Some say I got devil
Some say I got angel
I'm just someone in trouble
Παραφράζοντας ελαφρά τους στίχους του συγκινητικού Some Say I Got Devil της Melanie Safka, του τελευταίου τραγουδιού στο δίσκο διασκευών αμερικανών καλλιτεχνών California Son, ο Morrissey περιγράφει με απόλυτη ενάργεια τη θέση του στο σύγχρονο κόσμο τόσο ως καλλιτέχνης όσο και ως κοινωνικό υποκείμενο.
Κάποτε σύμβολο μιας καταπιεσμένης γενιάς περιθωριακών bedsitters, πολέμιος της Margaret Thatcher και της μοναρχίας, σήμερα έχει τεθεί ο ίδιος σε ένα ιδιότυπο περιθώριο με διαφημιστικά πλακάτ του να αποσύρονται και καταστήματα δίσκων (για να είμαστε πιο ακριβείς, κατάστημα δίσκων και μάλιστα το παλαιότερο στον κόσμο, το Spillers Records στην Ουαλία) να μην επιτρέπουν την πώληση δίσκων του. Κι όλα αυτά, γιατί τα τελευταία χρόνια έχει επιδοθεί σε μια σειρά δηλώσεων και πράξεων που είτε είναι πράγματι προϊόντα ανευθυνότητας, καθώς ο Morrissey διαχρονικά δεν αντιλαμβάνεται ότι η προβοκάτσια έχει ως όριο τη σοβαρή κοινωνική ευθύνη, είτε έχουν παρερμηνευθεί στο όνομα ενός νέου τέρατος που ονομάζεται πολιτική ορθότητα και είναι όσο ολοκληρωτικό είναι αυτά που υποτίθεται πως καταδικάζει. Στοχευμένος, πλέον, ως ακροδεξιός και ρατσιστής, ο Morrissey, που μόλις πριν από μερικές ημέρες έκλεισε τα 60 του χρόνια, βρίσκεται πράγματι σε κίνδυνο. Κίνδυνο να τσαλακώσει ό, τι έφτιαξε από το 1982 και μετά, είτε μαζί με τον Johnny Marr με τον οποίο έφτιαξαν ένα από τα κορυφαία σχήματα στην ιστορία της βρετανικής σκηνής, είτε μόνος του, σε μια πορεία με σημαντικές στιγμές. Και το γνωρίζει, ίσως για πρώτη φορά, και ο ίδιος καλά.
Γι’ αυτό στο California Son, το 12ο άλμπουμ της solo καριέρας του, τραγουδάει σαν να μην υπάρχει αύριο. Τραγουδάει για να σώσει ό, τι έχει απομείνει από αυτόν. Πραγματικά, ποτέ η φωνή του δεν έχει ακουστεί στο παρελθόν τόσο φρέσκια, πλούσια, αισθαντική. Αγνοήστε, όσο είναι δυνατόν, τις κριτικές του ΝΜΕ, του Pitchfork ή όσων μουσικών μέσων δεν κρίνουν τη μουσική ως μουσική, αλλά ως trend, και τους καλλιτέχνες ανάλογα με το αν θέλουν να τους απογειώσουν, ή να τους σταυρώσουν κατ’ επιταγήν των δισκογραφικών εταιρειών ή της πολιτικής ορθότητας και ακούστε το δίσκο χωρίς προκαταλήψεις.
Αλλά, πριν πάμε στο άλμπουμ, είναι ο Morrissey ακροδεξιός και ρατσιστής; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Η κατάστασή του είναι χοντρικά ανάλογη με αυτή του Μίκη Θεοδωράκη, του μπροστάρη των Λαμπράκηδων, του εξόριστου στη Ζάτουνα, του συνθέτη της ψυχής της Αριστεράς που μετά τη Μεταπολίτευση πέρασε από κάθε κόμμα (μέχρι και από τη ΝΔ) και στο πρόσφατο συλλαλητήριο για τη Μακεδονία μίλησε για προδότες εθνομηδενιστές. Ο Moz είναι διαχρονικά πολέμιος του «συστήματος». Στα 80s θεωρούσε ως σύστημα το νεοφιλελευθερισμό της Thatcher και τη μοναρχία. Σήμερα, χωρίς καθόλου να έχει αποποιηθεί τα προηγούμενα, θεωρεί ως σύστημα τη νέα τάξη πραγμάτων που εκφράζεται κυρίως μέσα από την παντοκρατορία των ΜΜΕ των ολιγαρχών που θέλει την κατάρρευση των εθνών-κρατών με αποτέλεσμα να θεωρεί πως τίθεται σε θανάσιμο κίνδυνο η (λατρεμένη του) βρετανικότητα, ίσως η σημαντικότερη πηγή έμπνευσης της πορείας του. Στο πλαίσιο αυτό έχει πολλές φορές υπερβεί τα εσκαμμένα, όπως με την άθλια και ανόητη δήλωσή του για τον Δήμαρχο του Λονδίνου, ή πρόσφατα, φορώντας την κονκάρδα του ακροδεξιού σχήματος For Britain και έχει απογοητεύσει πικρά όσους ακολουθήσαμε τη μουσική του από την εποχή των Smiths μέχρι και σήμερα.
Όμως, ο αξιακός του πυρήνας φρονώ πως είναι μακριά από το ρατσισμό και τη νεοναζιστική ακροδεξιά. Και μπορεί να μην θέλει να το πει αναλυτικά με μια δήλωσή του, όμως επέλεξε να απαντήσει μέσα από τα τραγούδια του California Son. Πόσο ρατσιστής είναι ένας άνθρωπος που τραγουδάει το Only a Pawn in the Game του Dylan που μιλάει για τη βαθιά, συντηρητική Αμερική του φυλετικού διχασμού, ή πόσο ακροδεξιός αυτός που μέσω των διασκευών που διάλεξε μιλάει για την αυταρχική εκπαίδευση και την πλύση εγκεφάλου των παιδιών (Suffer the little Children - Buffy Sainte-Marie), για το φεμινισμό (Don’t Interrupt the Sorrow – Joni Mitchell);
Στο καθαρά μουσικό κομμάτι, το C.S. παρουσιάζει μια σειρά κομματιών Αμερικανών καλλιτεχνών, ίσως και ως χειρονομία απέναντι στη χώρα που ουσιαστικά τον έχει υιοθετήσει μετά τη φυγή του από τη Βρετανία στα 90s. Το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνεται ακόμη και το μη ασκημένο αυτί είναι ότι ο Morrissey έχει οικειοποιηθεί απολύτως τα (περισσότερα) τραγούδια. Είναι φανερό πως ο φανατικός μουσικόφιλος Steven Patrick ξόδεψε ώρες στην εφηβική του κρεβατοκάμαρα τραγουδώντας τα χιλιάδες φορές, χτίζοντας σταδιακά το προφίλ του ερμηνευτή που όλοι γνωρίζουμε σήμερα. Αποτέλεσμα, οι πιο πολλές από τις διασκευές ακούγονται σαν δικά του κομμάτια, περισσότερο της ύστερης περιόδου της καριέρας του (σ’ αυτό σίγουρα «ευθύνεται» η πολύ δεμένη του μπάντα και η λαμπερή – σε ορισμένες στιγμές περισσότερο από όσο θα έπρεπε – παραγωγή του Joe Chicarelli).
Στο C.S. διακρίνουμε και τις κύριες μουσικές ρίζες του Moz (μείον το punk rock που απουσιάζει εύλογα από το δίσκο, καθώς οι διασκευές περιλαμβάνουν τη χρονική περίοδο από τα 60s μέχρι τα early 70s). Από τη μια μεριά έχουμε τα ροκ τραγούδια διαμαρτυρίας της δεκαετίας της αμφισβήτησης, από την άλλη την πιο ποπ, easy listening πλευρά, ενώ επίσης υπάρχει και εκπρόσωπος του glam rock με την εντυπωσιακή εκτέλεση του Morning Starship του άτυχου Jobriath που κάποτε είχε πλασαριστεί ως η αμερικανική απάντηση στο Bowie. Με την εξαίρεση της διασκευής του Dylan, που ακούγεται σαν irish pub song, και το υπερβολικό λούστρο στα πιο «ελαφρά» κομμάτια με τα keyboards και τα κιθαριστικά riffs να ακούγονται σχεδόν kitsch, ο δίσκος είναι απολαυστικός και ανήκει μάλλον στις καλύτερες solo στιγμές του. Θα ξεχώριζα, πέρα από το Morning Starship, τη βελούδινη και ονειροπόλα version του When You Close Your Eyes της Carly Simon, το Don’t Interrupt the Sorrow που ίσως είναι η πιο πετυχημένη ροκ διασκευή του δίσκου, το παιχνιδιάρικο Loneliness Remembers What Happiness Forgets και το απολαυστικά πομπώδες Lady Willpower.
Όταν κάποτε κατακάτσει η σκόνη του εφήμερου και ο Morrissey έχει αποσυρθεί είτε σε κάποια απομονωμένη βικτωριανή έπαυλη είτε σε μια καλιφορνέζικη βίλα νοσταλγώντας (όπως πάντοτε) το χθες, ίσως αυτοί που τον λυντσάρουν σήμερα μηντιακά να αντιληφθούν πόσο δραματική είναι η απουσία του (όπως και άλλων ολοκληρωμένων καλλιτεχνών του παρελθόντος) σε μια εποχή που παράγει ανούσια σκουπίδια. Όταν η ευνουχισμένη από την εμπορευματοποίηση και την πολιτική ορθότητα τέχνη θα έχει καταλήξει ως τυπικό αξεσουάρ της πλαστικής μοντέρνας πραγματικότητας. Εγώ προτιμώ να έχω στη ζωή μου έναν Morrissey (ή έναν John Lydon, αν θέλετε) με τα όποια πολιτικά τους φάλτσα που όμως δίνουν χρώμα και ένταση στη μουσική σκηνή, παρά έναν εσμό τυποποιημένων stars που φιλοτεχνούν προφίλ και δημόσιες δηλώσεις κατά παραγγελία των politically correct εταιρειών και των ΜΜΕ. Κι επειδή, όπως φαίνεται, έχουμε περάσει στην εποχή των μακαρθικών διώξεων (αυτή τη φορά από την απέναντι πλευρά του πολιτικού τόξου, δυστυχώς), ήρθε η ώρα να ξαναθυμηθούμε πως το απαγορευμένο είναι συχνά και πιο απολαυστικό…
8/10