Στο αρχαίο ερώτημα «τι τελικά μουσική παίζουν οι Saint Etienne» έχουν δοθεί ετερόκλητες απαντήσεις. Έχοντας υπόψη ότι καμία δεν είναι σε θέση να διεκδικήσει την απόλυτη ορθότητα, κυρίως λόγω του ότι η απάντηση εξαρτάται κατά περίπτωση από το σε ποια εποχή τους αναφερόμαστε, σπεύδω να πω ότι η βραδιά που σήμανε το τέλος του Σεπτεμβρίου στην Αθήνα τους βρήκε νοσταλγούς της πιο ελιτίστικης πλευράς του ήχου τους. Αυτής, που δεν εκτιμήθηκε από τους περισσότερους φίλους τους, σε σχέση με τη χορευτική πλευρά τους, αλλά τους καταξίωσε στη συνείδηση μουσικόφιλων που ενδέχεται ο μόνος χορός που ασχολήθηκαν στη ζωή τους να ήταν εκείνος του γάμου τους!
Η βραδιά άνοιξε στις 22.02’ με την Etten. Η Ελένη Τζαβάρα, που μετείχε στους Film και τραγουδά τώρα στους Mechanimal, ξεκίνησε το ημίωρο σετ της, ερμηνεύοντας τις αγαπημένες της ιστορίες. Η καλή σκηνική της παρουσία, αλλά και η βοήθεια από τα ντραμς και τα πλήκτρα, συνέτειναν αβίαστα στην δημιουργία «ονειρικής» ατμόσφαιρας. Το κοινό έδειξε αρκετό ενδιαφέρον για τα τραγούδια της, πράγμα που δεν είναι και τόσο συνηθισμένο στους support καλλιτέχνες.
Δεν είχαν τελειώσει καν το μάζεμα των οργάνων τους οι φίλοι της Etten, όταν έσκασε μύτη στη σκηνή ο Bob Stanley. Όσοι δεν είχαν μέχρι σήμερα ξεκαθαρίσει ποιος είναι ο ιθύνων νους των Saint Etienne, πήραν την απάντησή τους παρακολουθώντας τον τα είκοσι επόμενα λεπτά. Πήγαινε μια από εδώ και μια από εκεί, ελέγχοντας τους υπολογιστές, τα όργανα, τα setlists, αλλά και τα διάφορα ροφήματα (κυρίως εμφιαλωμένα νερά) που είχαν τοποθετηθεί πλάι στα σημεία που θα στέκονταν τα μέλη της μπάντας. Κι όταν τελείωσε, ως σωστός επαγγελματίας, τα ξαναέλεγξε, έτσι για να είναι σίγουρος! Τρία λεπτά από τότε που τον χάσαμε από το οπτικό πεδίο μας, τον είδαμε να κατηφορίζει προς τη σκηνή από τα υπερυψωμένα καμαρίνια του Gagarin 205 μαζί με τους λοιπούς μουσικούς. Αυτοί δεν ήταν μόνο η Sarah Cracknell και ο παιδικός του φίλος Pete Wiggs, αλλά ένας άντρας και μια γυναίκα, η οποία εμφανισιακά θα μπορούσε χαλαρά να ήταν μέλος των Propaganda και να φέρει την Claudia Brucken (αχ, πού είναι αυτά τα umlaut στο πληκτρολόγιο;) σε δύσκολη θέση .
Η προσέλευση του κόσμου συνεχιζόταν μέχρι και τις 22.57’, όταν οι πρώτοι ήχοι από το Foxbase Alpha πλημμύρισαν την αίθουσα. Το πρώτο μέρος της συναυλίας περιλάμβανε ολόκληρο το άλμπουμ αυτό, που είχε πρόσφατα τα εικοστά πέμπτα γενέθλιά του, δεδομένου ότι κυκλοφόρησε στις 16/9/1991. Η Sarah, αν και αρχικά περισσότερο σοβαρή και λιγότερο ναζιάρα, ήταν η γνωστή γλυκιά παρουσία, που κρατά την ομορφιά της στο πέρασμα του χρόνου κυρίως λόγω του ότι δεν έχει ενδώσει στη ματαιοδοξία των πλαστικών εγχειρίσεων. Μετά από αυτή την υψίστης αισθητικής σημασίας παρατήρηση που αφορά την ουσία της εμφάνισης της Sarah, κάνουμε στροφή 180 μοιρών προς την ουσία της επιλογής της παρουσίασης του Foxbase Alpha. Είχε άραγε ρίσκο η επιλογή της συνολικής παρουσίασης αυτού του όντως πολύ καλού δίσκου ή ήταν απολύτως ενδεδειγμένη; Απαντώ ευθέως: δεν ξέρω! Όχι, αστειεύομαι, είχα εξαρχής πολλές επιφυλάξεις, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν (στο μικρότερο δυνατό βαθμό) στην πράξη. Τα τραγούδια του άλμπουμ αυτού δεν είναι όλα ιδανικά για να παιχτούν συνεχόμενα σε συναυλία, εκτός κι αν το κοινό είναι το φανατικό και «ψαγμένο» της μπάντας. Ευτυχώς, ως επί το πλείστον, το κοινό της 30/9/2016 φάνηκε πως ανήκε σε αυτήν την κατηγορία, αν και σαφώς είχε έρθει για να ακούσει και να λικνιστεί με τα πιο χορευτικά τραγούδια τους. Ίσως γι’ αυτό «ζεστάθηκε» μετά την κίνηση της Sarah να προσφέρει γλυκά στο κοινό που στεκόταν μπροστά, συμμορφούμενη στους στίχους του Wilson.
Η έτερη, με τη χαρακτηριστική των 80’s εμφάνιση κυρία, αποδείχτηκε πολύ καλλίφωνη, στηρίζοντας τη Sarah με δεύτερα φωνητικά και παίζοντας μελόντικα, ντέφι και φλογέρα. Και ενώ ο βιντεοπροβολέας ήταν ήδη σε πλήρη δράση, δηλώνοντας το παρών καθόλη τη συναυλία, έχοντας ήδη το κοινό αναθαρρήσει με το Only Love Can Break Your Heart, ήρθε το Nothing Can Stop Us για να ξαναγίνει χαμός. Στο σημείο αυτό προσπερνώ το γεγονός ότι το έπαιξαν λιγάκι πιο up tempo, αλλά, τέλος πάντων. Καλό ήταν. Βλέπετε, το υπέροχο Stoned To Say The Least, είχε πέσει κομματάκι βαρύ για live. Καθώς τελείωναν τα τραγούδια του δίσκου στις 23.46’, μια κραυγή ακούστηκε μέσα μου: «Γιατί δεν έπαιξαν το Tiger Bay;», αλλά την προσπέρασα, ελπίζοντας ότι θα αποζημιωθώ στη συνέχεια, όταν θα έπαιζαν μερικές από τις μεγάλες επιτυχίες τους. Δυστυχώς, είχα λάθος.
Πέρα από ουσιαστικά, ακόμα και πρακτικά, το δεύτερο μέρος, ήταν συνέχεια του πρώτου, αφού δεν έφυγαν από τη σκηνή όλοι. Το Join Our Club ήταν το πρώτο τραγούδι, που απογείωσε τη διάθεση με τα ανεβασμένα του beat. Με το Who Do You Think You Are εκτοξεύθηκε, για τα δεδομένα της βραδιάς το κέφι, έχοντας σχεδόν ανάλογη συνέχεια με τα Filthy, Sylvie και You’reI n A Bad Way. Ύστερα η Sarah μας είπε πόσο υπέροχο κοινό είμαστε (ε, δεν είμαστε;) και στις 00.14 εγκατέλειψαν τη σκηνή όλοι πλην του (γιατί να φύγω, αφού θα ξαναβγώ;) Stanley, ο οποίος άρχισε χωρίς καθυστέρηση το Hobart Paving. Κι επειδή δεν ήταν δυνατό να μας αφήσουν με αργό κομμάτι, έκλεισαν με το He's On The Phone στις 00.25’ (ομολογουμένως, ακατάλληλη ώρα για τηλεφωνήματα, αλλά δε νομίζω να ενοχλήθηκε κανείς), αφήνοντας με αυτό στον κόσμο μια πολύ ευχάριστη επίγευση και σε μένα τη φωνή του Gollum μέσα μου να με πρήζει: «Μα καλά, ούτε Hug My Soul, ούτε Pale Movie, ούτε καν Like A Motorway»; Ε, τι να κάνω κι εγώ; Του είπα πως είναι κολλημένος με την παλιά συναυλία τους στο Αεροδρόμιο, κι έτσι ησύχασε.
Κείμενο - φωτογραφίες: Τάκης Κρεμμυδιώτης