Με πρόσφατες heavy rock κυκλοφορίες καταπιάνεται το Record Shuffle για άλλη μια φορά. Πέρα από την Μέκκα του συγκεκριμένου μουσικού είδους (Καλιφόρνια), ταξιδεύουμε από τη Σκανδιναβία ως την Αυστραλία ιχνηλατώντας ήχους που πιθανώς αξίζουν της προσοχής των ακροατών.
Nebula – Holy Shit (Heavy Psych Sounds, 2019)
Η επανενεργοποίηση των Καλιφορνέζων Nebula μετά από αρκετά χρόνια αδράνειας χαροποίησε σίγουρα τους φίλους του κλασικού heavy rock. Συγκεκριμένα, το γκρουπ βρισκόταν σε διάλλειμα (ή hiatus, όπως λέμε στα νεοελληνικά) από το 2010 μέχρι το 2017, οπότε ο ιθύνων νους Eddie Glass αποφάσισε να το βάλει ξανά σε ράγες. Κάθε σωστή επανασύνδεση όμως πρέπει να συνοδεύεται και από νέο υλικό, κι έτσι φέτος με τη βοήθεια της ιταλικής Heavy Psych Sounds Records (η οποία παρεμπιπτόντως υπογράφει ό,τι κινείται στο χώρο του heavy rock, παλιό ή καινούριο), το trio κατάφερε να παρουσιάσει το έκτο studio άλμπουμ του. Τίτλος του Holy Shit, φράση που λογικά αναφώνησαν οι fans τους, στο άκουσμα της είδησης. Αρκεί απλώς το riff του εναρκτήριου Man’s Best Friend για να επαναφέρει τα πράγματα στη θέση τους, οι Nebula επέστρεψαν όπως τους είχαμε αφήσει: ορμητικοί, γεμάτοι ενέργεια και με την ένταση στο full. Το κυριότερο, ωστόσο, είναι πως έχουν και καλές νέες συνθέσεις μαζί τους. Για παράδειγμα τα Messiah, It’s All Over, Witching Hour και Let’s Get Lost ασφαλώς μόνο αμελητέα ποσότητα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Επιπλέον, η μπάντα δεν παραλείπει να δείξει την πιο χιουμοριστική πλευρά της με το σύντομο instrumental Fistful of Pills, όπου εμπνέεται από τα γουέστερν και τα soundtrack του Μορικόνε (εδώ βέβαια το έπαθλο δεν είναι μια χούφτα δολάρια αλλά μια χούφτα χάπια…).
Βεβαίως το διακύβευμα εξακολουθεί να έγκειται στο κατά πόσο το heavy rock εν έτει 2019 μπορεί να ακούγεται φρέσκο. Η απάντηση είναι προφανής: ελάχιστα. Ωστόσο όταν είναι καλοπαιγμένο και ξεχειλίζει από μεράκι, τότε συνεχίζει να ακούγεται ακαταμάχητα απολαυστικό. Οι Nebula μπορεί να μην θεωρούνται πλέον εμπροσθοφυλακή του είδους, ωστόσο παραμένουν ένα από τα καλύτερα σχήματα του ήχου και σίγουρα έχουν αρκετά ακόμα να προσφέρουν.
The Devil And The Almighty Blues – Tre (Blues for the Red Sun, 2019)
Περίεργη περίπτωση οπωσδήποτε οι Νορβηγοί The Devil And The Almighty Blues. Τα κάνουν όλα σωστά στους δίσκους τους αλλά στο τέλος πάντα κάτι λείπει. Η παράδοση αυτή διατηρείται φυσικά και στο τρίτο τους πόνημα. Το Tre διαθέτει ένα μεγαλειώδες track (όπως και οι προκάτοχοι του), το εναρκτήριο Salt the Earth, το οποίο περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο συνολικά τη δουλειά των The Devil And The Almighty Blues: ξεκινάει από ένα όμορφο riff, πάντα σε blues λογική, το οποίο επανέρχεται στο φινάλε αλλά κάπου ανάμεσα έχεις χάσει κάπου τον ειρμό της σύνθεσης (η οποία διαρκεί 12μιση λεπτά). Έτσι ακριβώς λειτουργεί όλος ο δίσκος, ξεκινάει εντυπωσιακά, προς το φινάλε γίνεται ξανά ενδιαφέρων (No Man’s Land) αλλά στο μεταξύ όλα κυλάνε φυσιολογικά, χωρίς να επιδιώκεται ποτέ το κάτι παραπάνω. Όλα στην περίπτωση τους μοιάζουν τακτοποιημένα, κυκλοφορούν ανά δυο χρόνια άλμπουμ, καθένα από αυτά περιέχει από έξι κομμάτια, και ο heavy rock ήχος τους είναι πάντα διαποτισμένος από την κληρονομία των blues, τα δε φωνητικά δεν παρεκκλίνουν στο ελάχιστο από την πεπατημένη. Και στην τρίτη δισκογραφική κατάθεση τους λοιπόν όλα είναι καλώς καμωμένα, χωρίς να υπάρχει αυτό που θα απογειώσει το υλικό. Το ζήτημα είναι πως έχουμε να κάνουμε με μια πραγματικά καλή μπάντα, με διακριτό στίγμα (ξεχωρίζει εύκολα από το σωρό), που όμως κάποια στιγμή θα πρέπει να κεφαλαιοποιήσει στη δισκογραφία τις αρετές της. Ως τότε είμαστε εν αναμονή.
Comacozer – Mydriasis (Sound Effect, 2019)
Η αλήθεια είναι πως δεν γνωρίζουμε το παραμικρό για heavy rock σκηνή στην Αυστραλία. Η συμπαθής αυτή μακρινή χώρα έχει μακρά παράδοση σε rock&roll συγκροτήματα αλλά με stoner γκρουπ δεν είχε τύχει να έρθουμε σε επαφή. Να που έφτασε η στιγμή να ασχοληθούμε με μια μπάντα από down under. Ο λόγος για τους Comacozer από το Σίδνεϋ, που έχουν μια σύντομη ιστορία πίσω τους, φτάνοντας πλέον στην τέταρτη κυκλοφορία τους. Η νέα τους δουλειά Mydriasis, παρότι περιέχει μόλις τρία κομμάτια (η διάρκεια καθενός από αυτά κυμαίνεται από 11 ως 20 λεπτά), είναι ένα full length album 45 λεπτών. Το σχήμα επιδίδεται εντός του σε heavy psych πειραματισμούς, οι οποίοι εμπλουτίζονται από την προσθήκη πλήκτρων (το τέταρτο μέλος τους, που προστέθηκε πρόσφατα, ασχολείται αποκλειστικά με τα synths και τα ηλεκτρονικά). Από τις τρεις μακροσκελείς instrumental συνθέσεις προτιμώ την τρίτη και μεγαλύτερη, το Kykeon Journey (ολοκληρώνεται στα 20:50!), μιας και σε αυτή το γκρουπ προτιμάει τον ρυθμό και την ταχύτητα (τουλάχιστον στο πρώτο μέρος), πριν επανέλθει στο γνωστό ύφος του συνόλου. Η λογική του συγκεκριμένου κομματιού μοιάζει να τους ταιριάζει καλύτερα και ίσως θα έπρεπε να εστιάσουν περισσότερο σε αντίστοιχης νοοτροπίας συνθέσεις. Όπως και να έχει, είναι ενδιαφέρον ακρόαμα, για όσους αρέσκονται σε ανάλογου ύφους ηχογραφήσεις.