Η δεύτερη μέρα του φετινού Release Athens σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από την επιβλητική εμφάνιση του Iggy Pop. Ο 72χρονος Iggy μας προσέφερε ένα αψεγάδιαστο live, παρακαταθήκη για τις νεότερες γενιές που πιθανώς δεν τον είχαν ξαναδεί ζωντανά στο παρελθόν.
The Dark Rags
Μέσα στο λιοπύρι και τη ντάλα του πρώτου πραγματικά ζεστού Σαββατιάτικου μεσημεριού της φετινής σεζόν, οι Αθηναίοι Dark Rags ξεδίπλωσαν τις αρετές τους στο καλό garage-rock’n’roll, όπως το παρουσιάζουν εδώ και χρόνια στις σκοτεινές ζωντανές σκηνές: πίστη στις αρχές του είδους, βαθιά γνώση του ήχου, εκτελεστική ικανότητα και δέσιμο που τιμούν το άκουσμα και αναδεικνύουν τις συνθέσεις. Στη (μάλλον ασυνήθιστη για εκείνους) σύνθεση ως τρίο προστέθηκε και σαξόφωνο προς το τέλος της εμφάνισής τους. Αναλογικά υπολογίσιμο ήταν το επί των παρόντων ποσοστό των τολμηρών φανς που αψήφησαν τις καυτές ακτίνες του ηλίου για να βρίσκονται όσο πιο μπροστά γίνεται. Η ανταμοιβή τους: κάθιδρο rock’n’roll, όχι μόνο λόγω της ζέστης, από τους Dark Rags.
The Noise Figures
Χωρίς πολλά πολλά η σκυτάλη πέρασε στους Noise Figures, το ντουέτο των Γιώργου Νίκα (τύμπανα – φωνή) – Στάμου Μπάμπαρη (κιθάρα – φωνή), το οποίο έχουμε απολαύσει live πολλάκις στο παρελθόν (ακόμα και στην ίδια ακριβώς σκηνή, πριν τρία χρόνια) και πάντοτε μας αφήνει με τις καλύτερες των εντυπώσεων. Στην παρούσα περίπτωση το γκρουπ μας παρουσίασε ένα καυτό, ηλεκτρισμένο set χωρίς οτιδήποτε περιττό (ο περιορισμένος χρόνος που είχαν στη διάθεση τους όχι μόνο δεν λειτούργησε αρνητικά αλλά τους «επέβαλλε» ένα όσο το δυνατό πιο μεστό live). Ξεκινώντας με το εκρηκτικό Black Caravan (όπως ξεκινούσε άλλωστε και το ομώνυμο ντεμπούτο τους του 2013), φρόντισαν να διατηρήσουν την ένταση αμείωτη επιλέγοντας μερικές από τις πιο δυναμικές τους συνθέσεις όπως τα We Look Better in the Sun, Shoot the Moon και Rollin’, ενώ για φινάλε κράτησαν τον βαρύ Blood (από το δεύτερο άλμπουμ τους Aphelion του 2015). Ο ήχος στον οποίο έχουν κατασταλάξει (όπως παρατήρησε ορθά ο σύντροφος Παναγιώτης Γαβρίλης πατάει με το ένα πόδι στους Black Angels και το άλλο στους Kyuss) είναι πραγματικά απολαυστικός και ακόμα και στην αχανή Πλατεία Νερού ακουγόταν απολύτως γοητευτικός. Χωρίς αμφιβολία υπήρξαν άριστη επιλογή για τη συγκεκριμένη μέρα του φεστιβάλ, ώστε να κάνουν τη σύνδεση της ελληνικής μουσικής πραγματικότητας με την αντίστοιχη του εξωτερικού (αρχής γενομένης με τους Shame).
Shame
Τα τραγούδια των Shame τα γνωρίζαμε, όπως γνωρίζαμε ότι τους ακολουθεί η φήμη ενός πολύ καλού stage act. Όμως το πόσο καλοί είναι οι Shame στην σκηνή δεν περιγράφεται με λόγια. Απλώς πρέπει να τους δει κανείς για να καταλάβει. Πέντε εικοσάρηδες από το Λονδίνο να χτυπιούνται, να κυλιούνται, να πέφτουν ο ένας στον άλλο με κίνδυνο τραυματισμού κάποιες φορές χαμογελαστοί, αμέσως μετά να εξαγριώνονται και μετά να κάνουν ξανά πλάκα ο ένας στον άλλο και μετά με το κοινό, να χάνονται στην μουσική και να επανέρχονται, αποδίδοντας το καλύτερο πιθανόν punk/post punk υβρίδιο που κυκλοφορεί αυτή την στιγμή (ο Mark E. Smith θα ήταν περήφανος), δεν είναι ακριβώς αυτό που βλέπεις κάθε μέρα. Στην εποχή της κυριαρχίας των βλαμένων, ατάλαντων και άψυχων (κυρίως), αυτοί εδώ οι τύποι έχουν τόσο κέφι, ψυχή, ένταση, που θα τους λατρεύαμε ακόμη και αν η μουσική τους δεν ήταν και τίποτα το σπουδαίο. Όμως, και αυτό είναι το σημαντικότερο, η μουσική τους έχει αυτό το κάτι που σε κάνει να γυρίσεις το κεφάλι σου. Δεν έχουν τα «πιασάρικα» ρεφραίν, τα κομμάτια τους συνήθως δεν είναι αυτά που θα χαρακτήριζες ευχάριστα, άλλωστε ο ήχος τους στην σκηνή είναι τραχύς, κιθαριστικός, σε συντρπιπτικά μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι ακούμε στο στούντιο, όμως αυτό δεν εμπόδισε τον κόσμο που σιγά-σιγά είχε αρχίσει να πυκνώνει, να συντονιστεί με την punk τρέλλα τους και να τους χειροκροτήσει, να χτυπήσει ρυθμικά παλαμάκια και όλα αυτά ενώ ήταν σαφές ότι στην πλειονότητά του δεν τους γνώριζε. Και αυτό τελικά είναι και το αληθινό επίτευγμα για μία μπάντα, να μπορεί να κερδίσει ένα που δεν την γνωρίζει. Εκπληκτικό ήταν το Another που ξεκίνησε το set, ένα κομμάτι μοιάζει με hardcore παρά οτιδήποτε άλλο και μας ανάγκασε να τους προσέξουμε, όπως και το σχεδόν χορευτικό Friction, αλλά τα θαυμάσια Concrete, Dust On Trial και Angie.
Προφανώς η δουλειά του απίστευτου roadie τους κατατάσσεται στα βαρέα και ανθυγιεινά (ο άνθρωπος έκανε ντρίμπλες για να αποφύγει τον μπασίστα Josh Finerty που έκανε τούμπες στον αέρα καθώς προσγειωνόταν, συγνώμη, έσκαγε με την πλάτη στην σκηνή ακριβώς δίπλα του, έκανε επίδειξη επιδεξιότητας όταν πέταξε νέο μικρόφωνο από μακριά στον χαρισματικό τραγουδιστή Charlie Steen όσο έκανε αυτός crowd surfing και άλλα απερίγραπτα).
Με λίγα λόγια, κακός χαμός, αλλά χαμός με νόημα. Δεν μιλάμε για πόζα, αλλά για το αληθινό πράγμα. Να καταλήξω αιρετικά λέγοντας ότι οι Shame είναι κατά τη γνώμη μου (και όχι μόνο, πρέπει να σας πω) καλύτεροι από τους Idles. Φυσικά θα τους ξαναδούμε, μην έχετε καμμία αμφιβολία, και βέβαια δεν μπορώ καν να φανταστώ πως θα είναι σε κλειστό χώρο, αν τα κατάφεραν έτσι μέσα στον ήλιο!
James
Για τους James δεν χρειάζονται ιδιαίτερες εισαγωγές, είναι γνωστοί και ιδιαίτερα αγαπητοί στα μέρη μας από χρόνια και από το reunion τους (2007) και έπειτα αποτελούν ένα από τα στανταράκια των εγχώριων φεστιβάλ. Οπότε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε κάθε εμφάνιση τους εστιάζεται κυρίως στο mood στο οποίο θα βρεθούν την εκάστοτε βραδιά, το αν θα επιτευχθεί ο πλήρης συντονισμός με το κοινό και βέβαια ποια κομμάτια θα βρουν τη θέση τους στο setlist (το οποίο προτιμούν να αλλάζει κάθε μέρα, όπως παραδέχθηκε ο Tim Booth σε κάποιο σημείο του live). Στην προκειμένη περίπτωση οι James σίγουρα δεν άφησαν παραπονεμένους τους φίλους τους αλλά σαφώς δεν πραγματοποίησαν οποιαδήποτε υπέρβαση.
Το ξεκίνημα με το ανθεμικό Come Home (συμβολικά; Ποιος ξέρει…) θα μπορούσε να θεωρηθεί άριστος οιωνός. Από εκεί και πέρα τα πράγματα ήταν απλά, όσο έπαιζαν επιλογές από τα classics (κάποια μάλιστα σε θαυμάσιες εκτελέσεις) όλα πήγαιναν πρίμα, όταν καταπιάνονταν με νεότερο υλικό όμως το ενδιαφέρον υποχωρούσε αισθητά (εξαίρεση η φανταστική απόδοση του What’s It All About). Εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε, για όσους ίσως δεν έχουν παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια το σχήμα, πως από το reunion και μετά το γκρουπ μετρά έξι κυκλοφορίες, με πιο πρόσφατη το περσινό Living in Extraordinary Times. Κάποια στιγμή μάλιστα ο Booth εξομολογήθηκε πως παίζουν καινούρια κομμάτια για αυτούς που πιθανώς αναρωτιούνταν για την δραστηριότητα του γκρουπ τα τελευταία χρόνια (αξιοσημείωτη η ειλικρίνεια του -έτσι κι αλλιώς- συμπαθέστατου Booth).
Μιας και ο λόγος για τον Booth, ο χαρισματικός αυτός frontman υπήρξε απολύτως μετρημένος (μόνο στο χορό ξέφευγε…), είπε λίγα και ουσιαστικά, αποφεύγοντας τα γνωστά κλισέ. Ακόμα και όταν δήλωσε «χαιρόμαστε που είμαστε ξανά εδώ και πιστέψτε με δεν το λέω σε κάθε μέρος που πηγαίνουμε» δεν είχαμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε την ειλικρίνεια των λόγων του. Επίσης, αφιέρωσε λίγο χρόνο για να πει μερικά λόγια για τον Iggy Pop και το πως αισθάνθηκε όταν τον πρωτοείδε ζωντανά σε ηλικία 16 ετών και πόσο τον επηρέασε ως μουσικό, ομολογουμένως σε μια από τις πιο όμορφες στιγμές της βραδιάς και ίσως του φεστιβάλ γενικότερα. Τα λόγια αυτά λειτούργησαν ως πρόλογος για το κλασικό Johnny Yen (δεν χρειάζεται καν να αναφέρουμε που υπάρχει ο στίχος Here comes Johnny Yen again…), από το τόσο μακρινό ντεμπούτο τους Stutter του 1986, το οποίο καταγράφηκε ως ένα από τα highlight της εμφάνιση τους.
Το ένδοξο παρελθόν τιμήθηκε επίσης με τα πασίγνωστα Laid, Five-O, Sometimes και φυσικά το Getting Away With It (All Messed Up) το οποίο συνοδεύτηκε από ένα επικό stagediving από τον Booth («ταξίδεψε» σχεδόν τη μισή Πλατεία Νερού και μάλιστα χωρίς να χάσει καθόλου τα λόγια). Παρότι δεν ήταν headliners, πραγματοποίησαν εν τέλει και encore παίζοντας το πάντοτε γλυκό Sit Down (οπωσδήποτε προτιμότερο από το ραδιοφωνικό αλλά όχι ισάξιο Senorita), με το οποίο συμπλήρωσαν 1 ώρα και 45 λεπτά επί σκηνής.
Συνοψίζοντας, οι James για ακόμα μια φορά επιβεβαίωσαν ότι είναι ένα πραγματικά τίμιο συγκρότημα. Ο συγκεκριμένος όρος στα μουσικά κείμενα χρησιμοποιείται με αρνητικό πρόσημο, εμείς όμως με αυτό θέλουμε να τονίσουμε τη συνέπεια που το χαρακτήριζε ανέκαθεν. Μπορεί να μη μας πήραν τα μυαλά με το live τους αλλά δεν περάσαμε σε καμία περίπτωση άσχημα. Μάλιστα, στο τέλος ακούσαμε από κάποιον θεατή παραδίπλα πως αυτή ήταν η καλύτερη τους εμφάνιση μετά από εκείνη τη θρυλική στο Λυκαβηττό (δεν ήμασταν παρόντες σε όλες όσες προηγήθηκαν για να μπορούμε να εκφέρουμε άποψη, απλώς το καταγράφουμε για την ιστορία). Μετά από την υπόκλιση και τον αποχαιρετισμό η σκηνή παραδόθηκε από τους James στον James Osterberg.
Iggy Pop
Η ώρα που όλοι περίμεναν είχε φτάσει. Στο χώρο είχε δημιουργηθεί το αδιαχώρητο από κόσμο κάθε ηλικίας, όπως ήταν αναμενόμενο. Όλοι γνωρίζαμε ότι ο Iggy δεν είναι στην φυσική κατάσταση που ήταν στο παρελθόν, ότι έχει τα προβληματάκια του, ότι πλέον είναι 72 χρονών και άλλα πολλά και.. ασήμαντα τελικά, διότι όταν εμφανίστηκε γυμνός από την μέση και πάνω στην σκηνή και ακούσαμε να μπαίνει το I Wanna Be Your Dog, όλα αυτά έπαψαν να υπάρχουν, σβήστηκαν μονομιάς. Αυτή η μουσική με την οποία πολλοί, τόσοι πολλοί μεγάλωσαν και γέρασαν, αυτό το τραχύ rock’n’roll που αποτέλεσε την βάση του punk, που ενέπνευσε οποιονδήποτε έπιασε στα χέρια του μία ηλεκτρική κιθάρα ή ένα μικρόφωνο και σκέφτηκε ότι είναι καλή ιδέα να φτιάξει μία μπάντα, μπορεί να αναστήσει νεκρούς. Και ο Iggy, πιστέψτε με, είναι ακόμα απολύτως ζωντανός και, όπως συνήθως, αδυσώπητος. Κιθάρες, πνευστά, πλήκτρα, μία μπάντα εξαιρετική από πίσω του τα έδινε όλα, δημιουργώντας το κατάλληλο υπόβαθρο για τον τελευταίο των μεγάλων (και πιθανότερα των μεγαλύτερο όλων). Τα αριστουργήματα των Stooges (Νο Fun, 1969, Real Cool Time, TV Eye, Loose, Search’n’Destroy, Gimme Danger- υπέρχο όπως πάντα) εναλλάσσονταν με κομμάτια από το επίσης πλούσιο solo ρεπερτόριό του όπως το πνιγμένο στα πνευστά Passenger, Lust For Life και το Nightclubbin’. Κάπου ενδιάμεσα ακούσαμε το Jean Genie αναμενόμενο φόρο τιμής στον φίλο του David Bowie, όπως και το Sweet Sixteen που αποτέλεσε μία υπέροχη έκπληξη μαζί με το Repo Man. Υπέροχο όμως ήταν και το μερικές χιλιάδες φορές καλύτερο από την στούντιο εκτέλεση Skull Ring, το (προσωπικό αγαπημένο) Five Foot One, ακόμη εκπληκτικότερο όμως το μεγαλειώδες Sick Of You, που θα ήταν η πλέον ανατριχιαστική στιγμή της συναυλίας, με διαφορά, αν δεν υπήρχε η κατάληξη. Και αυτή, αμέσως μετά το προτελευταίο, απαραίτητο Real Wild Child που λίγο έλειψε να γκρεμίσει την Πλατεία Νερού, δεν ήταν άλλη από την συγκλονιστική ερμηνευτικά, ογκώδη λόγω του γιγάντιου μπάσου και των πνευστών διασκευή του Red Right Hand, ναι του έπους του Nick Cave. Όσοι δεν γνώριζαν ότι το έχει ξαναπαίξει παλαιότερα κοιτάζαν έκπληκτοι αυτή την απροσδόκητη συνάντηση δύο μεγάλων, που απλώς δεν ήθελες να τελειώσει. Δυστυχώς όμως, κάπου εκεί το φοβερό show πράγματι έλαβε τέλος, με τον κόσμο να αποχωρεί ικανοποιημένος, όσο και αποκαμωμένος από την ένταση.
Όταν βρίσκεσαι σε live του Iggy, γνωρίζεις εκ των προτέρων ότι θα ιδρώσεις, θα τραγουδήσεις, θα ουρλιάξεις σωστότερα τους στίχους, αν αντέχεις (όπως πολλοί το βράδυ του Σαββάτου) θα χορέψεις, θα χτυπηθείς, θα κάνεις crowd surfing, θα καταλήξεις αποκαμωμένος, είτε είσαι 15 χρονών, είτε 65. Πρέπει όμως να σας πω ότι αυτούς τους δεκαπεντάρηδες που έβλεπα γύρω μου λίγο πριν από το live να αδημονούν, τους ζήλεψα, όχι για τα νιάτα (ok, όχι μόνο για τα νιάτα, ας είμαι τίμιος!) αλλά κυρίως γιατί θα είχαν σε λίγο την μουσική εμπειρία της ζωής τους. Γιατί αυτό ήταν, είναι και εύχομαι σε πείσμα της φύσης, της ιατρικής επιστήμης και της κοινής λογικής που ο Iggy έχει άλλωστε γραμμένη στα παλιά του τα παπούτσια, ότι θα συνεχίσουν να είναι τα live του Iggy Pop: μία μοναδική εμπειρία.
Κείμενο: Παναγιώτης Γαβρίλης – Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος – Μιχάλης Κουρής
Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής