Ένα χρόνο (παρά 4 μέρες) μετά την κυκλοφορία του album The Sciences (το πρώτο τους μετά από δυο δεκαετίες) και επτά μετά την παρθενική τους εμφάνιση στην Ελλάδα οι τιτάνες του stoner metal Sleep επέστρεψαν στη χώρα μας φέρνοντας μαζί τους το ογκώδες ηχητικό οικοδόμημα τους, το οποίο τόσα χρόνια μετά τη θεμελίωση του εξακολουθεί να εντυπωσιάζει και να καθηλώνει.
Δέκα λεπτά μετά τις 9:00, με μικρή αλλά απαραίτητη καθυστέρηση για να μπει όλος ο κόσμος εγκαίρως στην αίθουσα του Academy, οι Sleep ανέβηκαν στη σκηνή γνωρίζοντας την αποθέωση. Επτά ολόκληρα χρόνια (από τις 20 Μαΐου 2012) περίμενε στωικά το φανατικό τους ακροατήριο στην χώρα μας για τη συναυλιακή επιστροφή τους και το timing ήταν μάλλον ιδανικό. Κι αυτό γιατί είχε προηγηθεί πέρσι στις 20 Απριλίου (παγκόσμια μέρα κάνναβης…) η κυκλοφορία του τρομερού άλμπουμ The Sciences. Όταν το σχήμα επανενώθηκε προ δεκαετίας όλοι εύχονταν να ηχογραφήσει ένα νέο ολοκληρωμένο δίσκο αλλά κανείς δεν μπορούσε να είναι βέβαιος ότι αυτό θα συμβεί. Η ύπαρξη νέου υλικού ήταν και η βασική διαφορά με το προηγούμενο εν Ελλάδι live τους, το οποίο είχε πραγματοποιηθεί με αφορμή την κυκλοφορία εκείνη τη χρονιά της οριστικής έκδοσης του Dopesmoker από την Southern Lord (όποιος δεν καταλαβαίνει την σημασία του όρου «οριστική έκδοση» μάλλον δεν έχει ιδιαίτερη επαφή με τη μπάντα…).
Ήταν βέβαιο λοιπόν ότι στο set θα επιχειρούσαν μια γέφυρα μεταξύ του κλασικού υλικού με αυτό που προέκυψε μετά το reunion του 2009. Κάπως, έτσι επέλεξαν για ξεκίνημα το μακρόσυρτο περσινό single Leagues Beneath, ενώ στην πορεία ακούστηκε και το single του 2014 The Clarity (για τα single του γκρουπ μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ στο άρθρο που επιμεληθήκαμε). Το πρόσφατο LP εκπροσωπήθηκε επαρκώς μέσω των Marijuanaut’s Theme, Giza Butler και The Botanist (όλα με τίτλους που μόνο οι Sleep θα μπορούσαν να είχαν σκεφτεί). Όσο για το παρελθόν αυτό τιμήθηκε μέσω των κολοσσιαίων Sonic Titan (που παρότι υπάρχει στο νέο άλμπουμ, εμείς το θεωρούμε παλιό μιας και παιζόταν για χρόνια στις συναυλίες τους), Holy Mountain, και Dragonaut. Στο τελευταίο μάλιστα έπεσαν κορμιά, με την πώρωση να φτάνει σε δυσθεώρητα επίπεδα. Αμέσως μετά ο Al Cisneros ευχαρίστησε τον κόσμο που τους τίμησε με την παρουσία του, τα φώτα άναψαν για λίγο και οι τρεις μουσικοί εντυπωσιασμένοι παρακολουθούσαν το κατάμεστο Academy να τους χειροκροτεί με θέρμη. Μια πολύ δυνατή στιγμή, μέχρι την επόμενη που ήρθε ακριβώς μετά όταν ακούστηκαν οι πρώτες νότες από το Dopesmoker εν μέσω ντελιρίου.
Εδώ πια (και αφού τελειώσαμε κι εμείς με αυτά που είμασταν υποχρεωμένοι να γράψουμε) μπορούμε να περάσουμε στην ουσία της συναυλίας. Ένα πραγματικά καθηλωτικό μέχρι εκείνη τη στιγμή live (με πολύ ισορροπημένο setlist) έφτασε πια στην κορύφωση του με το άσμα ασμάτων Dopesmoker. Οι πρώτοι ήχοι από το οποίο μας έκαναν να ανατριχιάσουμε, ενώ όταν ακούστηκε ο εναρκτήριος στίχος «Drop out of Life with Bong in Hand» (χωρίς μετάφραση, όποιος κατάλαβε, κατάλαβε…) ένα ρίγος διαπέρασε το κοινό. Δεν μιλάμε για μια απλή σύνθεση, μιλάμε για ένα μουσικό κατόρθωμα ανάλογο του οποίου δεν υπάρχει. Ένα έπος 63 λεπτών, το σημείο όπου το doom συναντήθηκε αρμονικά με το heavy rock, μια ωδή στο… αυτό που λέει ο τίτλος, τέλος πάντων. Ένα κομμάτι - δίσκος που στην εποχή του σφαγιάστηκε από την δισκογραφική τους, η οποία δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το αριστούργημα που βρισκόταν στα χέρια της, ούτε φυσικά ήταν σε θέση να αντιληφθεί το όραμα του γκρουπ, οδηγώντας το μοιραία στη διάλυση. Όμως, όπως κάθε πραγματικό έργο τέχνης δεν χάνεται στη λήθη, έτσι και το Dopesmoker/ Jerusalem στα χρόνια που ακολούθησαν απέκτησε τεράστια φήμη, η οποία γιγαντώθηκε παρότι δεν υπήρχε ουσιαστική προώθηση από την εταιρία, ούτε φυσικά ήταν ενεργό το συγκρότημα για να το υποστηρίξει με συναυλίες. Πλέον το Dopesmoker, θεωρείται ένας cult δίσκος, από τους 2-3 πιο αναγνωρίσιμους στον ευρύτερο χώρο του stoner. Oπως προαναφέραμε, η δικαιοσύνη αποκαταστάθηκε το 2012 (υπενθυμίζουμε ότι ως σύνθεση είχε αρχίσει να διαμορφώνεται από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90) με την έκδοση της Southern Lord, με τις ευλογίες του συγκροτήματος και το εκπληκτικό εξώφυλλο με το καραβάνι των Weedians (μην ψάχνετε στα λεξικά…) να διασχίζει την έρημο εφοδιασμένο με τα απαραίτητα… Κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντος, ένα από τα κορυφαία εξώφυλλα που έχουν φιλοτεχνηθεί για μουσικό δίσκο.
Φυσικά, δεν ήταν δυνατό να ακουστεί ολόκληρο το κομμάτι, μιας και υπερβαίνει τη μία ώρα, οπότε παίχτηκε περίπου το μισό (περισσότερα από 30 λεπτά δηλαδή). Ο τελευταίος στίχος που ακούστηκε από τα χείλη του Cisneros ήταν το μυθικό “Proceeds the Weedian – Nazareth” πριν το κομμάτι «σβήσει» σταδιακά (η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσε να συνεχίσει για ώρες χωρίς να κουνηθούμε από τις θέσεις μας). Αν κάθε μωαμεθανός οφείλει να επισκεφτεί μια φορά στη ζωή του τη Μέκκα, κάθε σωστός φίλος του stoner πρέπει να έχει ακούσει ζωντανά τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του το Dopesmoker (για την ηχογραφημένη εκδοχή του δεν το συζητάμε, όχι μια αλλά εκατοντάδες…).
Τα εύσημα αξίζουν φυσικά από κοινού στους τρεις μουσικούς που έχτισαν αυτό το ανυπέρβλητο ηχητικό τείχος. Δικαιωματικά ξεκινάμε από τον κιθαρίστα, τον μεγάλο πολεμιστή Matt Pike, ο οποίος παρότι πριν λίγους μήνες υπέστη ακρωτηριασμό ενός δαχτύλου του ποδιού του, ζει και αναπνέει για να βρίσκεται στη σκηνή. Ο Pike εμφανίστηκε σε καλή κατάσταση (με μικρότερη βέβαια κοιλιά, σε σχέση με ό,τι είχαμε συνηθίσει…), όπως πάντα χωρίς μπλούζα και γενικά αρκετά ευδιάθετος. Ο βραβευμένος προσφάτως με Grammy (για το έτερο σχήμα του, τους High on Fire) αποτελεί κεντρική φιγούρα στον stoner ήχο και το παίξιμο του μαζί με αυτό του Homme έχουν κοπιαριστεί ασύστολα τις τελευταίες δεκαετίες από τα νεότερα γκρουπ. Στην άλλη άκρη της σκηνής το έτερο ιδρυτικό μέλος, ο Al Cisneros, το μπάσο του οποίου έκανε να τρέμει συθέμελα το Academy (τέτοιο μπάσο μόνο στους ΟΜ έχουμε ξανακούσει, δηλαδή πάλι από τον ίδιο…). Για τα δε στεντόρεια φωνητικά του, ό,τι και να πεις είναι λίγο για να περιγράψει τα συναισθήματα που σου προκαλούν. Ανάμεσα τους στη σκηνή βέβαια ο Jason Roeder των Neurosis (εκείνοι που περίμεναν να δουν τον Chris Hakius πίσω από το drum kit, πιθανότατα την τελευταία δεκαετία δεν βρήκαν καθόλου χρόνο να ασχοληθούν με τους Sleep), ο οποίος μας άφησε άναυδους με το αδιανόητο παίξιμο του. Κάθε του χτύπημα σκέτη απόλαυση, κάθε πάτημα της μπότας μας τράνταζε σύγκορμους. Προσωπικά δεν έχω καταφέρει να συνειδητοποιήσω αυτό που συντελέστηκε μπροστά στα μάτια μου.
Το μοναδικό πράγμα που μας στεναχώρησε ήταν ο ήχος, ο οποίος δεν άγγιξε την τελειότητα, όπως ευχόμασταν. Σίγουρα, έχει μεγάλη σημασία το σημείο που στέκεσαι σε μια συναυλία, εμείς που βρισκόμασταν στο κάγκελο (προφανώς), διαπιστώσαμε κάποια «θεματάκια». Οι αδικημένοι της υπόθεσης υπήρξαν η κιθάρα του Pike που δεν ακουγόταν με την επιθυμητή ευκρίνεια καθώς και τα φωνητικά του Cisneros που σε σημεία χανόντουσαν. Ευτυχώς στο δεύτερο μισό η κατάσταση βελτιώθηκε αισθητά. Το παραπάνω γεγονός δεν αλλάζει την γενική εικόνα του live το οποίο μπορεί να περιγραφεί μόνο ως πραγματικός θρίαμβος. Δυο σχεδόν ώρες πλούσιες σε συναισθήματα, κυριότερο εκ των οποίων ήταν το δέος για αυτό που παρουσίαζε η μπάντα.
Κάπως έτσι, με τη συγκεκριμένη συναυλία έκλεισε για την διοργανώτρια εταιρία, μέσα σε δύο μόλις χρόνια, ο ιδεατός κύκλος High on Fire – OM – Sleep. Αν βέβαια βάλουμε στο «κόλπο» και τον Roeder που προέρχεται από τους Neurosis, τότε κάτι λείπει ακόμα για να κλείσει το καρέ (επειδή υπάρχει και το προηγούμενο του ντράμερ των ΟΜ, Emil Amos, ο οποίος φιλοξενήθηκε μέσα σε αυτό το διάστημα και με το έτερο σχήμα του, του Grails, μπορούμε να ελπίζουμε, τουλάχιστον).
Όπως και να έχει, η φετινή εμφάνιση των Sleep και αυτή του 2012 στο Gagarin, δύσκολα θα διαγραφούν από το συλλογική μνήμη του stoner κοινού. Όσοι παραβρέθηκαν σε κάποια από τις δυο (ή και στις δυο) θα μπορούν να αισθάνονται τυχεροί για πάντα.
Κείμενο: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος
Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής