίσιμη χροιά της και συγγράφει τους στίχους. Στην πραγματικότητα, το αποτέλεσμα που προκύπτει δείχνει πως παρά τον διαχωρισμό των ρολων, η μουσική κεντρική ιδέα του δίσκου έχει χτιστεί πάνω στην αντίθεση, αλληλεπίδραση και αλληλοσυμπλήρωση των δύο μερών. Για παράδειγμα, οι χαμηλές κατά κανόνα και υπόκωφα παραμορφωμένες συχνοτητες που επιλέγει ο Chioreanu (σκοτάδι) με τα καθαρά μέσο-υψίσυχνα φωνητικά της Σαρρή (φως). Το άλμπουμ βρίθει αναφορών σε διάφορα μουσικά είδη που ευαγγελίζονται το σκοτάδι ως έμπνευσή τους. Από το μαύρο πέπλο των goth ηγετών Fields Of The Nephilim, τη μαγεία της trip rock περιόδου των Gathering (αφεθείτε π.χ. στο υπέροχο Dreadwatch και ανατρέξτε στην εποχή Souvenirs & Home) ως την δομική ευρηματικότητα των Arcturus του La Masquerade Infernale, το χαρισματικό ντουέτο παραλαμβάνει κάθε φορά τα στοιχεία που χρειάζεται για να δώσει υπόσταση στο όραμά του και να το εμπλουτίσει. Θα μπορούσε επίσης να πει κανείς πως οι χαμηλές συχνότητες, όπως αυτές χρησιμοποιούνται στο δίσκο, φέρνουν στο νου τον τρόπο με τον οποίο οι Necromantia χρησιμοποιούσαν τον ήχο των - δύο τον αριθμό, παρακαλώ - μπάσων για να χτίσουν τις ατμόσφαιρες στις συνθέσεις τους (μπορεί πάλι να μας έχει επηρεάσει ο πρόσφατος θάνατος του Baron Blood…). Στη φωνή πάλι, η Σαρρή επιβεβαιώνει την προσαρμοστικότητά της, ακολουθώντας ένα ηχητικό μονοπάτι που φαίνεται να της ταιριάζει και ως νοοτροπία. Σε ρόλο σύγχρονης Ευρυδίκης, εκμεταλλεύεται το φυσικό της ηχείο και δοκιμάζει νέους τρόπους σε μεγαλύτερη έκταση για να ερμηνεύσει τις ελεγείες της με πάθος που ξεχειλίζει από τα ηχεία. Ακούστε ενδεικτικά και για του λόγου το αληθές τον σπαρακτικό λυγμό της στο A Blooming Moonflower και στο δράμα του Dreadwatch (το γράψαμε και παραπάνω, αλλά μία επανάληψη δεν βλάπτει κανέναν).

Σε μια εποχή που οι μουσικοί αναζητούν νέους τρόπους έκφρασης στην τεχνική, το Afterlife Romance επενδύει στο συναίσθημα και στη δημιουργία σκοτεινών και απόκοσμων ηχητικών κόσμων. Μέσα όμως από την απελπισία του σκότους (τη μουσική του Chioreanu), διαφαίνεται μία χαραμάδα φωτός, παραδοσιακά συνδυασμένο με την ελπίδα (η φωνή της Σαρρή): παρότι δεν συναντηθήκαμε σε αυτήν τη ζήση, έχουμε ακόμη μία ευκαιρία στην επόμενη. Παρεμπιπτόντως, αξίζει να αποκτήσετε το gatefold βινύλιο και μόνο για να έχετε σε μεγαλύτερο μέγεθος τις εικόνες του Chioreanu που ντύνουν κάθε κομμάτι ξεχωριστά. Όμως το CD περιλαμβάνει το bonus κομμάτι Kermes που στέκεται άψογα δίπλα στα υπόλοιπα. Η επιλογή είναι δική σας. Η παρουσίαση του δίσκου στις 22/12 στο Temple θα είναι η πρώτη και αναμένεται μοναδική.

 

 

Anna Linardou - Heterotopia (Underflow Records, 2019)

 

Η τραγουδίστρια Άννα Λινάρδου έχει να επιδείξει μία μακρόχρονη πορεία στη μουσική, κυρίως πλάι σε έντεχνους καλλιτέχνες και υπηρετώντας κατά κόρον το συγκεκριμένο ρεπερτόριο. Όμως η διαφαινόμενη ως κύρια, αν μου επιτρέπετε, ενασχόλησή της, η οποία πιθανότατα μετράει λιγότερο στο οικονομικό κομμάτι, αλλά δεν αποκλείεται να ικανοποιεί περισσότερο την προσωπική της κάψα για τη μουσική και προσδίδει την προστιθέμενη αξία στην καλλιτεχνική της υπόσταση, είναι η συμμετοχή σε διάφορα σύνολα πειραματικής μουσικής οπως π.χ. οι δισκογραφημένοι Vault Of Blossomed Ropes. Στο 2019 η Λινάρδου αποτυπώνει μέρος των προσωπικών φωνητικών της αναζητήσεων στον πρώτο δίσκο που φέρει το δικό της όνομα ως κύριο στο εξώφυλλο.

Η Ετεροτοπία είναι ένας ξεχωριστός τόπος, πραγματικός ή και πλασματικός, όπου οι νόρμες του κανονικού κόσμου παύουν να ισχύουν, όμως και εκείνος διέπεται από τους δικούς του εσωτερικούς κανόνες. Ένας τόπος όπου οι παθογένειες του πραγματικού κόσμου αντισταθμίζονται και εξαγνίζονται. Ένα καλλιτεχνικό έργο, στην περίπτωσή μας μουσικό, αποτελεί κατά συνθήκη (τουλάχιστον έτσι θα θέλαμε οι πιο ρομαντικοί μουσικόφιλοι…) και στην ουσία του μία ετεροτοπία. Το ζήτημα είναι αν ο όρος Heterotopia αποτελεί απλώς έναν εντυπωσιακό τίτλο ή εάν το εγχείρημα δικαιολογεί στην ουσία του τη έννοια.

Η συμβολή του Γιώργου Βαρούτα (επίσης στους Vault Of Blossomed Ropes & Liminal Vanguard) στο εγχείρημα θα πρέπει να θεωρείται σχεδόν ισότιμη, καθώς τα ηχητικά τοπία που δημιουργεί συμπληρώνουν και ενίοτε σχολιάζουν εξαίσια τη φωνή της Λινάρδου. (Δείτε σχετικά ένα απίθανο βίντεο όπου ο Βαρούτας μιξάρει σε πραγματικό χρόνο όσο εκείνη τραγουδάει). Βέβαια πρωταγωνίστρια παραμένει η Λινάρδου και οι φωνητικές της ακροβασίες. Μεταβαίνοντας από το ένα ύφος στο άλλο και χωρίς να νιώθουμε πως περιορίζεται, μας παρουσιάζει ένα ουράνιο τόξο από μουσικές του κόσμου, φωνητικές παραδόσεις και τεχνικές από διάφορα σημεία της υφηλίου. Ελληνικά λαϊκά τραγούδια, νανουρίσματα από το Λίβανο, Κουρδικά τραγούδια αγάπης, μελωδίες του 14ου αιώνα, τραγούδια από τα Απαλάχια όρη και διασκευές σε Ρόζα Εσκενάζυ περιλαμβάνονται στο πλούσιο μπουκέτο που μας προσφέρει η Λινάρδου. Στόχος του δίσκου φαίνεται να είναι η προσέγγιση αυτών των κομματιών με τη ματιά στο σήμερα και κυρίως μέσα από το προσωπικό πρίσμα της Λινάρδου, όπως περιγράφει και η ίδια στο δελτίο τύπου που συνοδεύει την κυκλοφορία. Χάρη και στην ομολογουμένως εντυπωσιακή ικανότητα της να ελίσσεται σε διαφορετικά, "ορθόδοξα" και μη, φωνητικά μονοπάτια προσδίδοντας το δικό της χαρακτήρα σε αυτά, τελικά καταφέρνει να δημιουργήσει τον δικό της μουσικό κόσμο και να μας μεταφέρει σε αυτόν. Παρά την πολυσυλλεκτικότητα των ακουσμάτων που σχεδόν αναγκάζει τους συμβαλλομένους να αντιμετωπίσουν διαφορετικά το κάθε κομμάτι, στο τέλος προκύπτει ένας δίσκος τόσο συνεκτικός που, βοηθούμενος και από την λελογισμένη του διάρκεια, δεν αφήνει άλλη επιλογή από το να ακόυγεται από την αρχή ως το τέλος απνευστί. Στο τέλος Ιανουαρίου του ερχομενου έτους (31/1) ο δίσκος θα παρουσιαστεί στο δισκοπωλείο Underflow, μέσω του οποίου κυκλοφορεί, οπότε θα έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε εκ του σύνεγγυς αυτήν την πολύ αξιόλογη δουλειά.

 

Τα Ριζά - “Τα Ριζά” (από/39label, 2019)

 

Πολύ (δεν) θελουμε για να αρχίσουμε τις γενικολογίες σχετικά με την σημασία της παράδοσης στη μουσική και στη ζωή μας. Πολλές φορές αυτό που θεωρείται ως “παράδοση” δεν είναι τίποτα άλλο από αναπαραγωγή ηθών και εθίμων του παρελθόντος που περνούν από γενιά σε γενιά ανέγγιχτα, ανεπηρέαστη από τις οποιεσδήποτε επικρατούσες συνθήκες του παρόντος. Αυτό σημαίνει αυτόματα πως κάποια στοιχεία της, ανάλογα με την εποχή θα έχουν περιορισμένη σχετικότητα και θα κρατώνται εθιμοτυπικά, ενώ κάποια άλλα λόγω περιεχομένου θα μπορούν να αντιμετωπιστούν σε πιο διαχρονικό πλαίσιο. Τα Ριζά, το νέο μουσικό project του Κωστή Ζουλιάτη (πρώην Night On Earth), κλίνουν σαφέστατατα προς τη δεύτερη κατεύθυνση, καταπιανόμενοι με την μετάφρασή της στη δική τους γλώσσα. Το τρίο των Ζουλιάτη (πιάνο), Πέτρου Λαμπρίδη (μπάσο, επίσης πρώην Night On Earth και πρώην και νυν πολλών άλλων σχημάτων) και Θεμιστοκλή Καρποδίνη (φωνή) επιλέγει κομμάτια μέσα από το σεντούκι του νησιώτικου τραγουδιού

Ο Καρποδίνης, με διπλή ιδιότητα ως ηθοποιός και τραγουδιστής, δισκογραφείται για δεύτερη φορά. Στην πρώτη του προσπάθεια, με το όνομά του μάλιστα (Κοντραμπατζήδες, 2019) προσέγγισε ρεμπέτικα κυρίως κομμάτια, ενώ στα Ριζά τραγουδώντας νησιώτικα τιμά την Παριανή του καταγωγή. Προφανώς βέβαια, εάν με τον όρο “νησιώτικα” σκέφτεστε λαϊκά πανηγύρια και βιολιά που τρίζουν υπό το βάρος των ενισχυτών, θα πρέπει να προετοιμαστείτε για κάτι εντελώς διαφορετικό πριν ακούσετε το δίσκο. Εδώ η προσέγγιση είναι ξεκάθαρα ευγενής, με σεβασμό στη Μουσική και στον αυθεντικό χαρακτήρα των τραγουδιών, αλλά και αγενής, καθώς η τριάδα τολμά να παρέμβει δημιουργικά στη μουσική με πιο “μοντέρνο” τρόπο, όπου ο Keith Jarrett και ο Avishai Cohen συνομιλούν με τον κατά βάση ανώνυμο σύνθετη του παρελθόντος. Οι Ζουλιάτης και Λαμπρίδης συνεργάζονται και αυτοσχεδιάζουν πάνω στη φωνή με προσοχή στον χαρακτήρα των κομματιών αλλά και μία αναιδή (με την καλύτερη δυνατή έννοια) διάθεση να τα οικειοποιηθούν. Μονάχα η πηγαία ερμηνεία του Καρποδίνη παραμένει εντελώς σεβάσμια στις παραδοσιακές εκτελέσεις - ή τουλάχιστον όπως αυτές πιστεύουμε πως θα ακούγονταν στην αρχική τους μορφή. Δεν προβληματίζεται να ορθώσει την ένταση της φωνής του πάνω από αυτήν των λοιπών οργάνων, όσο κι αν η παραγωγή ισορροπεί τελικά το αποτέλεσμα (ακούστε το φροντισμένο βινύλιο για ακόμη περισσότερες λεπτομέρειες), και να ερμηνεύσει με πάθος τους στίχους των λαϊκών ποιητών. Οι επιλογές των κομματιών είναι μία προς μία άψογες και, το κυριότερο, νοηματικά δικαιολογημένες ώστε τελικά πίσω από τους στίχους να αποκαλύπτονται στοιχεία της γενικότερης κοσμοθεωρίας των μελών της μπάντας. Η μοναξιά, ο έρωτας, ο ξεριζωμός και η προσφυγιά παρελαύνουν ως έννοιες στην πλειοψηφία των κομματιών του δίσκου. Ειδικά η πρώτη πλευρά του δίσκου είναι μνημειώδης, με λιγότερες εντάσεις αλλά περισσότερο συναισθηματικό βάρος σε σχέση με τη δεύτερη, όμως η δεύτερη πλευρά πρακτικά κυλάει σαν ένα συνεχόμενο κομμάτι. Δεν υπάρχει κάποιο τραγούδι που να υστερεί, ιδιαίτερα σε μια ολοκληρωμένη ακρόαση, αλλά ας βάλουμε μόνοι μας το μαχαίρι στο λαιμό κι ας επιλέξουμε το συγκλονιστικό Ανάθεμα Τον Αίτιο για ενδεικτική και δειγματοληπτική ακρόαση.

Το σημαντικό είναι πως, αν και φυσικά έχουμε ήδη πολλά δείγματα μίξης της jazz με την ελληνική παραδοσιακή μουσική, οι τρεις μουσικοί εκμεταλλεύονται και τις δύο πλευρές του βινυλίου για να χτίσουν μία προσωπική ατμόσφαιρα με πολύ συγκεκριμένα γνωρίσματα που καθιστά τον ήχο τους απόλυτα αναγνωρίσιμο. Και αυτό αποτελεί σαφώς κατόρθωμα. Για να είμαστε βέβαια απολύτως ειλικρινείς, ο χαρακτηρισμός "jazz" χρησιμοποιήθηκε παραπάνω εντελώς καταχρηστικά για να θέσουμε ένα γενικό πλαίσιο σε αυτό που ακούμε. Ως σύνολο έργου και με ειδική μνεία στην ιδιαίτερη προσωπικότητα του, τολμούμε να πούμε πως ο πρώτος δίσκος των Ριζών αποτελεί σημείο αναφοράς στο λήμμα "δίσκοι με διασκευές σε παραδοσιακά τραγούδια". Ας θυμίσουμε κάπου εδώ ως fun fact, χωρίς περαιτέρω σχολιασμό ή διάθεση σύγκρισης, πως και ο πρώτος δίσκος των Villagers Of Ioannina City, στον οποίο είχαμε προσδώσει αντίστοιχο χαρακτηρισμό στο παρελθόν, φέρει την ίδια γενική ονομασία. Τα Ριζά έδωσαν μία συναυλία στην Πάρο πριν την κυκλοφορία του δίσκου, αλλά στην πρωτεύουσα το άλμπουμ παρουσιάστηκε ζωντανά για πρώτη φορά στο Ωδείο Αθηνών στις 21/11, ενώ θα έχουμε την ευκαιρία να τους ξαναδούμε στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων στις 27/12.

 

Μιχάλης Κουρής

 

 

Για τον Μιχάλη Κουρή καλύτερα από οποιονδήποτε μιλάνε τα σημειώματα στο ψυγείο του: "Δεν πεινάω δεν πεινάω" "Να έρχεσαι κάθε πέντε λεπτά να με βλέπεις" "Μην πίνεις άλλο" "Δεν μπορείς να πας σε όλα τα live". Ακούει τα πάντα και δεν εννοεί "ακούω ραδιόφωνο" - στον ελεύθερό του χρόνο είναι αφουγκραστής των συμπαθών ζώων σε ζωολογικό κήπο του εξωτερικού που εύλογα επιθυμεί να παραμείνει μυστικός.

Website: www.soundgaze.gr
Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα