Πέντε δίσκοι που δε μπορείτε με τίποτα να ακούσετε, όταν κάνετε χαλαρωτικό μπάνιο με αιθέρια έλαια...
Jonathan Jackson + Enation - Anthems for the Apocalypse (Hilasterion Records/Enation LLC, 2017)
Τον Jonathan Jackson τον γνώρισα και απόλαυσα ως πρωταγωνιστή στην ταινία Riding the Bullet του Stephen King και όχι από τις τηλεοπτικές σειρές General Hospital και Nashville, λόγω των οποίων τον ξέρετε οι περισσότεροι από εσάς. Δε θα απολογηθώ όμως, επειδή δε βλέπω τηλεόραση. Μετά τον έμαθα από την αίσθηση που έκανε η δήλωσή του, κατά την πιο πρόσφατη από τις πολλές βράβευσή του με Emmy, για τους μοναχούς του Αγίου Όρους. Κι έπειτα τον έμαθα ως μουσικό, που αγαπά τη rock και εστιάζει στον ανεξάρτητο ήχο της των δεκαετιών του ’80 και του ’90. Στις πάντοτε έξω από τα τετριμένα συνεντεύξεις του έχει, μεταξύ άλλων, πει ότι θεωρεί τη μουσική ως ένα μέσο για να επαναστατήσει ενάντια στο σκοτάδι που μας περιβάλλει. Κι αυτό φαίνεται πως το κάνει επιτυχημένα και συνειδητά, όχι μόνο λόγω των καλών κριτικών που έχουν οι δίσκοι του συγκροτήματός του, αλλά και των ανθρωπιστικών δραστηριοτήτων που συνιδευουν όλες τις επιτυχημένες ζωντανές τους εμφανίσεις. Κυρίως όμως, λόγω της καλής μουσικής τους.
Το Anthems for the Apocalypse είναι η δεύτερη μετά το Radio Cinematic μεγάλης διάρκειας κυκλοφορία τους, στην οποία περιλαμβάνονται τέσσερα τραγούδια από το περυσινό Blame-shifter EP. Η μπάντα που σχημάτισαν πριν δέκα περίπου χρόνια οι αδελφοί Jonathan και Richard Lee Jackson τώρα είναι στα καλύτερά της, πράγμα που αποδεικνύεται από τραγούδια όπως το Blame-shifter και το Revolution of the Heart, που θυμίζει ταυτόχρονα Led Zeppelin, U2 και Midnight Oil. Το Magnify φανερώνει την αγάπη τους για το Aussie rock και τους Screaming Tribesmen, ενώ το A Shock to the System έχει δυνατή κιθάρα και σαφή post-punk στοιχεία. Το ύφος παραμένει το ίδιο, με τις ηρεμότερες εξαιρέσεις των Thirst, Alleluia και τη φερώνυμη να ενισχύουν τον κανόνα, που επιβεβαιώνουν τα This Darkness, Ascending και Let the Beauty Out. Λέτε σιγά - σιγά να πλησιάζει η ώρα, πέρα από τις υποκριτικές, και για μουσικές διακρίσεις;
Myths 003: Dungen & Woods (Mexican Summer, 2018)
Το Marfa Myths είναι ένα ετήσιο φεστιβάλ που ξεκίνησε πριν τέσσερα χρόνια στην πόλη Marfa του Τέξας με συνδιοργανωτές το ίδρυμα τέχνης Ballroom Marfa και τη δισκογραφική εταιρεία Mexican Summer. Μέσω του Marfa Myths παρουσιάζονται νέοι καλλιτέχνες και μουσικοί, οι οποίοι συνεργάζονται δημιουργικά πάνω στη μουσική, σε ταινίες, αλλά και σε διάφορες καλές τέχνες και χειροτεχνίες. Κι ενώ η φετινή διοργάνωση θα λάβει χώρα κατά το τριήμερο 12-15 Απριλίου, η Mexican Summer εξακολουθεί να πραδίδει στην κυκλοφορία ηχογραφήσεις από προγενέστερα φεστιβάλ, δίνοντας την καλύτερη δυνατή προβολή στο γεγονός. Αυτή τη φορά η τρίτη κυκλοφορία της σειράς Myths αφορά την περυσινή συνεργασία των Dungen από τη Στοκχόλμη και των Woods από το Brooklyn. Τα επτά καινούργια τραγούδια του δίσκου φέρουν στο ακέραιο το ύφος των δημιουργών τους, με την ψυχεδέλεια των Σκανδιναβών να υπερισχύει της ψυχεδελικής και indie-folk των συντοπιτών της δισκογραφικής εταιρείας.
Οι δύο μπάντες ήρθαν σε επαφή το καλοκαίρι του 2009, όταν περιόδευαν στην Αμερική. Χρειάστηκε να περάσουν κάμποσα χρόνια μέχρι να ηχογραφήσουν μαζί, με τον τελικό ήχο να ακούγεται πολύ δεμένος και φρέσκος. Υπεύθυνοι από τους Dungen είναι οι Gustav Ejstes και Reine Fiske, ενώ από τους Woods οι Jeremy Earl και Jarvis Taveniere. Όπως είπαμε, η ψυχεδέλεια είναι ο κύριος άξονας πάνω στον οποίο περιστρέφεται η μουσική του άλμπουμ, με το Loop να αποτελεί το πιο κοντινό τραγούδι στην indie-folk, έχοντας και το στίγμα των Jethro Tull. Κι αν ακούμε στο ορχηστρικό Marfa Sunset κάτι πάλι από τον Ian Anderson, εδώ είναι η ψυχεδέλεια αυτή που έχει τον πρώτο λόγο. Ανάλογα δείγματα αποτελούν τόσο το Jag Ville Va Kvar, όσο και τα Morning Myth και Saint George, που θυμίζουν αρκετά τους Orchestra of Spheres. Με το Just For the Taste οι τάσεις γίνονται πιο μελωδικές, όπως και με το καλύτερο τραγούδι του δίσκου, το Turn Around, που κοιτάζει βορειότερα, προς τους Yo La Tengo.
Cribs – 24-7 Rock Star Shit (Sonic Blew, 2017)
Κι όμως, φτάσαμε αισίως στο έβδομο άλμπουμ των Βρετανών indie rockers, που ακούγεται πιο φασαριόζικο απ’ ό,τι περιμέναμε. Κι αν η δυναμική και η έντασή του δε μπορεί με τίποτα να θεωρηθεί ως απόκκλιση από τα γενικά αναμενόμενα, σίγουρα δε μπορεί να πει κανείς το ίδιο για τη σύλληψη και την ολοκλήρωσή του. Βλέπετε, τέσσερα από τα δέκα τραγούδια του ηχογραφήθηκαν το 2011 σε παραγωγή του πρωτομάστορα των Big Black, δημοσιογράφου, συνθέτη και φυσικά παραγωγού Steve Albini, ενώ τα υπόλοιπα έξι γράφτηκαν, μέσα σε ένα τριήμερο, πέντε χρόνια αργότερα. Αρχικά ήθελαν να τα κυκλοφορήσουν ως EP την εποχή του In the Belly of the Brazen Bull, αλλά στη συνέχεια η σκέψη αυτή εγκαταλείφθηκε. Το τρίο από το Wakefield, που από το 2008 μέχρι το 2011 είχε στις τάξεις του τον Johnny Marr (The Smiths, Modest Mouse), έγραψε τα παλαιότερα τραγούδια του 24-7 Rock Star Shit μετά την αποχώρησή του, βασιζόμενο στους δίδυμους Gary και Ryan Jarman και στο μικρότερο αδελφό τους Ross. Αυτό σημαίνει ότι οι μελωδικότερες τάσεις του πρόσφατου παρελθόντος δείχνουν μάλλον τελείως εξαφανισμένες, με τις garage και τις punk (είπαμε ποιος είναι ο παραγωγός) καταβολές τους να βγαίνουν για τα καλά στην επιφάνεια. Ναι, μπορείτε να το πείτε indie punk και δε θα σας παρεξηγήσει απολύτως κανείς. Όπως όμως κι αν το πείτε, να ξέρετε πως ακούγεται δυνατό, συχνά χαοτικό, αποπνέοντας την πρωτόλεια εκείνη αίσθηση των DIY ηχογραφήσεων των απαρχών κάθε μπάντας.
Πράγματι ο δίσκος, που ηχογραφήθηε μέσα σε πέντε ημέρες ζωντανά, μοιάζει να ανήκει στην πρώιμη περίοδό τους, ερχόμενος σε αντίθεση με το For All My Sisters, που η παραγωγή του Ric Ocasek (The Cars) το έκανε περισσότερο pop απ’ ό,τι επέτρεπε η προϊστορία τους. Εδώ όμως δεν υπάρχει θέση για pop τραγούδια. Αναμφίβολα, οι Nirvana έχουν την τιμητική τους, ως επιφανεις εκπρόσωποι της grunge πλευράς του ήχου της μπάντας, με τα Broken Arrow, Rainbow Ridge και Dendrophobia να αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα, αν και το τελευταίο έχει παράλληλα επιρροές και από τους Hole (γιατί άραγε;). Τα Sticks Not Twigs και Dead at the Wheel είναι οι πιο ήπιες στιγμές του άλμπουμ, ενώ το In Your Palace κερδιζει στα σημεία την πρωτιά, με το «ακατέργαστο» και εθιστικό riff του.
Casey – Where I Go When I am Sleeping (Hassle Records, 2018)
Το δεύτερο άλμπουμ των Casey είναι ένας πότε αγριεμένος και πότε μελωδικός σύγχρονος hardcore punk δίσκος, όχι μόνο για μουσικούς λόγους, αλλά και για στιχουργικούς. Κρύβει μέσα του οργή και πόνο, που τελικά μοιάζει να ξεπερνά τα αδιέξοδα και οποιαδήποτε τάση προς την απόγνωση και να βρίσκει το δρόμο προς φωτεινότερα τοπία. Είναι εξολοκλήρου εμπνευσμένο από τα ψυχοφθόρα βιώματα του τραγουδιστή Tom Weaver, συνεπεία των πολλών ασθενειών από τις οποίες εκείνος έχει υποφέρει, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Βλέπετε, δεν είναι καθόλου εύκολο να έχει κανείς εκ γενετής σαθρά οστά, να πάσχει από ελκώδη κολίτιδα, μανιοκατάθλιψη και να έχει περάσει έμφραγμα και εγκεφαλικό. Κι όσο τραγικό είναι, τόσο λυτρωτικά θέλει ο ίδιος να βιώνει το ότι βγήκε εν τέλει νικητής και μπορεί να παίζει με τους Casey.
Πάνε ήδη τέσσερα χρόνια από τότε που ο Weaver άφησε τους Hot Damn και σχημάτισε τη μπάντα στην νότια Ουαλία μαζί με τον κιθαρίστα Liam Torrance, που είχε φύγει από τους Continents και τον κιθαρίστα Toby Evans, τον ντράμερ Max Nicolai και τον μπασίστα Scott Edwards, ο οποίος ένα χρόνο αργότερα αντικαταστάθηκε από τον Adam Smith. Το αρχικό τους όνομα ήταν Well Wisher, αλλά σύντομα άλλαξε σε Casey, αφενός λόγω της αγάπης του Weaver για το φερώνυμο άλμπουμ των The Rise of Science και αφετέρου λόγω της επιθυμίας του Torrance να τιμήσει τον κιθαρίστα των Hawthorne Heights, τον Casey Calvert. Το Where I Go When I am Sleeping ηχογραφήθηκε στα Monnow Valley Studios σε παραγωγή του Brad Wood (Placebo, Sunny Day Real Estate, Touche Amore). Οι ήπιες στιγμές κρύβουν απρόσμενο συναίσθημα, κατά τα πρότυπα των Mogwai, με εξέχουσες τις Making Weight, & και Morphine. Το καθαρόαιμο σύγχρονο hardcore punk εκπροσωπείται από το Wavering, που θυμίζει Black Flag, το Wound, που έχει κάτι από τους Bad Religion και το The Funeral, που θα μπορούσε να ανήκει στους Rise Against. Το πρώτο single Fluorescents φέρνει στο νου τους Linkin Park, παντρεύοντας τη μελωδία με τα δυναμικά ξεσπάσματα, όπως και τα Flowers by the Bed και Needlework.
Rolo Tomassi – Time Will Die and Love Will Bury it (Holy Roar Records, 2018)
Δε θα πω τίποτα καινούργιο, αν διαπιστώσω πόσο άδικες, παραπλανητικές ή ακόμα και άστοχες μπορούν κάποιες φορές να αποδειχτούν οι ταμπέλες που εκ των πραγμάτων αναγκαζόμαστε να βάζουμε στον ήχο μιας μπάντας. Κλασική περίπτωση είναι αυτή του κουιντέτου των Rolo Tomassi από το Sheffield, στο οποίο, παρά τα τέσσερα άλμπουμ που έχει κυκλοφορήσει, αποδίδονται διάφοροι φαινομενικά ετερόκλητοι μουσικοί χαρακτηρισμοί. Κι αν νομίζετε πως με το πέμπτο η κατάσταση θα ξεκαθαρίσει, σίγουρα θα είστε μεγάλοι φανς της UK metal scene! Λοιπόν, μια κι έξω: Οι Rolo Tomassi είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα πολυδιάστατης μουσικής, που «εξαναγκάζει» σε αρμονική συνύπαρξη κατά βάση αγριεμένους jazz πειραματισμούς, progressive, ατμοσφαιρικά synths, dream pop, γερές δόσεις από κιθάρες με distortion, mathcore, hardcore punk και black metal. Κι ολα αυτά, με κεντρικό άξονα τα φωνητικά της Eva Spence (και του αδελφού της, James), που από τη μια σε ταξιδεύουν σε ονειρικά τοπία και από την άλλη μετατρέπονται σε κραυγές και ουρλιαχτά. Άλλωστε, κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα πριν από δεκατρία χρόνια, όταν τα δύο αδέλφια κλείνονταν στο αυτοκίνητο του πατέρα τους και ούρλιαζαν για να ξεπράσουν τη ντροπαλότητά τους. Ε, λοιπόν, σας διαβεβαιώ ότι τα κατάφεραν.
Το Time Will Die and Love Will Bury it είναι, αναμφισβήτητα, ο πιο ώριμος δίσκος τους. Έχει κάποιες μελωδικές και ατμοσφαιρικές συνθέσεις, όπως το χαλαρωτικό Towards Dawn με το πολύ διακριτικό distorted synth, το πολύχρωμο Aftermath, που θυμίζει τους Heart Throbs και το Risen, που κλείνει το άλμπουμ, αλλά μάλλον για... ξεκάρφωμα. Βλέπετε, τα πράγματα σύντομα αγριεύουν με το επιβλητικά άγριο Rituals και το The Hollow Hour, το οποίο αν και φλερτάρει προς στιγμή με τον Louis Tillett, σύντομα θυμάται από πού ξεκινησε και επιστρέφει θριαμβευτικά. Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και το Balancing The Dark, που προχωράει ακόμα περισσότερο προς το metal με αγριεμένες κιθάρες και πομπώδη πλήκτρα, όπως, άλλωστε, και τα A Flood of Light, Whispers Among Us και Alma Mater, παρά τις όποιες μελωδικές τάσεις του τελευταίου.