Οι συγκυρίες τα έφεραν έτσι ώστε η τρίτη μέρα του φετινού, επετειακού, Rockwave Festival να πραγματοποιηθεί στο πιο δύσκολο Σαββατοκύριακο των τελευταίων χρόνων. Το γεγονός ότι κάποιοι είχαν φύγει από την μεγαλούπολη για να ψηφίσουν καθώς και οι οικονομικοί περιορισμοί δεν θα μπορούσαν να μην επηρεάσουν την προσέλευση των θεατών, που σε καμία περίπτωση δεν έφτασε στα επίπεδα των δυο πρώτων ημερών, χωρίς βέβαια να είναι αμελητέα. Στο καθαρά μουσικό κομμάτι πάντως, οι εμφανίσεις των περισσότερων ονομάτων αποζημίωσαν όσους βρέθηκαν στο Terravibe το ζεστό απόγευμα του Σαββάτου.
Exarsis
Ο ήλιος έκαιγε και η αναζήτηση σκιάς επιβαλλόταν λίγο πριν οι Exarsis δώσουν το εναρκτήριο λάκτισμα στην φεστιβαλική ημέρα. Την στάση μας δεν συμμερίστηκαν οι 200-300 οπαδοί που συγκεντρώθηκαν μπροστά στην σκηνή για να απολαύσουν από κοντινή απόσταση το thrash παλαιάς κοπής των παιδιών από το Κιάτο. Vintage σε όλα τους οι Exarsis, από τη μουσική ως την εικόνα τους: μπλουζάκια παλαιών συγκροτημάτων και ενδυση εποχής, μαλλιά μακριά σε σημείο υπερβολής (η εντυπωσιακά μακριά κόμη του μπασίστα ξεχώριζε, ιδιαίτερα στο windmill headbanging). Η μπάντα δεν πτοήθηκε καθόλου από την έντονη ζέστη (εννοείται βέβαια πως έχουμε βιώσει και χειρότερα στον συγκεκριμένο χώρο) και απέδωσε όπως έπρεπε και λίγο παραπάνω, μοιράζοντας σε ίσα μέρη τον καλώς εννοούμενο επαγγελματισμό με τον αυθορμητισμό, όπως αυτός αποτυπώθηκε π.χ. στην ακούσια πτώση του ενός κιθαρίστα που ακολουθήθηκε, εκουσίως αυτή τη φορά, από τον μπασίστα και ενώ και οι δύο τους συνέχιζαν να παίζουν κανονικά. Πειστικοί και γεμάτοι ενέργεια όσο βρίσκονταν στην σκηνή, κατάφεραν να παρακινήσουν το ηρωικό κοινό σε όλες τις παραδοσιακές πρακτικές ενός thrash pit (headbanging, moshing, circle of death, wall of death και έτερα βίαια, μα φιλικά και διασκεδαστικά - κατά το Exodus-ιακό motto “good friendly violent fun”) και να κερδίσουν τις πρώτες εντυπώσεις. Καλή αρχή!
Electric Litany
Οι Electric Litany ήταν πιθανώς το πιο άτυχο γκρουπ του φεστιβάλ καθώς κλήθηκαν να παρουσιάσουν καταμεσήμερο (4:30 για την ακρίβεια) τη σκοτεινή, εσωστρεφή, μελαγχολική μουσική τους, μπροστά σε λίγους γενναίους που αψήφησαν τον καυτό ήλιο (μοναδική ανακούφιση το αεράκι της Μαλακάσας, που όσο περνούσε η ώρα γινόταν περισσότερο δροσιστικό). Όπως ήταν λογικό, οι περισσότερες επιλογές τους προήλθαν από το περυσινό θαυμάσιο Enduring Days You Will Overcome (θυμηθείτε την κριτική μας για αυτό) χωρίς φυσικά να αγνοήσουν και το σπουδαίο ντεμπούτο τους How To Be A Child And Win The War. To Intro κολλητά με το Silence φαντάζουν ιδανικά για το ξεκίνημα κάθε εμφάνισης τους, τα Feather Of Ecstasy και Empty Sea (αμφότερα ξεκινούν με τα λόγια του Allen Ginsberg) είναι σαφώς από τα πιο δυνατά κομμάτια της νέα δουλειάς τους, ενώ το επιβλητικό Tear απλώς δεν μπορεί να λείπει από καμία συναυλία τους. Αυτό που έλειψε ήταν τα σαντούρι, που αποτελεί πλέον αναπόσπαστο στοιχείο της μουσικής τους και κάποια κομμάτια από το ντεμπούτο τους (όπως τα Minute και The Roses Came) λόγω της περιορισμένης διάρκειας του set. Μας αποζημίωσε όμως ο δυνατός και πλούσιος ήχος τους, στο οποίο συνέβαλε το γεγονός ότι εμφανίζονταν στη μεγάλη σκηνή (Terra Stage). Συνολικά ήταν μια αξιόλογη εμφάνιση από το ελληνοβρετανικό γκρουπ, που θα μπορούσε να ήταν ακόμα καλύτερη αν έπαιζαν αργότερα και με περισσότερο κόσμο, αλλά ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες στάθηκαν μια χαρά. (Για όσους αναρωτιούνται, το μοναδικό πολιτικό σχόλιο αφορούσε τον «μεγάλο διανοητή… Κώστα Σόμμερ»).
Maplerun
Οι Maplerun ίσως ατύχησαν ακόμη περισσότερο από τους Electric Litany. Η μικρή σκηνή του Terravibe (Vibe Stage) παρουσιάζει τους φεστιβαλικούς μήνες ένα σημαντικό μειονέκτημα γύρω στις 5-6 το απόγευμα: ο ήλιος βρίσκεται στην χειρότερη δυνατή θέση, δηλαδή ακριβώς απέναντι από την μπάντα που παίζει, δυσχεραίνοντας το έργο της. Ακόμη κι αν δεν συνυπολογιστεί αυτή η πρακτική παράμετρος, οι Αθηναίοι είχαν να αντιμετωπίσουν και τεχνικής φύσεως προβλήματα με τον εξοπλισμό τους, κάτι που σίγουρα διέκοπτε τον ειρμό τους και κατ’ επέκταση τη ροή του live. Πρόκειται βεβαίως για μία μπάντα που έχει κάνει αρκετά χιλιόμετρα στις ευρωπαϊκές σκηνές, κάτι που φάνηκε ιδιαίτερα στην συνοχή τους και την επαφή τους με το κοινό. Τίμησαν το alternative/nu metal που πρεσβεύουν παίζοντας κομμάτια ακόμη και από το επερχόμενο άλμπουμ τους, με τα επηρεασμένα από Daron Malakian (System Of A Down) φωνητικά να υστερούν σε σχέση με την υπόλοιπη μουσική, όχι τόσο σε τεχνική όσο σε ψυχή - ένα θέμα που θα εμφανιστεί ξανά σε αυτό το κείμενο. Η διασκευή τους στο Toxicity των SOAD (αν και αρχικά το προλόγισαν ως κομμάτι της… Madonna) παίχτηκε δυο-τρεις ταχύτητες πιο αργά από το original - λογικό, καθώς πρόκειται για σχετικά απαιτητικό κομμάτι - αλλά τράβηξε αρκετό κόσμο πιο κοντά στην σκηνή και δημιούργησε τον μίνι πανικό που χρειαζόταν.
John Garcia
Για κάποιους εξ ημών ο John Garcia ήταν ένας από τους σημαντικούς λόγους για να μεταβούμε στη Μαλακάσα. Μπορεί να τον έχουμε δει ζωντανά στη χώρα μας αρκετές φορές και σε διαφορετικές περιστάσεις, είτε με τους Kyuss Lives, είτε με τους Unida, είτε με τους Hermano είτε ακόμα και solo. Δύσκολα όμως αφήνεις την ευκαιρία να ξανακούσεις ζωντανά τη φωνή που «ζωγράφισε» στους Kyuss και εν ολίγοις την προσωποποίηση του όρου frontman στο χώρο του heavy rock. Αυτή τη φορά υπήρχε ένας επιπλέον λόγος: η κυκλοφορία προ λίγων μηνών του πολύ αξιόλογου ομώνυμου πρώτου προσωπικού του δίσκου, ο οποίος μας είχε αφήσει πολύ θετικές εντυπώσεις. Τα «μπλουζ για τον κόκκινο ήλιο» ακούγονταν απολύτως ταιριαστά κάτω από τον καυτό απογευματινό ήλιο της Αττικής και όσοι επέλεξαν να σταθούν μπροστά στη μεγάλη σκηνή δεν απογοητευτήκαν. Και πως θα μπορούσαν άλλωστε όταν στην αρχή του set κιόλας έχει ακουστεί το κορυφαίο stoner κομμάτι που έχει γραφτεί (Gardenia), το οποίο, άλλωστε, δεν ήταν και το μοναδικό από το Ιερό songbook των τιτάνων Kyuss, καθώς σχεδόν το μισό set αφιερώθηκε στις μουσικές τους (πραγματικά υπέροχο να ακούς ζωντανά ύμνους σαν το One Inch Man, το Green Machine ή το El Rodeo). Ο Garcia δεν παρέλειψε να μας χαρίσει μια πινελιά και από τα άλλα γκρουπ στα οποία υπήρξε τραγουδιστής. Από τη solo δουλειά του τα My Mind και Rolling Stoned (απίθανος τίτλος) ακούστηκαν άψογα, με τη βοήθεια και της τίμιας και δεμένη μπάντας που τον συνόδευε. Τελικά, το live διάρκειας 1 ώρας του Garcia ήταν απολαυστικό και σε σημεία πωρωτικό (δημιουργήθηκαν μάλιστα κάποιες μικρές εστίες moshing). Ευπρόσδεκτος θα είναι όποτε κι αν επιστρέψει.
Rotting Christ
Δεν προλάβαμε να χωνέψουμε το πολύ καλό live του Garcia και έπρεπε να μετακινηθούμε άμεσα στην μικρή σκηνή, καθώς η εμφάνιση των Rotting Christ είχε ήδη ξεκινήσει εδώ και κάποια δευτερόλεπτα με το ΧΞΣ, το υμνικό outro του τελευταίου τους άλμπουμ. Στην αμφιθεατρική αρένα επικρατούσαν συνθήκες υψηλής πίεσης και θερμοκρασίας από τους metalheads που είχαν πάρει από νωρίς θέση για να δουν τους σημαντικότερους πρεσβευτές του ελληνικού σκληρού ήχου. “Πάμε λίγο, Αθήνα” επέμενε να φώναζει ο Σάκης Τόλης και αυτό ήταν το μοναδικό ατόπημα του live. Ο μέτριος ήχος μπορεί να βελτιώθηκε αρκετά (ή να τον συνηθίσαμε…) όσο προχωρούσε το live, συν το αναπόφευκτο στρίμωγμα, έγειρε τις απαραίτητες ενστάσεις για την επιλογή της μικρής σκηνής για την στέγαση του metal τμήματος του φεστιβάλ, αλλά μακάρι να μπορούσαμε να είμαστε όλοι ευχαριστημένοι. Οι Rotting Christ επέλεξαν ένα γνώριμο σετ των τελευταίων χρόνων, με μεγάλη βάση να δίνεται στη νεώτερη εποχή της μπάντας και ιδιαίτερα στο Κατά Τον Δαίμονα Εαυτού του 2013, αλλά και στα “ελληνόφωνα” κομμάτια της. Οι παλαιότεροι είχαν ως αποκούμπια τα King Of A Stellar War και The Sign Of Evil Existence/Transform All Suffering Into Plagues – τουλάχιστον μέχρι το encore. Ο Σάκης παρακινούσε “πουτάνα όλα” και το κοινό, ειδικά μέχρι τη μέση του νοητού venue μεταξύ σκηνής και κονσόλας, υπάκουσε χωρίς να έχει δυνατότητα δεύτερης επιλογής (καθείς βεβαίως με τον τρόπο του, όπως έπραξε π.χ. ένας οπαδός με απούσα κόμη μπροστά μας, ο οποίος χόρευε περισσότερο ως μύστης σε τελετουργία αυτοχθόνων λαών της Κεντρικής Αμερικής…). Κανένας λόγος για απόδοση μπάντας, δέσιμο μουσικών (ακόμη και οι “νέοι” έχουν γράψει αρκετά συναυλιακά χιλιόμετρα στα τρία χρόνια υπηρεσίας τους): οι Rotting Christ παρουσιάζονται πάντοτε έτοιμοι στα live και αυτό ίσχυσε για ακόμη μία φορά. Το αποκορύφωμα που συντελέστηκε στο encore του hit Non Serviam, βέβαια, είχε σίγουρα ως νόημα (”δεν θα υπηρετήσω”) και την απαραίτητη πολιτική χροιά ελέω των ραγδαίων και ιστορικών εξελίξεων στον τόπο μας - ο Σάκης είχε αναφερθεί προηγουμένως εν συντομία στην κατάσταση χωρίς να κάνει προπαγάνδα - αλλά κυρίως έδωσε την ευκαιρία στους οπαδούς για ένα τελευταίο ξέσπασμα - και σε έναν πατέρα να ανέβει στην σκηνή μαζί με τον πιτσιρικά του. Με τα ακουστικά του στα αυτιά ήταν πλήρως ενεργός κάνοντας headbanging και παίζοντας air guitar, προσδίδοντας την πιο γλυκιά στιγμή του φεστιβάλ στο ίσως πιο ακραίο κομμάτι του (δείτε και το βίντεο για να γλυκαθείτε, μέρες που είναι).
Κάπου εδώ επιτρέψτε μου να γράψω λίγα πράγματα ως Ωδή Στον Σάκη Τόλη, τραγουδιστή, κιθαρίστα και frontman των Rotting Christ, εμπνευσμένος από την εμφάνιση της μπάντας του στο σανίδι του Rockwave. Στο παρελθόν έχει τραβήξει το βάρος της ελληνικής ακραίας σκηνής που του “αναλογούσε”, όμως παρά τις δυσκολίες αυτών των ετών (βάλτε σε αυτές και το όνομα της μπάντας του που ποτέ δεν άλλαξε παρά τις πιέσεις) αυτήν την στιγμή τυγχάνει καθολικής αναγνώρισης από πιτσιρικάδες fans και μεγαλύτερους σε ηλικία οπαδούς, που κατά πάσα πιθανότητα τους παρακολουθούν επί 20 χρόνια τουλάχιστον. Αν και μαζί με μπάντες όπως Necromantia, Varathron κτλ κατείχε το σημαντικότερο μερίδιο στην διαμόρφωση του ελληνικού black metal ήχου, ήχου πλήρως αναγνωρίσιμου στο εξωτερικό και σημαντικά διαφοροποιημένου από τους λοιπούς Ευρωπαίους συνοδοιπόρους τους, οι Rotting Christ σχεδόν τον αποποιήθηκαν κάποια στιγμή (κάτι που θεωρούταν τόλμημα και μάλιστα επονείδιστο για τον κόσμο του underground της εποχής) χωρίς όμως ποτέ η μουσική τους να απωλέσει τον σκοτεινό χαρακτήρα της. Έχει βρεθεί σε περιοδείες (ως support αλλά κυρίως ως headline act) σε κάθε πιθανό και απίθανο μέρος της γης, όπου έχει οπαδούς. Κι όμως, αυτός ο τύπος που έχει επιβιώσει και ατσαλωθεί μέσα από τις δύσκολες στιγμές και θεωρητικά τα έχει κάνει όλα πλέον, ακόμη παίρνει ζωή από τις ζωντανές εμφανίσεις, δίνοντας πίσω σε αυτές το 100% της ψυχής και της ενέργειάς του. Αν και με ύψος μια σπιθαμή αν τον δείτε από κοντά, επάνω στην σκηνή το παράστημά του μεγαλώνει απότομα και εντυπωσιάζει με το πάθος στην ερμηνεία του και το «ψαρωτικό» σπινθηροβόλο βλέμμα, ακόμη και τώρα που ομολογουμένως δεν χρειάζεται πλέον να προσπαθήσει πολύ με όλον αυτόν τον κόσμο να τον αποθεώνει, όπως έγινε σε αυτό το live. Πείσμα, θέληση, αλλαγή, νίκη. Μόνο συγχαρητήρια, χειροκρότημα και σεβασμός.
Black Rebel Motorcycle Club
Μετά τον black metal όλεθρο των Rotting Christ σειρά είχε το «βρώμικο» rock & roll των Black Rebel Motorcycle Club. Με γκολ από τα αποδυτήρια (για να δανειστούμε ένα ποδοσφαιρικό κλισέ) ξεκίνησαν οι αμερικάνοι καθώς το Beat the Devil's Tattoo υπήρξε πολύ εύστοχη επιλογή για το «καλησπέρα». Ενώ λοιπόν ξεκίνησαν με τις καλύτερες προϋποθέσεις, η συνέχεια δεν ήταν η ανάλογη. Μπορεί ο ήχος να ήταν πραγματικά εκκωφαντικός (καμία σχέση με τους Black Keys) και το παίξιμο τους όσο «αλήτικο» έπρεπε (επίσης καμία σχέση με τους Black Keys) έλειψαν εμφανέστατα οι στιγμές που θα ξεσήκωναν το κοινό (εδώ οι Black Keys υπερτερούν ομολογουμένως). Κομμάτια σαν το country Ain't No Easy Way ήταν καλοδεχούμενα όμως μεγάλη μερίδα του κοινού συνέχιζε να τους παρακολουθεί ξαπλωμένη στο γρασίδι της Μαλακάσας αναμένοντας τη σπίθα που θα τους σήκωνε όρθιους. Αυτό το κάτι παραπάνω έρχεται πάντα όταν ακούγεται υλικό από τον πρώτο δίσκο των BRMC (είναι άλλωστε από τα σχήματα που θα κουβαλούν πάντα την «κατάρα» του ντεμπούτου τους). Έτσι έγινε κι αυτή τη φορά με τα αγαπημένα Spread Your Love και Whatever Happened to My Rock 'n' Roll (Punk Song), τα οποία όμως ήρθαν κάπως αργά καθώς το αναμενόμενο rock & roll πάρτι αποδείχτηκε αρκετά χαλαρό, την ίδια στιγμή αρκετοί είχαν ξεκινήσει ήδη να ανεβαίνουν προς την μικρή σκηνή όπου ετοιμαζόταν να ξεκινήσει το επικό show των Judas Priest. Δεν ήταν κακοί οι Black Rebel αλλά μας άφησαν με το αίσθημα του ανικανοποίητου (ο ύμνος Love Burns έλειπε έτσι κι αλλιώς από το σετ) και μια επιθυμία να τους δούμε ξανά σε κλειστό χώρο.
Judas Priest
Ο χρόνος προχωρά χωρίς να μας ρωτά και είναι αδυσώπητος με όλους. Όμως δύσκολα επηρεάζει την ψυχή αυτών που τάχθηκαν με όρεξη και λατρεία στο αντικείμενο που αγαπούν, όποιο κι αν είναι αυτό. Οι Judas Priest, με κύρια έκφραση τους 64χρονους Halford/Tipton/Hill που παίζουν μαζί για πάνω από 30 χρόνια (με το γνωστό διάλειμμα λόγω αποχώρησης του Halford μεταξύ 1993 και 2003) σε δίσκους και συναυλίες και συνολικά 40 χρόνια ύπαρξης, μπορεί δισκογραφικά πλέον να μην παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μπορούμε να θεωρήσουμε πως κάνουν περιοδείες κυρίως για να ενισχύσουν το brand name τους και να δώσουν ψωμί στους ανθρώπους μίας ολόκληρης βιομηχανίας που ξεκινά και τελειώνει στην συντήρηση του ονόματός τους. Αλλά αυτό που φαίνεται στην σκηνή ξεπερνάει οποιαδήποτε πραγματιστική θεώρηση. Οι μεταγγίσεις νέου αίματος, πρώτα με τον Scott Travis στα ‘90s και τώρα με τον Ritchie Faulkner στα ‘10s, έδωσαν τις απαραίτητες τονωτικές τζούρες σε μία μπάντα που δεν έχει ανάγκη να περιοδεύει για βιοπορισμό. Όμως φαίνεται πως τα μέλη της μπάντας αυτής τρέφονται από την περιοδεία και το live show ως ξεχωριστές οντότητες. Οποιοσδήποτε Rob Halford δεν θα έμπαινε στον κόπο να ξελαρυγγιάζεται κάθε δεύτερο βράδυ στο Beyond The Realms Of Death και το Painkiller αν δεν το ένιωθε πλήρως στο πετσί του. Φυσικά προστάτευσε τη φωνή του κάνοντας συντήρηση εκεί που πρέπει, και είναι ηλίου φαεινότερον πως από ένα χρονικό σημείο και μετά οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν και χρειαζόταν μεγαλύτερη βοήθεια από την τεχνολογία. Όμως στάθηκε ειλικρινής και αληθινός απέναντι στο κοινό του, ένα κοινό που μπορεί να καταλάβει ποιος τον εμπαίζει και ποιος όχι, ποιος κάνει αγγαρεία και ποιος βγάζει και δικά του γούστα κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας. Και σίγουρα οι Judas Priest έδειχναν σε στιγμές πως έδιναν κάτι παραπάνω από την τυπική τους υποχρέωση. Δύσκολο να το καταλάβεις, βέβαια, αν δεν έχεις την δια ζώσης εμπειρία και αρκείσαι να παρακολουθείς βιντεάκια στο youtube. Να τους ωθούσε λίγο και το κοινό που, όπως πάντα εδώ στην Ελλάδα, εκδηλώνεται εντόνως απέναντι στο αγαπημένο του συγκρότημα;
Κατά τα λοιπά, οι Priest έπρεπε να υποστηρίξουν το τελευταίο τους άλμπουμ (Redeemer Of Souls), οπότε παίζτηκαν 3 κομμάτια μέσα από αυτό, που ζωντανά ακούγονταν ευχάριστα, χωρίς όμως να διεκδικούν περίοπτη θέση μεταξύ των classics του συγκροτήματος. Φυσικά, κάθε συναυλία Priest που σέβεται τον εαυτό της ξεκινάει “επισήμως” με το πρώτο παλιό κομμάτι, το οποίο έλαχε να είναι το εμβληματικό Metal Gods. Εκτός αυτών, το υπόλοιπο setlist (των 15 κι όχι των 17 κομματιών, από τα δύο σετ που φαίνεται να διαμορφώνονται σε αυτήν την περιοδεία) κινήθηκε σε αγαπημένα τραγούδια, αλλά και μία πιο “άκυρη” επιλογή (το αγαπημένο outsider Devil’s Child) για τους πιο «βαμμένους» οπαδούς. O Halford άλλαζε αμφιέσεις, η μία πιο βαριά και ζεστή από την άλλη - φωνητικώς τα γράψαμε πιο πάνω. Ο κεφάτος νεανίας Ritchie Faulkner έχει μπει για τα καλά στα παπούτσια του KK Downing και προσδίδει κατά τι σκληρότερους τόνους στα συνεργατικά σόλο του με τον Glenn Tipton. Ο Scott Travis, πάντα βράχος στα drums, χειρίζεται άνετα τα sticks του, ακόμη και στο εμβληματικό drum solo του Painkiller. Ο Ian Hill έχει θέσει εαυτόν εμφανώς στο περιθώριο, φωτίστηκε κανονικά για ελάχιστο χρονικό διάστημα σε μία ολόφωτη σκηνή, αλλά ήταν όπως πάντα ουσιαστικότατος στα καθήκοντά του. Το κοινό, από την άλλη, πανηγύριζε σαν να μην υπήρχε αύριο (...εχμ, μισό λεπτό...). Χρειάζεται να πούμε τι έγινε στην αρένα κατά τη διάρκεια του Turbo Lover και του Breaking The Law; Μετά βγήκε και η Harley (και ο Halford με δερμάτινη ένδυση και.. μαστίγιο) στην σκηνή για το Hell Bent For Leather, για να λήξει η κανονική διάρκεια της συναυλίας. Τα αναμενόμενα κομμάτια στο encore (Electric Eye, You’ve Got Another Thing Coming, Painkiller, Living After Midnight) εδραίωσαν το κλίμα του party και επιβεβαίωσαν για ακόμη μία φορά τη θέση των Priest στις καρδιές των metal οπαδών. Η παραίνεση του Halford να τιμήσουμε με την ψήφο μας την διαδικασία του δημοψηφίσματος την επόμενη ημέρα κατέδειξε άλλον έναν λόγο για να χαιρόμαστε που ο άνθρωπος αυτός κοσμεί τον χώρο του metal.
The Prodigy
Η αλήθεια είναι ότι μετά από μια ισοπεδωτική εμφάνιση των Judas Priest δεν έχεις διάθεση να ακούσεις άλλη μουσική. Ακόμα κι αν το θες τα πληγωμένα σου αυτιά διαμαρτύρονται. Έστω κι έτσι, κατηφορίσαμε στη μεγάλη σκηνή του Terra Vibe για το show των Prodigy. Το αγαπημένο βρετανικό σχήμα, δεν ακολούθησε την πεπατημένη, όπως όλα τα προηγούμενα ονόματα, στριμώχνοντας τα γνωστότερα κομμάτια τους στην αρχή κι όχι στο τέλος του set τους. Έτσι ξεκίνησαν με το αξεπέραστο Breathe, ενώ λίγο αργότερα ήρθε και ο δυναμίτης Firestarter. Όσοι λοιπόν είχαν φέρει μαζί τους καπνογόνα τα χρησιμοποίησαν από την αρχή του live και όχι στο φινάλε ως είθισται. Η νέα τους δουλειά The Day Is My Enemy δεν έχει ακουστεί αρκετά, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, συνεπώς τα παλιά τους κομμάτια, όπως το Voodoo People, τα θαυμάσιο Omen και το Invaders Must Die έτυχαν, όπως ήταν λογικό, θερμότερης υποδοχής. Το ξέσπασμα όμως ήρθε, αναμενόμενα, με το Smack My Bitch Up που έκλεισε το κανονικό set. Το encore δεν ήταν τελικά η κορύφωση (είπαμε, τα μεγάλα κομμάτια είχαν ήδη παιχτεί) και έτσι άρχισε σιγά σιγά η αποχώρηση από το Terra Vibe. Υπό τους ήχους του Take Me To The Hospital οδηγηθήκαμε προς την έξοδο, η κούραση άλλωστε ήταν μεγάλη για τους περισσότερους κι ο δρόμος της επιστροφής μεγάλος.
Το show των Prodigy ήταν άρτιο, από τους φωτισμούς μέχρι τον ήχο που ήταν τόσο δυνατός, ώστε ακουγόταν καθαρός σε όποιο σημείο και αν βρισκόσουν, ενώ η μπάντα λειτουργούσε σαν καλολαδωμένη μηχανή με μπροστάρη τον Maxim, ο οποίος υπερκάλυπτε συχνά τον Keith Flint. Ο μαέστρος βέβαια βρισκόταν πίσω από τα ηλεκτρονικά και δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Liam Howlett.
Η γεμάτη ενέργεια (αν και ελαφρώς παρωχημένη πια) μουσική τους ήταν απολύτως κατάλληλη για το πάρτι που θα σηματοδοτούσε το κλείσιμο της τρίτης μέρας του Rockwave, η αλήθεια είναι όμως ότι απευθυνόταν περισσότερο στον νεαρόκοσμο ο οποίος έδειξε να το απολαμβάνει με το παραπάνω, αν και οι μεγαλύτεροι είχαν αντίστοιχα την ευκαιρία να θυμηθούν τις μεγάλες στιγμές που μας χάριζαν οι Prodigy στα 90s.
Η τρίτη ημέρα του 20ου Rockwave Festival είχε την ατυχία, όπως γράψαμε και στον πρόλογο, να συμπέσει με μία κρίσιμη ιστορική περίοδο για την χώρα, μία περίοδο που, όπως όλα δείχνουν θα αποτελέσει ειδικό κεφάλαιο στα εκπαιδευτικά βιβλία της Ιστορίας που θα γραφτούν στα επόμενα χρόνια. Εντούτοις, πέρα από τις σκόρπιες αναφορές από όλα τα συγκροτήματα και την έκδηλη αγωνία που αποκαλυπτόταν στις διάφορες συζητήσεις, δεν υπήρχαν στον αέρα σημάδια παρηκασμένου οργανισμού. Ας μείνουμε όμως αυστηρά στα του φεστιβάλ, καθώς την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές το άμεσο μέλλον της χώρας παραμένει αβέβαιο. Η 3η μέρα δεν θα πρέπει να άφησε παραπονεμένο κανέναν οπαδό της σύγχρονης μουσικής. Όλα σχεδόν τα συγκροτήματα που βρέθηκαν στις δύο σκηνές απέδωσαν εξαιρετικά. Το κοινό που συμμετείχε από νωρίς στις εκδηλώσεις του φεστιβάλ δεν γέμισε ασφυκτικά τον χώρο όπως στις ημέρες των Black Keys και του Robbie Williams (περίπου 8-10 χιλιάδες υπολογίσαμε με το μάτι σε Judas Priest και Prodigy), αλλά δημιούργησε μία όμορφη και ιδιαίτερα μουσικόφιλη ατμόσφαιρα. Το κοινό δεν είχε ως κύριο μέλημά του να βγάλει selfies για να αποδείξει σε πραγματικό χρόνο την παρουσία του στους ακόλουθούς του στα social media, αλλά να ενεργοποιηθεί και να απολαύσει μία ημέρα γεμάτη μουσική και αγαπημένα γκρουπ ως ζωντανό κομμάτι του event κι όχι ως απλός παρατηρητής. Η έξοδός μας από τον χώρο ήταν αυτή τη φορά απρόσκοπτη και άνετη και οι παροχές σε ποτά/φαγητά δεν είχαν τεράστιες ουρές αναμονής. Το metal κοινό σαφώς αδικήθηκε από την τοποθέτησή του στην μικρή σκηνή, καθώς στα μεγάλα γκρουπ το στρίμωγμα μεγάλωνε και η εξεύρεση καλής θέσης γινόταν πρόβλημα για ικανούς και έμπειρους λύτες, ενώ κατ’ ουσία μόνο στους Prodigy μαζεύτηκε πραγματικά πολύς κόσμος στην μεγάλη σκηνή. Σε λιγότερο σημαντικές παρατηρήσεις, η συνεχής μετάβαση από την μία σκηνή στην άλλη ίσως κούρασε όσους είχαν έρθει λιγότερο στοχευμένα, ενώ έπρεπε να τηρηθεί με λίγο μεγαλύτερη ακρίβεια η απαραίτητη προϋπόθεση της έναρξης της μίας εμφάνισης λίγο μετά (και όχι λίγο πριν) το τέλος της προηγούμενης. Από άποψη ατμόσφαιρας, πάντως, αυτή η μέρα θύμισε παλαιότερες διοργανώσεις του Rockwave περισσότερο από κάθε άλλη φετινή - και το γράφουμε με την καλύτερη δυνατή έννοια.
Κείμενο: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος, Μιχάλης Κουρής / Φωτογραφίες: Apostolos Kaliakmanis, Cristina Alossi
Ευχαριστούμε την Didi Music για την παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού.