Οι Underground Youth από το Μάντσεστερ έχουν γίνει αγαπημένοι του ελληνικού κοινού και προφανώς, για να μας επισκέπτονται τόσο συχνά τα τελευταία χρόνια, η συμπάθεια είναι αμοιβαία. Κάθε φορά που έρχονται μάλιστα το κοινό που τους παρακολουθεί αυξάνεται και εμπλουτίζεται συνεχώς με νέο σε φρεσκάδα και ηλικία αίμα, όπως έγινε ολοφανερό στη συναυλία του Σαββάτου στο Fuzz Live Music Club.
Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε με αδιάσειστα στοιχεία πως το νεαρό της ηλικίας μιας σημαντικής μερίδας κοινού οφείλεται στην παρουσία του Οδυσσέα Τζιρίτα ως support. Μπορούμε να επιβεβαιώσουμε όμως πως ειδικοί και ανειδίκευτοι του χώρου εντυπωσιάστηκαν από την παρουσία του και από τη μουσική του επάρκεια. Μιλάμε για ένα παιδί 17-18 χρονών που μουσικά κινείται γύρω από το ευρύτερο rock’n’roll με garage και μερικές νεοψυχεδελικές παρεκκλίσεις, με τόσες πολλές διαφαινόμενες επιρροές που φανερώνουν πως, αν μη τι άλλο, έχει ακούσει πολλή μουσική που μάλιστα έχει αφομοιώσει σε βαθμό ζηλευτό για την ηλικία του (μπορούμε το αυτό να πούμε ακόμη και για μεγαλύτερες ηλικίες). Νεανική ενέργεια και ωριμότητα σε τέτοιο συνδυασμό δεν συναντάς συχνά. Η μπάντα του (συμμαθητές του Τζιρίτα στο μουσικό σχολείο, όπως καταλάβαμε από τα συμφραζόμενα - ας μας διορθώσει όποιος γνωρίζει καλύτερα, αντίστοιχης ηλικίας όπως και νά’χει) επέδειξε αξιοθαύμαστη συνοχή και εκτελεστική ικανότητα. Ένα κομμάτι θύμισε μέχρι και Jack White ως πιο σύγχρονη επιρροή, ενώ η blues rock μπαλάντα στο τέλος έμελλε να αποτελέσει την πρέπουσα κατάληξη σε ένα δυναμικό σετ που δημιούργησε προσδοκίες για ένα μέλλον που επιβάλλεται να προσεχτεί ιδιαιτέρως, από τον ίδιο τον Τζιρίτα καταρχάς (εάν φυσικά εκείνος επιθυμεί να συνεχίσει στο δρόμο της μουσικής) και από όσους ασχοληθούν μαζί του σε παρόντα και μέλλοντα χρόνο.
Για την εμφάνιση των Underground Youth δεν χρειάζεται να γράψουμε πολλά, οπωσδήποτε όχι κάτι διαφορετικό σε σχέση με τις προηγούμενες εμφανίσεις τους εδώ (δείτε τι είχαμε γράψει για μερικές από αυτές εδώ). Κινούνται κατά παράδοση μέσα σε θολό, ομιχλώδες θα λέγαμε καθ’ υπερβολή, τοπίο, με τις σιλουέτες τους να αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο βάρος της σκηνικής τους παρουσίας. Αναμενόμενα, η πιο φωτισμένη ήταν η κυρία της παρέας, η Olya Dyer, πιο στατική χωροθετικά λόγω της θέσης της στα μετόπισθεν, η οποία ανέμιζε το μαλλί της με την ίδια ακρίβεια που παίζει τα όπως πάντα λιτά σε setup ντραμς της, σε όρθια θέση όπως πάντα. Οι υπόλοιποι μουσικοί, προεξάρχοντος βεβαίως του Craig Dyer, δημιουργούσαν μεταξύ τους συμπλέγματα αρχαιοελληνικής καταγωγής όσο κινούνταν στο χώρο και εμπιστεύονταν ο ένας την αύρα του άλλου, δημιουργώντας μαζί με τους έντονους σε αντιθέσεις φωτισμούς πολύ όμορφες εικόνες για το κοινό.
Δεν παρουσίασαν κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί από αυτούς από πλευράς show, αλλά είχαν αυτό το απροσδιόριστο extra touch που χρειαζόταν για να είναι καλύτεροι από άλλες φορές που έχουν έρθει στα μέρη μας. Ακόμη και η μίνι ενότητα με τα πιο αργά κομμάτια δεν έκανε την κοιλιά που “δικαιούται” κάθε σετ, παραδόξως. Το οποίο σετ φαινόταν άριστα μελετημένο, με κορυφές, ακμές και μεταπτώσεις, κι ας μην περιείχε κάποια κομμάτια που θεωρούνται καραμπινάτα hits. Μερικά από αυτά βέβαια τα φύλαξαν για το encore. Πρώτα όμως θα έπρεπε να δοθεί βάση στο νεότερο άλμπουμ τους, Montage Images Of Lust And Fear, το οποίο μεν έδειξε αρετές και στην ζωντανή απόδοση του αλλά εμφανέστατα το κοινό δεν ήταν ακόμη έτοιμο να παραλάβει ένα σαφώς πιο “δύσκολο” σε σχέση με τα προηγούμενα και έτσι κι αλλιώς νεότερο άλμπουμ. Έτσι τα I Need You και Morning Sun έδρασαν ως αντίβαρο στην ενέργεια των εναρκτήριων Sins και This Is But A Dream.
Κατά παράδοση ο Craig κατέβηκε στο κοινό στο τελευταίο κομμάτι του κανονικού σετ (The Death Of The Author) ακολουθούμενος στα τελευταία δευτερόλεπτα από τον Max. Όπως πάντα στήνει το μικρόφωνο του μέσα στην αρένα και γίνεται ένα με το κοινό. Όταν δε αποχώρησαν μέσα σε αποθέωση ο Μαξ υποσχέθηκε στο κοινό ότι θα ξαναφέρει πίσω την μπάντα: “I will go and get them”, είπε πριν το encore. Έτσι και έγινε και μάλιστα συνέχισαν για τέσσερα ακόμα τραγούδια (τρία συν ένα, για την ακρίβεια), με αιχμές του δόρατος για το κοινό τα Ι Can't Resist και Mademoiselle, με ιδανικό κλείσιμο το Heart On A Chain, έτσι για να θυμηθούμε τις παλαιότερες εποχές που έχτισαν και τη φήμη τους.
Μετά από τόσα συναπτά έτη που μας τιμούν με την παρουσία τους, έχουμε μάθει κι εμείς να εμπιστευόμαστε τους Underground Youth. Και εκείνοι το ίδιο όπως φαίνεται καθώς δεν πέρασε πολλή ώρα από τη λήξη της συναυλίας για να κατέβουν σύσσωμοι στο κοινό που τους περίμενε να μιλήσουν μαζί τους και να φωτογραφηθούν με όποιον το θελήσει με προεξάρχοντα ως συνήθως τον μπασίστα Max ο οποίος είχε να πει μεταξύ άλλων ιστορίες για τους Suicide και τον Alan Vega, μία από τις εμφανέστερες επιρροές της μουσικής των Underground Youth. Το ραντεβού μας θα ανανεωθεί σίγουρα πολύ σύντομα.
Κείμενο - Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής