Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλο μας. Όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με μια συναστρία συγκροτημάτων που κοντράρουν στα ίσα festivals του είδους σαν το πολυθρύλητο Roadburn, είναι λίγο έως πολύ αυτονόητο πως ακόμα και η παραμικρή απόπειρα ψυχολογικής προετοιμασίας πηγαίνει θριαμβευτικά στο βρόντο. Κατά συνέπεια, η μοναδική πραγματική επιλογή που σου απομένει είναι να αφεθείς ολοκληρωτικά στη ροή των πραγμάτων προσδοκώντας την μέγιστη δυνατή απόλαυση. Όπερ και εγένετο σε ένα πανέμορφο βράδυ Σαββάτου όπου το εκρηκτικό μίγμα doom και sludge ηχοσυχνοτήτων πυροδότησαν ένα ωστικό κύμα, το οποίο αφού πρώτα διαπέρασε με χαρακτηριστική άνεση τα ντουβάρια του Gagarin, αποκάλυψε εκείνο το μεγαλειώδες τούνελ στον ουρανό που σε οδηγεί κατευθείαν στα άστρα.
Δυστυχώς, η καθυστερημένη μου μετάβαση στο Gagarin δεν μου επέτρεψε να δω τους Γάλλους sludgers Love Sex Machine. Ωστόσο, έφτασα αρκετά εγκαίρως στον χώρο ώστε να προλάβω την αρχή του set των Suma, το οποίο εκτός από αντάξιο των τεράστιων δυνατοτήτων τους ήταν και αρκούντως πορωτικό για να στρέψει κατευθείαν τα βλέμματα πάνω τους. Από την αρχή μέχρι το τέλος και τα τρία μέλη του σουηδικού σχήματος έδειξαν να βρίσκονται σε εξαιρετική φόρμα. Ο αρμονικός συνδυασμός ογκωδέστατων μπασογραμμών με μια σειρά από riffs που ακολουθούσαν την επαναλαμβανόμενη γραμμή ταλάντωσης γύρω από sludge και το doom και αντιστρόφως, ήταν δίχως αμφιβολία ο κινητήριος μοχλός του συγκροτήματος. Εκείνος όμως που έκλεψε την παράσταση ήταν ένας αδιανόητα εκπληκτικός drummer που κυριολεκτικά μοίραζε πόνο σε κάθε μανιασμένο χτύπημα των τυμπάνων του, ανεβάζοντας κατακόρυφα την ένταση στον κατά τ’ άλλα τσιμεντένιο ήχο των Suma. Ανάμεσα σε λατρεμένα άσματα της καριέρας τους όπως το επιβλητικό και απίστευτα κολληματικό Let the Churches Burn, είχαμε πάντως την ευκαιρία να πάρουμε και μια μικρή γεύση από το επερχόμενο album τους με τίτλο The Order of Things, το οποίο φάνηκε να τους φέρνει όλο και πιο κοντά στον post ήχο.
Η έλευση των Black Cobra αποτέλεσε το εφαλτήριο για την θεαματική αύξηση των ταχυτήτων. Δίχως περιττά λογύδρια παρά μόνο κάποιες τυπικές χαιρετούρες και ευχαριστίες προς το κοινό ανάμεσα στις παύσεις των κομματιών τους, το 45λεπτο set τους ήταν στην κυριολεξία μια ασταμάτητη έκρηξη αδρεναλίνης. Μολονότι ο ήχος τους παρουσίαζε αυξομειώσεις ως προς την ποιότητα και την καθαρότητα του, το δίδυμο των κυρίων Landrian και Martinez ξεδίπλωσε με περίσσεια επαγγελματικότητα και προσήλωση τις δολοφονικές του ορέξεις, χτίζοντας απανωτούς γύρους σφυροκοπήματος μέσα από ένα μουσικό ύφος που πάντρευε στην εντέλεια τις πολεμοχαρείς κλίμακες των High Οn Fire με περάσματα από thrashcore μέχρι και παραδοσιακό metal. Στήριγμα του εκτελεστικού κρεσέντου τους αποτέλεσε φυσικά το πιο πρόσφατο άλμπουμ τους, το Imperium Simulacra, ενώ δεν έλειψαν και οι αναφορές στους προηγούμενους δίσκους τους, οι οποίες αποδόθηκαν με αρτιότητα αλλά και όση ακριβώς τεστοστερόνη και λύσσα χρειαζόταν για να τους βγάλεις πραγματικά το καπέλο. Αποκόμισα πάντως την αίσθηση πως έτσι και έπαιζαν σε μικρότερo venue θα είχαν αφήσει πίσω τους συντρίμια.
Οι σαφώς πιο τριπαδόρικες τάσεις των Sons Οf Otis ανέλαβαν να κατευνάσουν τον ξέφρενο ρυθμό που είχαν δώσει προηγουμένως οι Black Cobra και συγχρόνως να προσφέρουν τις απαιτούμενες ανάσες πριν από την σαρωτική προέλαση των Dopethrone και Bongzilla. Κάποια μικροπροβλήματα που αντιμετώπισε με την κιθάρα του ο Ken Baluke σε συνδυασμό με τη νωθρότητα της μπάντας σε ορισμένα σημεία του set της, φάνηκαν αρχικά να μετατρέπουν σε ξενέρωμα το κύμα ενθουσιασμού που ήδη επικρατούσε πριν από την παρθενική εμφάνιση τους επί ελληνικού εδάφους. Παρόλα αυτά, ως πάλιουρες (μιλάμε για σχεδόν δυόμιση δεκαετίες στο κουρμπέτι) κατάφεραν να αναστρέψουν πολύ γρήγορα το κλίμα και να φέρουν εις πέρας το έργο τους, επενδύοντας στο απόσταγμα εμπειρίας που διαθέτουν, καθώς και στην ισορροπημένη σύμπραξη doom, ψυχεδέλειας και southern-ικών blues που μέσα από τις γουστόζικες επιδόσεις του rhythm section κατάφερε αργά και ύπουλα να μας βυθίσει σε μια κατάσταση ημινιρβανικής μαγείας. Καθοριστικό ρόλο ειδικά στο τελευταίο σκέλος έπαιξε, αναμφίβολα, το γεγονός ότι τίμησαν δεόντως τις παλαιότερες συνθέσεις τους, συν ότι μας πρόσφεραν ένα καινούργιο κομμάτι μαζί με μια fuzz-ιάρικη διασκευή στο Cry For The Bad Man των Lynyrd Skynyrd, ικανοποιώντας έτσι με τον πλέον χορταστικό τρόπο το απωθημένο όλων όσων ήθελαν να τους απολαύσουν από κοντά εδώ και χρόνια.
Έχοντας χάσει στο τσακ το μανιασμένο τους live στο An τον περασμένο Απρίλιο, η επιστροφή των Dopethrone στα λημέρια μας ήταν η ευκαιρία να πάρω το αίμα μου πίσω. Εξάλλου, το καναδικό τρίο μαζί με τους Yob ήταν από τις σταθερές του festival, υπό την έννοια ότι πάνω κάτω γνώριζες εκ των προτέρων τι θα έβλεπες και τι θα άκουγες. Η εντυπωσιακή είσοδος τους με τα Tap Runner και Dry Hitter επιβεβαίωσε ότι είχαν έρθει απόλυτα προετοιμασμένοι να (ξανα)σπείρουν τον όλεθρο επί σκηνής. Πέραν όμως από τις γνωστές σαρωτικές τους προθέσεις έδειξαν συγχρόνως και φουλ κεφάτοι, με πρώτο και καλύτερο τον κιθαρίστα/λαρυγγοβασανιστή Vincent Houde, ο οποίος παρότι είχε μπαταρισμένο το πόδι του έδωσε ρέστα σε άσματα-επιτομή του ρεμαλοειδούς sludge, σαν τα Storm Reefer και Dark Foil, έκανε τις απαραίτητες αφιερώσεις προς τις κυρίες στην υπερκαμένη διασκευή τους στο Ain’t No Sunshine (ή Anal Sunshine κατά δήλωση του) του Bill Withers, ενώ πριν από την έναρξη κάθε κομματιού φρόντιζε να ξεσηκώνει το κοινό επιδεικνύοντας το πίσω μέρος της κιθάρας του όπου υπήρχε κολλημένη η φράση «Stay high malakas». Περιττό να πω ότι ο κακός χαμός που έγινε στο Scum Fuck Blues, όπου συμμετείχαν επίσης και o Mike Scheidt των Yob μαζί με τον Michael Makela των Bongzilla, ήταν ασυζητητί το highlight όχι μόνο της εμφάνισης τους αλλά και ολόκληρης της βραδιάς.
Αν ο εξαερισμός και ο κλιματισμός δε δούλευαν στο φουλ, ο καπνός που ανέβλυζε από την παρουσία των Bongzilla στη σκηνή θα είχε πνίξει άνετα τους πάντες και τα πάντα στο Gagarin. Ακόμα και έτσι όμως το προσφάτως επανασυνδεδεμένο κουαρτέτο από το Madison, με το υπερcult παρουσιαστικό που περισσότερο θύμιζε συμμορία η οποία το είχε σκάσει προσφάτως από τις φυλακές του San Quentin παρά συγκρότημα, κατάφερε να βάλει φαρδιά πλατιά την σφραγίδα του στην βραδιά παρατάσσοντας μια sludge πυροβολαρχία, αποτελούμενη από δυο μπαρουτοκαπνισμένες και άκρως ξυραφάτες κιθάρες όσο και από ένα αβυσσαλέο weedback, το οποίο εκτός από τέφρα ξέρναγε μονίμως πυρίτιδα στα μούτρα όσων είχαν το σθένος και τις αντοχές να βρεθούν στις πρώτες σειρές μπροστά από την σκηνή. Τα διαλείμματα για τζούρες μαγικού χόρτου πριν από κάθε κομμάτι, ειδικά από την πλευρά του Makela, μπορεί να ήταν υπέρ το δέον γραφικά, ωστόσο έμοιαζαν να αποτελούν μέρος ενός ιδιότυπου τελετουργικού πριν από το γάζωμα των ηχείων με κομματάρες σαν τα Amerijuanican και Kash Under Glass. Και εκεί που έλεγες ότι νομοτελειακά θα έπεφταν ξεροί στην σκηνή από την κάπνα που είχε κυριεύσει στα πνευμόνια και τα εγκεφαλικά τους κύτταρα, είτε θα κατακρεουργούσαν ολοκληρωτικά τα κομμάτια τους, πάντα έβρισκαν τον διαβολεμένο τρόπο να επανέλθουν και σαν ψυχροί εκτελεστές να μοιράσουν αφειδώς απανωτά κροσέ μέχρι να ολοκληρώσουν την παρουσία τους με το λασπωμένο έπος του Keefmaster, τα φωνητικά του οποίου μοιράστηκε και ο Houde.
Η αίσθηση εξουθένωσης και προοδευτικής νωχελικότητας από τον μουσικό μαραθώνιο που μόλις είχε προηγηθεί ξεπεράστηκε μονομιάς από το κοινό του Gagarin μόλις ο Mike Scheidt και η παρέα του έλαβαν τις θέσεις τους στη σκηνή. Το σκάσιμο του Ball of Molten Lead ήταν αρκετό για να απαλείψει κάθε αίσθηση του χωροχρόνου. Από κει και πέρα οι Yob μας συμπαρέσυραν στο δικό τους παράλληλο σύμπαν, όπου με μεθοδικές κινήσεις μας καταβρόχθισαν όπως τα ανήμερα θεριά την ματωμένη λεία τους. Ο Mike Scheidt ήταν για ακόμα μια φορά ο κουμανταδόρος των πάντων. Ήρεμος σαν ποτισμένος με τη σοφία του ζεν και αγέρωχος καπετάνιος στις στιγμές όπου το καράβι έπλεε σε ασφαλή νερά, επιβλητικά άγριος και ανηλεής στις back-to-back κοσμικές εκρήξεις των Atma, Breathing From The Shallows και The Lie That Is Sin. Πάνω απ’ όλα όμως τόσο με την φωνητική του ερμηνεία όσο και με το υπερβατικό, αρχοντικό και κυρίως πειστικότατο παίξιμο του στην κιθάρα, πιστοποίησε πως επάξια θεωρείται ως ένας από τους πιο επιδραστικούς μουσικούς του είδους του. Η πληθωρική του παρουσία τράβηξε μεν φυσιολογικά τα φώτα της προσοχής, ωστόσο, κατά την άποψη μου κάθε άλλο παρά επισκίασε τον ρόλο των Aaron Rieseberg και Travis Foster στο μπάσο και τα drums αντίστοιχα. Μιλάμε άλλωστε για δυο εξίσου προικισμένους μουσικούς που ως σημαντικά γρανάζια της ισοπεδωτικής μηχανής των Yob ήταν πανταχού παρόντες σε όλες τις κορυφώσεις της. Για να γκρινιάξω λίγο, πάντως, θα μπορούσαν να κερδίσουν θέση στο setlist και κομμάτια σαν το (προσωπικά αγαπημένο) Burning The Altar ή εκπλήξεις τύπου Ether. Οφείλω να παραδεχτώ όμως ότι ακόμα και αυτά θα συνιστούσαν μονάχα απλές πινελιές σε έναν καμβά που περιλάμβανε σε αφθονία όλα τα ηχοχρώματα της έκστασης. Μια έκσταση που επετεύχθη έτσι και αλλιώς με το αλαβάστρινης ομορφιάς Marrow, όπου τα επίπεδα της εγκεφαλικής και πνευματικής συνουσίας ξεπέρασαν τα όρια της αστρικής εξύψωσης. “Per aspera ad astra” που λέει και ένα λατινικό ρητό. Από κει και πέρα, το Nothing To Win μαζί με το διαμαντένιο Adrift In The Ocean (κατόπιν λαϊκής απαιτήσεως) έγραψαν τον ονειρικό επίλογο σε μια βραδιά, η οποία ναι μεν δεν άγγιξε την βιωματική διάσταση της πρώτης εμφάνισης των Yob, ήταν όμως εξίσου φορτισμένη ηχητικά και συναισθηματικά.
Σε μια μάταιη προσπάθεια να ελέγξω μια εξουθενωτική παραζάλη που απλωνόταν από τον σβέρκο και την ραχοκοκαλιά μέχρι τα νύχια κατά την αποχώρηση μου από τον χώρο, η μόνη λέξη που κυριαρχούσε συνεχώς στο μυαλό μου ήταν εκείνη του δέους. Όταν το βουητό και η παραζάλη κατάφεραν να καλμάρουν κάπως, επιβάλλοντας μια πιο ψύχραιμη θεώρηση και αποτύπωση των πραγμάτων, η αίσθηση αυτή παρέμεινε αναλλοίωτη. Τεράστιο μπράβο λοιπόν στα συγκροτήματα που στάθηκαν επάξια στο ύψος της πρόκλησης και των περιστάσεων αλλά και σε όσους τίμησαν με την παρουσία τους αυτό τον τόσο ξεχωριστό μουσικό μαραθώνιο, που από δω και στο εξής ανεβάζει ακόμα περισσότερο τον πήχη για ανάλογες φεστιβαλικές προσπάθειες στο μέλλον.
Κείμενο: Παναγιώτης Δέλτας /Φωτογραφίες: Χρήστος Λεμονής