Δεν είναι πολλές αυτές οι συναυλίες που μπορείς να χαρακτηρίσεις ως επιβλητικές, ωστόσο το βράδυ του Σαββάτου στις 23 Μαρτίου βιώσαμε μια μοναδική εμπειρία, που δύσκολα συγκρίνεται με οτιδήποτε άλλο έχει διαδραματιστεί στα μουσικά δρώμενα τα τελευταία πολλά χρόνια. Ένας βόρειος ψυχρός άνεμος φύσηξε από τα φιόρδ της Νορβηγίας, και ήχοι που είχαν αιώνες να ακουστούν, σάλπισαν μέσα στο Piraeus 117 Academy, κάνοντας μας να ριγήσουμε σύγκορμοι από δέος και συγκίνηση.
Οι Wardruna μας έχουν απασχολήσει πλείστες φορές ανά τα χρόνια, μιας και η αστείρευτη πηγή έμπνευσης που ακούει στο όνομα Einar Selvik, έχει καταφέρει να δημιουργήσει έναν μουσικό κόσμο που θα ζήλευε κάθε ιστορικός τέχνης (ή και κάθε black metal συγκρότημα στη χώρα του). Από το 2009, όπου το project άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά έως σήμερα, η μπάντα από one man band κατέληξε σε ένα πλήρες σχήμα, την μουσική του οποίου ακούμε ακόμα και στην (άκρως πετυχημένη) τηλεοπτική σειρά του History Channel, Vikings. Διότι, κακά τα ψέματα, αν δεν ήταν αυτή σαν αφορμή, δύσκολα θα βλέπαμε τόσο νεαρό κόσμο με corpse paint και viking cosplay να κατακλύζει το venue.
Μπαίνοντας λοιπόν στον χώρο, το τεραστίων διαστάσεων τείχος που είχε υψωθεί στο πίσω μέρος της σκηνής, υποδήλωνε το μέγεθος των προσδοκιών που σχηματίζονταν για την βραδιά που θα ακολουθούσε. Χωρίς περιστροφές η μπάντα ξεκίνησε με τις ιαχές του πολέμου, από το πρόσφατο “Tyr”. Οι προθέσεις του κοινού έγιναν γνωστές από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα, μιας και πέρα από βροντερό χειροκρότημα ακούσαμε πολλούς να τραγουδούν ακόμα και νορβηγικούς στίχους. H επόμενη δυνατή στιγμής της βραδιάς ήρθε μετά από δύο κομμάτια. Ήταν το σκοτεινό “Heimta Thurs” που στο τελείωμα του σόκαρε ένα μεγάλο πλήθος από τους παραβρισκόμενους. Το πολύ προσεγμένο light show που ξετυλίγονταν κατά την διάρκεια του τραγουδιού, άλλαξε άρδην, επικεντρώνοντας τα φώτα πάνω στην Lindy Fay Hella, η οποία σαν άλλη βαλκυρία φώλιασε στις ψυχές μας τον φόβο. Στη συνέχεια τα “Runaljod”, “Raido” και “Völuspá” επανέφεραν τον μυσταγωγικό ρυθμό, αφήνοντας μας άναυδους με το επίπεδο της δεξιοτεχνίας που διακατέχει τα μέλη του συγκροτήματος. Ξεχωριστή θέση στις καρδιές, πέρα από τον εμβληματικό Einar, απέκτησε ο Eilif Gundersen, που με τα παραδοσιακά πνευστά δημιούργησε ήχους πρωτόγνωρους για τα αυτιά μας.
Η συναυλία κύλησε με τον ίδιο και απαράλλακτο τρόπο έως το τέλος. Ακροβατώντας μεταξύ μιας άκρατης μυσταγωγίας και μιας αρχιερατικής φυσιογνωμίας, ο Einar Selvik κατάφερε να αποσπάσει την πλήρη προσοχή του κοινού, κατευθύνοντάς το μέσα από τα αιμοδιψή μονοπάτια της νορβηγικής ιστορίας. Με το σετ να στηρίζεται κυρίως στον πρώτο και τον τελευταίο δίσκο της μπάντας, οι στιγμές που ξεχώρισαν ήταν αναμφίβολα τα δύο τελευταία κομμάτια “Odal” και “Helvegen”. Επρόκειτο για ένα δίπολο, για μια μάχη φωτός και σκοταδιού. Το “Odal” έχοντας σαν επίκεντρο την οικογένεια και την κληρονομιά, και σε συνδυασμό με τις φωνές των παιδιών του Einar (έπαιζαν στο background), δημιούργησε μια αισιοδοξία και μια ευφορία. Συναισθήματα που εξαφανίστηκαν, από τον πρόλογο κιόλας του “Helvegen”. Ήταν ίσως η κορυφαία στιγμή της βραδιάς, βαθιά συγκινησιακή, που με έναν μοναδικό τρόπο μίλησε στον κάθε έναν από τους μετέχοντες, με έναν ξεχωριστό τρόπο. Φάνηκε άλλωστε στο χειροκρότημα, μιας και το κοινό δεν άφησε κυριολεκτικά το συγκρότημα να φύγει από την σκηνή, αναγκάζοντας τον Einar σε ένα encore. Έτσι λοιπόν, έπιασε την λύρα του για μια ακόμη φορά και ερμήνευσε το “Snake Pit Poetry”, ένα κομμάτι για το μυθικό πρόσωπο του Ragnar Lothbrok.
Και κάπως έτσι έκλεισε η βραδιά, μην πιστεύοντας καλά καλά τα όσα έλαβαν χώρα την τελευταία μιάμιση ώρα στο κλειστό της Πειραιώς. Και παρότι πολλοί από εμάς βρισκόμασταν στο Gagarin205 πριν από έναν μήνα, μετέχοντας μιας άλλης μυσταγωγίας (αυτής των Δαιμόνια Νύμφη) δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι ήχοι που έχουν χαθεί μπορούν να αναγεννηθούν για άλλη μια φορά, τόσο ζωντανά. Ο Einar πριν μας αποχαιρετήσει μας έδωσε μια υπόσχεση: θα τα πούμε ξανά, με μεγάλη προσμονή.
Κείμενο: Νίκος Ζ.
Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής