Δε συντρέχει λόγος να πρωτοτυπήσουμε στην εισαγωγή μας: δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δεύτερη μέρα του εδώ και χρόνια καθιερωμένου Ejekt Festival αναμενόταν με το μεγαλύτερο βαθμό προσμονής το φετινό καλοκαίρι, όχι μονάχα από το σύνολο του συναυλιόφιλου κόσμου, αλλά ακόμη και από πιο περιστασιακούς ακροατές που επέλεξαν να προσθέσουν στις εμπειρίες τους ένα μεγάλο live. Η μετάκληση των Muse κατάφερε να τραβήξει πάνω από 25 χιλιάδες κόσμου από τις κοντινές παραλίες, από τις αναγκαίες λόγω της πολύ θερμής ημέρας κλιματιστικές/δροσιστικές διατάξεις, ακόμη και από τις διακοπές τους, και να τους τραβήξουν ως τη φιλόξενη (...αυτό, θα πούμε στη συνέχεια κατά πόσο ίσχυσε τελικά) Πλατεία Νερού.
Δυστυχώς λόγω αστάθμητων παραγόντων δεν ήμασταν παρόντες στο χώρο όσο η Ilia Darlin βρισκόταν επάνω στη σκηνή. Βρισκόμαστε βέβαια έξω στην είσοδο και ακούγαμε το σετ της κανονικά, αλλά live review εκ του.. μακρόθεν δε νοείται. Μπήκαμε επιτέλους εντός των τειχών όταν η Ilia Darlin περνούσε τα τελευταία δευτερόλεπτά της επάνω στη σκηνή της Πλατείας Νερού. Η ζέστη παρέμενε μεγάλη παρά τη γειτνίαση με τη θάλασσα και οι οάσεις σκιάς είχαν μειωθεί πολύ εξαιτίας του ήδη αρκετού μαζεμένου κόσμου. Αποφασίσαμε να αφήσουμε την αναζήτηση κάποιου σκιερού μέρους - το υπόστεγο στα δεξιά της σκηνής έμοιαζε ιδανικό και με άμεση πρόσβαση σε μπαρ ποτών & burger - και να πλησιάσουμε τη σκηνή για να δούμε και να ακούσουμε τους νεαρούς νεοψυχεδελάδες Temples από το μάλλον άσημο Kettering της Αγγλίας. Το μοναδικό ως τώρα full album τους (το Sun Structures του 2014 είχε κάνει μία σχετική αίσθηση εκείνη την χρονιά) κινείται στην πιο “χαρωπή” και χορευτική πλευρά της ψυχεδέλειας, κάτι που “έβγαλαν” ως μουσικό χαρακτήρα στη σκηνή του Ejekt αλλά δε φάνηκε από την στάση τους επάνω σε αυτή. Οι μοναδικές στιγμές που έδειξαν κάποια διάθεση να ξεφύγουν λίγο από την απλή αναπαραγωγή των κομματιών τους ήταν όσες φορές δοκίμασαν να παρακινήσουν τους 3-4 χιλιάδες περίπου που δεν έκοβαν βόλτες και είχαν αφοσιωθεί στα μουσικά τεκταινόμενα να χτυπήσουν ρυθμικά παλαμάκια. Η επιτυχία του εγχειρήματος έδειχνε, βέβαια, λιγότερο το λαϊκό έρεισμα των Temples (παρότι υπήρχαν διάσπαρτοι μίνι πυρήνες που φαίνονταν εξοικειωμένοι με το υλικό τους) και περισσότερο τη διάθεση του κοινού να διασκεδάσει τη ζέστη και να συμμετέχει όσο γίνεται περισσότερο σε αυτή τη μουσική γιορτή. Μαζί με τα κομμάτια από το άλμπουμ (ξεχώρισαν τα A Question Isn’t Answered, The Golden Throne, Sun Structures & το καταληκτικό Shelter Song) παρουσίασαν δύο κομμάτια από το επερχόμενο δίσκο τους, για τα οποία ο βασικός τραγουδιστής/κιθαρίστας James Edward Bagshaw μας διεμήνυσε πως “ίσως δεν θα έπρεπε να το κάνουμε” και “αν πείτε πως γνωρίζετε τους στίχους, λέτε ψέματα”. Αξιοπρεπέστατη, στο τέλος, η συνολική εμφάνιση των Temples και δεν είναι απίθανο να “τσίμπησαν” κάποιους νέους φίλους μετά από αυτήν. Άχρηστη σημείωση/fun fact: ο κιθαρίστας/πληκτράς στα αριστερά θα μπορούσε να διεκδικήσει τη θέση τους στους πειστικότερους σωσίες του John Lennon...
Ξεκινώντας το live των UNKLE, σκεφτόμουν πως, μετά την αντίστοιχη διοργάνωση του Ejekt το 2010 στο (κλειστό) γήπεδο του Tae Kwon Do, λίγα μόλις μέτρα παρακάτω, μετά από Faith No More & Bad Religion, ενδέχεται να μην είχε (πε)τύχει να ακούσω ούτε νότα της μουσικής τους. Αυτό συνέβη εν μέρει επειδή δεν αναζητώ τόσο τακτικά τη μουσική τους, αλλά και επειδή πράγματι δεν είχαν καμία νέα κυκλοφορία έκτοτε ως UNKLE (ως UNKLE Sounds όμως ο James Lavelle κατέστη υπεύθυνος της χορευτικής συλλογής Global Underground #41: Naples). Η συναυλία τους στην Πλατεία Νερού αποτέλεσε ευκαιρία, για μένα να επαναπροσδιορίσω τη σχέση μου μαζί τους και για τους (πάμπολλους) 20άρηδες να γνωρίσουν μία από τις πολύ καλές, κατά βάση ηλεκτρονικές αλλά κατ’ ουσία ανένταχτες, μπάντες των ‘00s. Το setlist ευνόητα περιφερόταν γύρω από τις καλύτερες στιγμές τους και δεν περιείχε, όσο πρόσεξα, κάποιο νεότερο κομμάτι (ο νέος τους δίσκος βρίσκεται προ των πυλών). Το δυνατό ξεκίνημα με το Eye For An Eye, ένα από τα γνωστότερα κομμάτια τους, έδωσε τον τόνο για το τί θα επακολουθούσε: ένα σετ γεμάτο ενέργεια (σημείωση προς όλες τις μπάντες που ηλεκτρο-φέρνουν: ένας ζωντανός drummer πάντοτε ζωντανεύει το αποτέλεσμα) και οικείες μελωδίες. Η Liela Moss των Βρετανών Duke Spirit με την έντονη κινησεολογία και ο (φτυστός ο Jim Morrisson) Steven Young σε πιο ήρεμους τόνους εναλλάσσονταν στα φωνητικά καθήκοντα, στα οποία συμμετείχε και ο Lavelle κατά περίπτωση. To Heaven αφιερώθηκε με τη δέουσα συγκίνηση στον πρόσφατα εκλιπόντα Gavin Clarke, γνωστό συνεργάτη των UNKLE. Το Touch Me (τρομερή διασκευή στο κλασικό ομώνυμο house-άκι των ‘00s από Rui Da Silva) και το In A State, πάντα με τη φωνή της Moss, θύμισαν τις εποχές που τα αντίστοιχα κομμάτια ακούγονταν παντού. Αν δεν συνεχιζόταν σταθερά η υπερβολική υπεροχή των χαμηλών σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες συχνότητες, θα μιλούσαμε για μία πραγματικά αξιομνημόνευτη εμφάνιση.
Τα quotes που εμφανίστηκαν στην αρχή και στο τέλος του σετ των UNKLE είχαν κι αυτά τη σημασία τους. “All Artists Are Either Cowboys Or Indians”, μία φράση που αποδίδεται στον Jackson Pollock ως τμήμα διαλόγου του με τον Andy Warhol και μέρος της οποίας δίνει τον τίτλο στο νέο κομμάτι των UNKLE. Για το τέλος, “Heaven Is A Place Where Nothing Ever Happens”, στίχος από το Heaven των Talking Heads. Κοινό σημείο τους, η χαρακτηριστική γραφή του καλλιτέχνη Nathan Coley, με τον οποίο συνεργάστηκε ο James Lavelle σε ένα project σύγχρονης τέχνης που επιμελήθηκε. Όπως φάνηκε λοιπόν, παρότι αυτήν την περίοδο οι UNKLE δεν κάνουν εμφανίσεις στο πλαίσιο κάποιας οργανωμένης περιοδείας, ο Lavelle και οι συν αυτώ δεν πραγματοποίησαν την αρπαχτή τους στη χώρα μας, αλλά ετοίμασαν και πρόσεξαν λεπτομέρειες που για άλλους θα φαίνονταν… απλώς λεπτομέρειες. Οι δηλώσεις του Lavelle στο τέλος του live περί της όμορφης σχέσης του με τη διοργάνωση και το κοινό εδώ επιβεβαίωναν του λόγου το αληθές.
Εννέα χρόνια περίμενε το ελληνικό κοινό για να ξαναδεί τους Muse από κοντά. Προσωπικά, χωρίς να ήμουν τότε (ούτε και τώρα βέβαια) τερατώδης οπαδός τους, θεωρώ τη συναυλία του 2007 στο Terravibe ως μία από τις τρεις καλύτερες που έχω δει ποτέ. Έχοντας κυκλοφορήσει τότε το τελευταίο πραγματικά καλό τους άλμπουμ (Black Holes And Revelations), είχαν μονάχα κομματάρες να επιλέξουν για την κατάρτιση του setlist, τις οποίες κομματάρες απέδωσαν εξωπραγματικά, με τον Matt Bellamy να περνάει από ολόκληρη την ιστορία της ηλεκτρικής κιθάρας και να εδραιώνει τη θέση του στο μυαλό μου ανάμεσα στους κορυφαίους παίχτες του καιρού μας. Θα μπορούσα να μιλάω για πολλή ώρα για εκείνη τη συναυλία, αλλά έχουν περάσει 9 χρόνια από τότε και το θέμα μας είναι το παρόν. Η βασικότερη διαφορά του σήμερα είναι η λαοφιλία που έχουν αποκτήσει πλέον οι Muse στην Ελλάδα. Τα «rock» ραδιόφωνα έχουν αρκετά κομμάτια τους μόνιμα στις - βιομηχανοποιημένες, για να τα λέμε όλα - playlist τους, τα τελευταία τους άλμπουμ έχουν γραφτεί προς την κατεύθυνση της μαζικής επιτυχίας, με κόστος βέβαια να μην απολαμβάνουμε σε τόσο μεγάλο βαθμό τις απίθανες κιθαριστικές εμπνεύσεις του Bellamy, ούτε και τις αρκετά μέτριες πλέον συνθέσεις τους. Το πρόσφατο Drones είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα χρυσής μετριότητας, που όμως απολαμβάνει καθολική αναγνώριση από τους νεότερους κυρίως οπαδούς (διότι οι παλιότεροι έχουν ζήσει στο σωστό χρόνο τις μεγάλες τους στιγμές και, έχοντας ευρύτερη εικόνα των δυνατοτήτων τους, γνωρίζουν πως μπορούν πολύ καλύτερα). Η τεράστια προσέλευση επιβεβαίωσε και θα έλεγα επαύξησε τις αρχικές προβλέψεις και ίσως γίνει οδηγός για αντίστοιχες μελλοντικές επιδιώξεις. Πλέον η Πλατεία Νερού είχε γεμίσει όσο δεν πήγαινε άλλο - όταν έπεφτε το μάτι μας προς τα πίσω (ήμαστε σχετικά μπροστά) δεν εντόπιζε κενό! Έμενε να δούμε κατά πόσο αυτό θα μεταφραζόταν και σε έντονο παλμό, δηλαδή πόσοι θα συμμετείχαν με χορό, τραγούδι και χέρια στον αέρα (εκτός από τα “απαραίτητα” πια smartphones) στο πάρτυ που αναμενόταν να στηθεί.
Ευτυχώς, και προς τιμήν του ελληνικού κοινού, ο παλμός ήταν έντονος σχεδόν σε όλο το live. Ξεκινώντας από το Psycho από το νέο άλμπουμ ήδη αρκετός κόσμος τραγουδούσε με όλη του τη δύναμη, υπερκαλύπτοντας ουκ ολίγες φορές τη φωνή του Bellamy. Αυτό βέβαια απεδείχθη εύκολη επιδίωξη, καθώς το μικρόφωνο του τραγουδιστή και κιθαρίστα των Muse βρισκόταν λίγο πιο χαμηλά στη μίξη από όσο θα θέλαμε, ίσως χωρίς προφανή λόγο. Δεν φαινόταν πως το είχε ανάγκη π.χ. για να αποκρύψει τυχόν ερμηνευτικές ατασθαλείες ή κάποιο πρόβλημα στη φωνή (το διαπιστώσαμε και στα βίντεο που κατέκλυσαν το youtube την επόμενη, ήταν πρακτικά αλάνθαστος). Ως τρίο (με έναν τέταρτο session. πιθανότατα τον “κλασικό” Morgan Nicholls, στα πλήκτρα και στη δεύτερη κιθάρα, στην καλύτερη υποφωτισμένο και πρακτικά αόρατο από το κοινό) που παίζουν μαζί εδώ και πάνω από 20 χρόνια, οι Muse δεν παρουσίαζαν θέματα συνοχής και νομίζω πως το αντίθετο θα έκανε πραγματική εντύπωση. Το κοινό πήρε πραγματικά μπρος με το Plug In Baby, πανηγυρίζοντας στο αρχικό riff και τραγουδώντας δυνατά και μαζικά στο ρεφρέν, και με το Hysteria που ακολούθησε. Οι τύποι ξέρουν να πλέκουν με μαεστρικό τρόπο τα κομμάτια τους ώστε να φτιάξουν ένα σετλίστ χωρίς κοιλιά - και πράγματι, μονάχα στο The 2nd Law: Isolated System και στο τύποις διάλειμμα πριν το encore κοιτάξαμε το ρολόι. Ένα ρολόι που ο Matt Bellamy γύρισε πίσω μετά το Hysteria, κολλώντας σε αυτό το βασικό riff του Heartbreaker των Led Zeppelin και της γέφυρας του Back In Black (προτιμώ να σπαταλήσω λίγα δευτερόλεπτα για να γράψω αυτήν την πρόταση παρά να αναφέρω τη θεμελιώδη γνώση περί του σε ποια μπαντάρα ανήκει αυτή η σύνθεση...) σε ένα μικρό μάθημα κιθαριστικής ιστορίας. Πραγματικά απολαυστικός ο ήχος της κιθάρας του Bellamy, γεμάτος και αρκούντως σκληρός, σε σημείο που μάλλον απογοητευόμουν όταν αποχωριζόταν την κιθάρα του (σε νεότερα κομμάτια προφανώς) για να τραγουδήσει χωρίς τη συνοδεία της. Ευτυχώς σε κομμάτια με τη μαζική δυναμική του Starlight και τον κόσμο να τραγουδάει όλους τους στίχους καλύπτοντας σχεδόν τη μουσική δεν φάνηκε τόσο η απουσία αυτή. Όμως τον προτιμώ κιθαρίστα παρά τραγουδιστή και ελπίζω σύντομα να θυμηθεί στη δισκογραφία του πόσο καλός είναι σε αυτήν. Και ως πιανίστας τα πάει εξαιρετικά, αν και φέτος μας το έδειξε λιγότερο (φυσικά στο επικό και "χαοτικό" - το πιάσατε ε; - Butterflies And Hurricanes). Στο Madness είχαμε ένα από τα πιο δυνατά sing-alongs του κοινού, μεγάλη ραδιοφωνική επιτυχία γαρ. Εκεί ο Christopher Wolstenholme χρησιμοποιεί το διπλό Status/Kitara μπάσο του: το ένα μέρος χρησιμεύει ως κανονικό μπάσο και το άλλο ως ηλεκτρονικό με… touch screen. Επίσης δυνατές στιγμές είχαμε και στο γκρουβάτο Supermassive Black Hole και το εθιστικό Time Is Running Out. Μονάχα στο Bliss το κατά τα άλλα εντυπωσιακό κοινό δεν έπιασε την υψηλή απόδοση του υπόλοιπου live, ίσως διότι πίσω από την χαρακτηριστική μελωδία οι φωνητικές γραμμές δεν προσφέρονται για συναυλιακό τραγούδι.
Περίμενα να ακούσω ποιά κομμάτια θα επέλεγαν από το Drones και πώς αυτά θα λειτουργούσαν στο πεδίο του live, στην “εμπόλεμη ζώνη” όπου κρίνονται όλα. Πράγματι αναδείχτηκε ο συναυλιακός χαρακτήρας τους, είναι άλλωστε φτιαγμένα για αυτό, κατ’ ουσία όμως… μουσικά ελάχιστη ουσία (αφήνω τους στιχουργικούς προβληματισμούς του Bellamy εκτός της κριτικής μου, την οποία παραδίδω με χαρά στους αξιότιμους κυρίους Γαβρίλη και Χριστόπουλο από το site που πνέουν μένεα σχετικώς). Εκεί πήρε θέση το κοινό που περίμενε εναγωνίως (βλέπετε λίγο πιο πάνω) το Dead Inside, αλλά και το Mercy, που όμως για να είμαι δίκαιος αποτέλεσε μία από τις κορυφές του live και όχι, τα κονφεττί και οι κορδέλες που χρωμάτισαν τη θέα του κοινού προς στην σκηνή δεν έπαιξαν τόσο ρόλο σε αυτήν την εντύπωση. Μετά το Mercy, δεν υπήρχε άλλη επιλογή για το κλείσιμο: το Knights of Cydonia - με το οποίο παρεμπιπτόντως είχαν ξεκινήσει τη συναυλία τους το 2007 - έδωσε την ευκαιρία για ακόμη ένα μαζικό sing-along με επαναστατική χροιά αυτή τη φορά και τους στίχους του ρεφρέν να περνούν από την οθόνη στο πιθανότατα μεγαλύτερο καραόκε που έχει στηθεί σε ελληνικό έδαφος.
Πολλά πρέπει να ειπωθούν για τη συναυλία του Σαββάτου, οπωσδήποτε τα θετικά αλλά ακόμη πιο επιτακτικά τα αρνητικά. Κυριότατα και δεδομένα θα πρέπει να εστιαστεί η προσοχή στην ασφάλεια του κοινού. Αν με ρωτούσατε όταν ανακοινώθηκε η συναυλία, θα σας έλεγα, έχοντας στο νου μου ένα πλήθος ίσως κάπως μεγαλύτερο από τη συναυλία του 2007 στη Μαλακάσα, πως η Πλατεία Νερού δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει πρόβλημα. Μετά το ουσιαστικά 15ήμερης διάρκειας του Release Athens, όπου είχαμε την ευκαιρία να δούμε διάφορες ποσότητες κοινού στις ξένες και τις ελληνικές βραδιές και να κάνουμε υπολογισμούς και αναγωγές, καταλήξαμε ως Soundgaze πως μία συναυλία με 20 χιλιάδες κόσμο - πόσο μάλλον πάνω από 25 - πιθανώς θα παρουσιάσει διάφορα προβλήματα. Αφήνουμε τις υποθέσεις και τις προοικονομίες, μιας και πλέον το live έχει περάσει στην ιστορία, και ας θέσουμε τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων. Είναι σαφές πως η διοργανώτρια εταιρία πήρε ένα τεράστιο ρίσκο φέρνοντας ένα από τα ακριβότερα ονόματα της συναυλιακής rock πιάτσας. Χωρίς να μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε - επισήμως ή ανεπισήμως - προς το παρόν, μπορούμε να υποθέσουμε πως η διοργάνωση στη χειρότερη δε μπήκε μέσα, από τη στιγμή που η προσέλευση του κοινού έφτασε στα επίπεδα που αναφέραμε κι ας έπρεπε να πληρώσει ο καθένας περίπου 50 ευρώ, ποσό σχεδόν απαγορευτικό στην εποχή μας, η κατανάλωση στα μπαρ υπήρξε αναμενόμενα αθρόα παρά την όχι ακριβώς χαμηλή τιμή του βασικού συναυλιοφιλικού “καυσίμου” (της μπύρας, ντε!) και οι χορηγοί φαίνονταν πολύ δυναμικοί στις παροχές τους. Αν μη τι άλλο η εξέλιξη αυτή δίνει το ελεύθερο στους διοργανωτές να αναλάβουν και άλλα τέτοια ρίσκα, ώστε να μπορούμε να δούμε στη χώρα μας κι άλλες εμπορικές μπάντες με μεγάλες παραγωγές (κι ας ήμαστε θεατές της light εκδοχής του show των Muse, όπως δηλαδή αυτό μεταφέρεται στους ανοιχτούς χώρους). Με πολύ χαρά είδαμε πως η Detox είχε φροντίσει με ειδικό βίντεο να ενημερώσει για τις εξόδους κινδύνου του χώρου, οι οποίες κανονικά (βάσει δηλαδή των απλών τυπικών κανόνων ασφαλείας κι όχι εξαιτίας της πρόσφατης εκστρατείας φόβου που έχει εξαπολυθεί στην Ευρώπη…) θα πρέπει απαραίτητα να γνωστοποιούνται προς το κοινό σε κάθε διοργάνωση και σε κάθε συναυλιακό χώρο. Όταν το φεστιβάλ έληξε, η έξοδος από το χώρο έγινε χωρίς κάποια ιδιαίτερη καθυστέρηση. Όμως όσοι (εσφαλμένα, όπως αποδεικνύεται πάντα, γι’ αυτό δεν κάνουμε τέτοια λάθη...) ένιωσαν πως το μεγάλο πάρκινγκ ακριβώς δίπλα στο χώρο θα τους εξασφάλιζε μία γρήγορη έξοδο προς τα σπίτια τους, φυσικά και αναμενόμενα καθυστέρησαν χαρακτηριστικά (ως και 3 ώρες, όπως διάβασα σε κάποιο σχόλιο!). Εδώ σε κατά πολύ μικρότερες συναυλίες υπάρχει το ίδιο πρόβλημα! Αυτό οφείλεται στις μονές λωρίδες κυκλοφορίας και το πολύ αργό φανάρι που τις ρυθμίζει. Θέλω να υποθέσω, έχοντας τις καλύτερες των διαθέσεων, πως η ζήτηση βοήθειας από την Τροχαία αποτελεί πάγιο αίτημα των όποιων διοργανωτών αναλαμβάνουν να τελέσουν κάποιο λαοφιλές event στο συγκεκριμένο χώρο. Το γιατί ποτέ (όσο τουλάχιστον μπορώ να φέρω στο νου μου) δεν έχει εμφανιστεί αυτή ως ρυθμιστής της κυκλοφορίας, είναι ένα ερώτημα που θα έπρεπε να απασχολήσει την εκάστοτε διοργανώτρια εταιρία. Η Πλατεία Νερού έχει εξελιχθεί σε αγαπημένο ανοιχτό venue, αλλά το Σάββατο απεδείχθη πως καλύτερα να αποφεύγεται η χρήση του για τόσο μεγάλα live. Ας μείνει αυτό ως επιμύθιο, μαζί φυσικά με τη ζωντανή μαζική εμπειρία που προσφέρουν γκρουπ τέτοιου βεληνεκούς στους θεατές.