Η βραδιά της Δευτέρας στο six d.o.g.s. ήταν μία από αυτές τις τυπικές βραδιές που ξέρεις ότι δεν θα συναντήσεις πολυκοσμία, όχι μόνο γιατί ήταν Δευτέρα, αλλά και γιατί το όλο event είχε προβληθεί λίγο – όχι βέβαια με ευθύνη των διοργανωτών, αλλά αυτή είναι μία μεγάλη συζήτηση, την οποία θα αποφύγω (για την ώρα τουλάχιστον).
Εννοείται ότι εάν είστε fan του κιθαριστικού ήχου και δεν βρεθήκατε σε αυτό το live, απλώς χάσατε. Και επειδή η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται, το παρτυ ξεκίνησε με τους Nervves. Αν έχετε διαβάσει τη συνέντευξή που μας παραχώρησαν πριν από πολύ λίγο καιρό, θα έχετε πάρει περίπου μία ιδέα για το που κινείται το συγκεκριμένο σχήμα. Ή τουλάχιστον αυτό θα νομίσατε. Η πραγματικότητα όμως που αντιμετωπίσαμε βλέποντάς του στην σκηνή δεν γίνεται να περιγραφεί με λόγια. Και επειδή δεν πρέπει να λέμε μισόλογα, να στρογγυλεύουμε τις εκφράσεις μας, πολύ περισσότερο να το παίζουμε υπεράνω διότι έτσι πουλάμε σοβαρότητα, μούρη κλπ, η αλήθεια είναι ότι οι Nervves είναι από τις καλύτερες μπάντες που κυκλοφορούν αυτή την στιγμή στην εγχώρια σκηνή. Δεμένοι, με απίστευτο νεύρο, εντελώς άμεσοι, χωρίς ίχνος επιτήδευσης, περιττές φιγούρες και λοιπές ανοησίες, με ελάχιστες διακοπές, έπαιξαν ένα ασύλληπτα καλό σετ που συνδύαζε το punk των Ramones, το βρώμικό garage rock των Monomen με το groove των Lyres (οι παραπάνω αναφορές χρησιμεύουν απλώς και μόνο στο να δώσουν μία γενική ιδέα του τι είδαμε), αλλά σε μία έκδοση που θύμιζε αρκετά SST Records. Η κιθάρα και το μπάσο κινούνται σε καθαρά punk μονοπάτια, την στιγμή που το όργανο γκρουβάρει. Τα φωνητικά πάλι, χαμένα στο reverb, παραπέμπουν σε πιο γκαράζ ακούσματα, στην πιο χαωτική τους εκδοχή. Αλλά αυτά είναι τελικά λεπτομέρειες. Η ουσία είναι ότι οι Nerrves έχουν πιάσει το νόημα. Το rock’n’roll παίζεται μόνο έτσι: γρήγορα, βρώμικα, με κέφι. Οτιδήποτε παραπάνω δεν είναι απλώς υπερβολή, είναι ξένο σώμα προς αυτή την μουσική. Και, πιστέψτε με, δεδομένου ότι το live διεξήχθη μεταξύ συγγενών και φίλων, μετά από ένα πρόχειρο γκάλοπ, μπορώ να επιβεβαιώσω ότι το κοινό, στην πλειονότητά του τουλάχιστον, μοιράστηκε την άποψη αυτή (φάνηκε σε κάποιο βαθμό και από το χειροκρότημα). Ένα μεγάλο μπράβο λοιπόν και, φυσικά, αναμένουμε την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους (πέρσι θυμίζουμε ότι κυκλοφόρησαν το πολύ καλό EΡ με τίτλο Pest).
Όταν το support είναι τόσο καλό, το μόνο που μπορείς να αναρωτηθείς είναι αν και κατά πόσον μπορεί να ανταπεξέλθει το main act. Όπως απεδείχθη στα πρώτα δευτερόλεπτα του σετ των Heaters, το ερώτημα είχε ακαδημαϊκή μόνο αξία. Θα μπορούσα να σας πω ποια κομμάτια έπαιξε το τρίο από το Michigan, αλλά δεν θα το κάνω, γιατί απλούστατα είναι άνευ σημασίας. Τα κομμάτια ήταν κατά βάση γνωστά, το ρεπερτόριό τους άλλωστε περιορίζεται βασικά σε δύο LPs, όμως όσοι έχετε ακούσει τις ηχογραφήσεις αυτές, μπορείτε να σβήσετε μονοκοντυλιά τα πάντα, γιατί τίποτα δεν παίχτηκε με τον ίδιο τρόπο. Αυτό που οι έκπληκτοι κάποιες στιγμές θεατές αντιμετώπισαν ήταν τρεις μανιασμένους τύπους να χρησιμοποιούν όποιο πιθανό εφφέ προσφέρεται στον σύγχρονο θορυβοποιό (με πρώτο βέβαια το reverb σε απάνθρωπες δόσεις), προσφέροντάς μας ένα εκρητικό κοκτέηλ που στην βάση του είχε, είναι η αλήθεια, το ελκυστικό garage pop υβρίδιό τους με κάμποσο surf, όμως παιγμένο με τον χαώδη όσο και εθιστικό τρόπο που θα το έπαιζαν π.χ. οι Spiritualized στα πιο θυρυβώδη τους – και δεν μπορώ να μην σχολιάσω ότι οι Heaters στην συνέντευξη που μας έδωσαν, λίγο-πολύ μας είπαν ότι δεν παίζουν psych garage, εκτός αν εννοούσαν βέβαια ότι παίζουν noise. Μιλάμε πραγματικά για πολλά, πάρα πολλά ντεσιμπέλ, πολλή ενέργεια, αλλά και εξαιρετικό δέσιμο, από μία μπάντα που οι διοργανωτές επέλεξαν όχι γιατί είναι δημοφιλής στα μέρη μας, αλλά γιατί γνώριζαν ότι αποδίδει εξαιρετικά στα live της. Το στοίχημα κερδήθηκε, αφού το live που είδαμε συγκαταλέγεται ανετότατα στα καλύτερα που έχουμε δει (αλλά, υποψιάζομαι και θα δούμε) φέτος, η ανταμοιβή τους όμως ήταν η φτωχή προσέλευση, παρά το ότι το εισητήριο δεν ήταν, ιδίως στην προπώληση, καθόλου απαγορευτικό. Δεν μπορώ ως εκ τούτου παρά να εκφράσω την χαρά και ικανοποίησή μου για την αμέριστη στήριξη του κοινού στην σκηνή, είμαι βέβαιος ότι την επόμενη φορά που οι (καλοί κατά τα λοιπά) Allah-Las μας ξανακάνουν την τιμή, θα ξαναβρεθούμε όλοι μαζί σε κάποιο κατάμεστο, σε σημείο να μην μπορούμε να αναπνεύσουμε κλαμπ, γεμάτο νεαρές που είναι ντυμένες η θεία μου η χίππησα και νεαρούς που επέδραμαν στην ντουλάπα του σχωρεμένου του παππού. Δε μας παρατάτε λέω ‘γώ;
Κείμενο: Παναγιώτης Γαβρίλης / Φωτογραφίες: Παναγιώτης Μαλαφής