Everything but the Girl – Eden
Δισκογραφική εταιρεία: Blanco y Negro Records
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 4 Ιουνίου 1984
Διάρκεια: 33:40
Λίστα τραγουδιών: Each and Every One, Bittersweet, Tender Blue, Another Bridge, The Spice of Life, The Dustbowl, Crabwalk, Even So, Frost and Fire, Fascination, I Must Confess, Soft Touch.
Με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα τεσσάρων ετών από την αρχική του κυκλοφορία, έχουμε την ευκαιρία (για μία ακόμα φορά, που σίγουρα δεν πρόκειται να είναι με τίποτα η τελευταία) να κρατήσουμε την ανάσα μας και να βυθιστούμε στο μαγικό μουσικό βυθό του Eden των Everything but the Girl, δηλαδή του Ben Watt και της Tracey Thorn. Στο μοναδικά πολύχρωμο και συναισθηματικά υπερευαίσθητο κόσμο ενός από τους πιο χαρακτηριστικούς δίσκους της δεκαετίας του ’80, που άλλαξε την υποτιμητική προσέγγιση που έδειχναν οι ροκάδες στην πολύπαθη pop της εποχής. Κι αν θέλετε να μάθετε πώς μπόρεσε να πετύχει κάτι που τω καιρώ εκείνω έμοιαζε εντελώς αδύνατο, αφήνω την κρατημένη ανάσα μου να βγει σε φυσαλίδες προς τη γαλαζοπράσινη επιφάνεια και μοιράζομαι το «καλά κρυμμένο μυστικό» μαζί σας, που δεν είναι άλλο από τη jazz.
Για την ιστορία, το άλμπουμ αυτό, που έχει ξεπεράσει τις πωλήσεις μισού εκατομμυρίου αντιτύπων, είχε ψηφιστεί από τους συντάκτες του τότε κραταιού NME ως το εικοστό καλύτερο άλμπουμ του 1984. Κι αν είναι εύκολο (και άδικο) να κρίνει κανείς το παρελθόν, γνωρίζοντας τι επακολούθησε, δε μπορώ να μην αναρωτηθώ τι ήταν αυτό που δεν κατάλαβαν οι συντάκτες του ΝΜΕ για να μη του δώσουν την πρωτιά. Άραγε, δεν ήταν υποψιασμένοι ούτε από το ένα και μοναδικό North Marine Drive του Ben, που είχε προηγηθεί κατά δεκαπέντε μήνες; Το Each and Every One είχε δείξει τα σημάδια φτάνοντας μέχρι το #28 του UK Indie Chart. Το πολύ καλό εξώφυλλο ήταν δημιουργία της Jane Fox, με την οποία συνυπήρξε η Tracey στις Marine Girls. Από τους συμμετέχοντες μουσικούς ξεχωρίζει ο Simon Booth, που είχε παίξει στους καταπληκτικούς Weekend, στους υπέροχους Working Week και στους groovy James Taylor Quartet, καθώς και ο σαξοφωνίστας Pete King. Η παραγωγή ανήκει στον Robin Millar (Fine Young Cannibals, Sade, Style Council, Weekend κλπ).
Καθώς γυρίζουμε πίσω στην αναμφίβολα πιο σημαντική χρονιά της μουσικής δεκαετίας του ’80, βρίσκουμε τον Ben και την Tracey να έχουν αφήσει (προσωρινά) κατά μέρος τις προσωπικές πορείες τους και να ενώνονται (και) μουσικά, διαλέγοντας ως όνομα την επωνυμία ενός μικρού μαγαζιού. Το κύριο χαρακτηριστικό του ντεμπούτου αυτού άλμπουμ τους, σε σύγκριση με τις προσωπικές τους δουλειές, είναι η πολύχρωμη αίσθηση που αποπνέει. Εδώ που τα λέμε, με όπλα τη συνθετική ικανότητα και την πεντακάθαρα ποιητική στιχουργική του Ben, αλλά και την απαράμιλλη και πιο-εκφραστική-δε-γίνεται φωνή της Tracey, το αποτέλεσμα μάλλον έμοιαζε προδιαγεγραμμένο. Οι Everything but the Girl χρησιμοποιώντας ένα μαγικό τρόπο, ο οποίος δεν ήταν καταρχήν ξένος σε φίλους των mainstream ήχων, έφτιαξαν ένα πανέμορφο δίσκο που συγκίνησε ακόμα και τους πιο απαιτητικούς μουσικόφιλους. Ένωσαν περίτεχνα την pop με την soft jazz και τις μπαλάντες, χάρη στα 70s βιωματικά ακούσματα του Ben και την εκλεπτυσμένη μινιμαλιστική 60s έκφραση της Tracey.
Στο δίσκο αυτόν όλα τα τραγούδια είναι εξαιρετικά. Και όπως έδειξε το πέρασμα του χρόνου, τόσο ποιοτικά που εξακολουθούν να ακούγονται απολύτως σημερινά. Πρώτο μου «κόλλημα» υπήρξε το Another Bridge, που αποτέλεσε την επιτομή του πρώιμου ήχου των EBTG. Αμέσως μετά ήρθε το καθηλωτικό και μεγαλοπρεπές Tender Blue, που αν είχα κοντέρ καταμέτρησης ακροάσεων, θα το είχα «κάψει» από τον πρώτο κιόλας μήνα. Σκεφτείτε μάλιστα πόσα θα είχα κάψει μέχρι σήμερα… Για παράδειγμα, χτες μόνο το άκουσα 9 φορές. Και κάτι για όσους νομίζουν πως ξέρουν αυτό το τραγούδι καλά: έχετε προσέξει τους στίχους του; Αν όχι, για δείτε τους παρακαλώ και αναλογιστείτε τη μαεστρία του (τουλάχιστον τότε) αγαπημένου και στη ζωή ζευγαριού, που κατόρθωνε ακόμα και με στίχους που αναφέρονται σε πόνο ή αδιέξοδο, να βγάζει μια αύρα αναγωγική. Το Crabwalk είναι ο ορισμός της jazzy pop, χωρίς την pop! Είναι καθαρόαιμη classy jazz, ολόφωτη και ευδαιμονική, την οποία, παράλληλα, για ακατανόητους σχεδόν λόγους καταλήγεις να την αντιλαμβάνεσαι και ως pop. Το Bittersweet έκλεισε μέσα του όλη την κληρονομιά των αγαπημένων Marine Girls, μόνο που την έβγαλε από τη συννεφιά της, μετατρέποντάς την τελικά στον ήχο των Everything but the Girl. Παραλείπω τα λοιπά τραγούδια, για να μη γίνω κουραστικός. Επιτρέψτε μου όμως να κάνω μία μόνο εξαίρεση για ένα, που νόμιζα πως το γνώριζα, αλλά ουσιαστικά το επανεκτίμησα στην πραγματική του διάσταση πριν λίγους μήνες (θέλετε κι άλλα απόδειξη για το ότι ακούω πολύ συχνά το δίσκο;). Μιλώ για το καθηλωτικό Fascination. Τέτοιες ερμηνείες θα μπορούσαν να φέρουν την Tracey στο πάνθεον των ερμηνευτριών (στο δικό μου, πάντως, είναι από τότε). Ειδικότερα όμως στην περίπτωση αυτού του τραγουδιού, πέρα από την απαράμιλλη φωνή της, προσέξτε και τον τρόπο που ερμηνεύει τους στίχους, παίζοντας με τις τελείες και τα κόμματα.
Όταν λέει κάποιος το βαρύγδουπο «αυτός ο δίσκος θα μπορούσε να σου αλλάξει τη ζωή», είστε ελεύθεροι να γελάσετε μαζί του. Μη θεωρήσετε όμως, κατ’ ανάγκη, ότι ψεύδεται. Κατά πάσα πιθανότητα, θέλει να σας μεταδώσει κάποια από τα συναισθήματά του, που ενεργοποιήθηκαν από τη μουσική του. Αν προτρέξατε και σκεφτήκατε ότι είχα κι εγώ σκοπό να σας πω κάτι τέτοιο για το Eden, λυπάμαι, αλλά κάνατε λάθος. Δε θα σας έλεγα ποτέ κάτι τέτοιο ευθέως. Όμως, θα ήθελα να σας πω ότι ο δίσκος αυτός είναι αρκετά σπάνιος και, κατά κάποιον τρόπο, αποτελεί είδος υπό εξαφάνιση. Δε θα αναφερθώ ακριβώς στο γιατί, αλλά θα περιοριστώ στο ότι κάνει το χρωματιστό να φαίνεται πανέμορφα ασπρόμαυρο. Και πριν πάψω την πολυλογία μου, προσπαθώντας να περιγράψω με λέξεις πράγματα που δε διαβάζονται, αλλά νιώθονται, σας προτείνω και πάλι διακριτικά να τον ακούσετε (ξανά και ξανά), χρησιμοποιώντας αλληγορικά ένα του στίχο: “So I’ll ask you once again, to prove that I don’t mind…”