Arp – “ / - ” (pronounced Zebra) (Mexican Summer, 2018)
O Alexis Georgopoulos αγαπά και τιμά ιδιαιτέρως τη μουσική του Brian Eno. Κι αν, αναμφίβολα, εμπνέεται από τη λίγο - πολύ ψυχεδελική ambient και πειραματική μουσική του, θα ήταν άστοχο να πει κανείς ότι οι επιροές του δικού του ήχου εξαντλούνται εκεί. Αυτό διότι υπάρχουν εύκολα διακριτά στοιχεία από την κληρονομιά των αξεπέραστων Can, των Neu!, αλλά και των πρώτων (ιδίως) δίσκων των Kraftwerk. Μάλιστα, κατά την ενδεκαετή σόλο πορεία του ως Arp, έχοντας αφήσει πίσω τα χρόνια των freestyle Tussle, δε διαστάζει όλο και περισσότερο να φλερτάρει με την παλιομοδίτικη avant-garde και την art rock, χωρίς να επιθυμεί ενσυνείδητα να ενταχθεί σε αυτές, αλλά να δημιουργήσει μουσική που θα είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να ενταχθεί σε ένα και μόνο είδος.
To“ / - ” αποτελεί την πρώτη μεγάλη κυκλοφορία του μετά το More (2013) και είναι απροκάλυπτα μινιμαλιστικό και ευχάριστα εξαρτημένο από τη jazz. Αν και ο Georgopoulos είναι γέννημα - θρέμμα Νεοϋορκέζος, κάποιες φορές το “ / - ” μοιάζει να αντλεί έμπνευση και στοιχεία από τις μουσικές της νότιας Ευρώπης και, ίσως, τα ακούσματα από τα καλοκαίρια που πέρασε στη Χαλκιδική. Στο δίσκο συμμετέχουν session μουσικοί, που παίζουν διάφορα πνευστά, κρουστά, μπάσο, κιθάρα και keyboards. Το μουσικό πνεύμα των Tangerine Dream είναι διάχυτο στις έντεκα συνθέσεις του δίσκου, από τις οποίες ξεχωρίζει το σχεδόν εννιάλεπτο Reading a Wave, που περιδιαβαίνει όμορφα ηλεκτρονικά και experimental jazz μονοπάτια. Επίσης, το Halflight Visions, που αποκαλύπτει τις ακροάσεις του μνημειώδους Albedo 0.39, αλλά και το Nzuku, που φέρνει στο φως τον άλλο αγαπημένο δίσκο του μέγιστου Βαγγέλη Παπαθανασίου, το L’ Apocalypse des Animaux. Στο ηλεκτρικό πιάνο, το βιμπράφωνο και το Moog του Parallelism βρίσκουμε επιρροές από τον Jean-Michel Jarre, ενώ αναφορά αξίζει στο Ozu, με το χαλαρωτικό φλάουτο και το νοσταλγικό Mellotron, αλλά και στο Fluorescences, που έχει κάτι από τη ζωντάνια των Tears for Fears.
Roosevelt – Young Romance (City Slang, 2018)
Μπορεί το Young Romance να κυκλοφόρησε το 2018, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να είχε κυκλοφορήσει τη δεκαετία του ’80. Θα μπορούσε, ακόμα, να ήταν μια πολύ πιο σοφιστικέ απόπειρα του Rick Astley να ερμηνεύσει ποιοτικότερη 80s pop, που θα εξακολουθούσε όμως να καλοβλέπει τις πρώτες θέσεις των καταλόγων επιτυχιών. Όμως, δεν έχει και τόση σημασία τι θα μπορούσε να ήταν, αλλά τι είναι και μάλιστα στις μέρες μας. Με μια κουβέντα, λοιπόν, θα έλεγα πως είναι η «μετενσάρκωση» της μουσικής που παιζόταν τα καλοκαίρια του 1986 -87 και αντιμαχόταν την (υπέροχη, ό,τι κι αν λέτε) καταχνιά των 80s. Η μουσική που παιζόταν πριν το πρόγραμμα στις όψιμες ντίσκο και χαρακτηριζόταν από το οικείο στους παλαιότερους ευφορικό συναίσθημα, που ξεψύχησε λίγο αργότερα με την έλευση των 90s. Ομολογώ ότι το Young Romance είναι πιο σημαντικό σήμερα, από ό,τι θα ήταν το 1987, κι αυτό διότι, αν και αποτελούμενο από κατεξοχήν εύπληπτα τραγούδια με ολοφάνερα pop hooks, μπορεί να αρέσει και σε όσους τείνουν προς εναλλακτικότερα είδη, επειδή είναι καλοφτιαγμένο, νοσταλγικό και όχι πλέον αναμενόμενο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ξεγελά με το πρώτο άκουσμα και αποκαλύπτει στη συνέχεια μια ποιοτικότερη διασταση που δε φαντάζεσαι εύκολα.
Ο Γερμανός Marius Lauber (aka Roosevelt) μετά το φερώνυμο ντεμπούτο του, παραμένει πιστός στην electronica, αλλά αφήνει κατά μέρος τη χορευτική της διάσταση και την tech-house, προς όφελος της synth-pop και της electro-pop. Έγραψε το άλμπουμ στην πατρίδα του την Κολονία και το Λος Άντζελες, αναθέτοντας ακολούθως το mix στον Chris Coady (Future Islands, Beach House, Grizzly Bear). Στιχουργικά, αναπολεί με ευαισθησία διάφορες συναισθηματικές καταστάσεις της πρόσφατης νιότης του, χαμένους έρωτες και φιλίες που τελείωσαν πρόωρα. Το εισαγωγικό Take Me Back κινείται παράλληλα με τη μουσική των ELVY, στο Illusions θυμάται τους E.L.O., στο Lucia τους Level 42, ενώ στο Under the Sun αναφέρεται στους Daft Punk. Προσωπικά προτιμώ το Shadows, επειδή μου θυμίζει τους λατρεμένους μου Chic και το laidback Better Days, που μου θυμίζει τους Style Council. Τέλος, αναφέρουμε ότι στο δίσκο συμμετέχει ως guest ο Washed Out.
Fatherson – Sum of All Your Parts (Easy Life Records, 2018)
Οι Fatherson στο Sum of All Your Parts μοιάζουν «διχασμένοι». Από τη μια τείνουν προς την 80s pop και από την άλλη -την καλύτερη- προς εναλλακτικότερα πιο σύγχρονα rock μονοπάτια. Η μπάντα από τη Γλασκώβη στο τρίτο άλμπουμ της ακούγεται το ίδιο παθιασμένη και εκδηλώνει με γλυκόπικρη μελαγχολία και περισσή ενέργεια την αγωνία της για τις ανθρώπινες σχέσεις. Αποτελείται από τριες παλιόφιλους από τα χρόνια του δημοτικού σχολείου, τους Ross Leighton στην κιθάρα και τα φωνητικά, Marc Strain στο μπάσο και Greg Walkinshaw στα ντραμς. Οι Fatherson είχαν κάνει οι ίδιοι την παραγωγή στα δύο προγενέστερα άλμπουμ τους, αλλά εδώ επέλεξαν να δουλέψουν μαζί με τον Claudius Mittendorfer (Arctic Monkeys, Interpol, Weezer), ηχογραφώντας για πρώτη φορά live στο στούντιο και όχι προετοιμάζοντας αποσπασματικά τα μέρη των τραγουδιών.
Το πρώτο single και όντως αντιπροσωπευτικό τραγούδι του δίσκου είναι το Making Waves, του οποίου τα σπαρακτικά φωνητικά του, αλλά και η μουσική, παραπέμπουν στους Starsailor. Τα ίδια μπορεί να πει κανείς και για το Nothing to No One, στο οποίο συμμετέχει η Sarah Howells (aka Bryde) των Paper Aeroplanes, όπου αποτυπώνεται η συναισθηματικά φορτισμένη κληρονομιά του Open Book. Το The Rain έχει κάτι από την αρχοντιά των πρώιμων Archive και Mogwai, το Gratitude θα μπορούσε να ανήκει στην πιο ήπια πλευρά του μουσικού χαρακτήρα των Everclear, ενώ το The Landscape αποπνέει την αύρα του Bruce Springsteen. Το Charm School είναι η πιο χαρούμενη στιγμή του δίσκου με δυνατά κιθαριστικά riffs και επιρροές από τη 70s rock. Τέλος, ο επίλογος του Building a Wall μας φέρνει αντιμέτωπους με την 80s πλευρά τους και ειδικότερα τους Cure, αλλά και τη 00s μέσω των Arcade Fire.