Δευτέρα, 16 Μαΐου 2016 16:21

Αφιέρωμα: Nirvana (the British ones)

Written by 

Δεν είναι λίγες οι φορές που στη μακρόχρονη ιστορία του ρόκ έχουν ξεπηδήσει συγκροτήματα με το ίδιο όνομα σε διαφορετικές εποχές, χώρες και ηπείρους και φυσικά σε διαφορετικό ύφος! Για παράδειγμα Κaleidoscope ονομάζονταν οι Αμερικανοί ψυχεδελικοί, αλλά την ίδια περίπου εποχή μια Βρετανική μπάντα ηχογραφούσε με το ίδιο όνομα σε παρεμφερές ύφος. Charlatans εκτός από τους διάσημους Άγγλους που ξεπήδησαν το 1988 με την «έκρηξη» της σκηνής του Μάντσεστερ, ήταν και οι acid – bluesmen του 1966. Banshees, εκτός από την μπάντα της Siouxsie, ονομαζόταν και ένα Αμερικάνικο γκαράζ γκρουπ των 60’s που ηχογράφησε μόνο κάποια σίγκλς (έχουν περιληφθεί στα Pebbles), αλλά και ένα επίσης Αγγλικό γκρούπ των αρχών των 70’s με διατελέσαντα τραγουδιστή τον Brian Ferry! Η πολύ καλή ska μπάντα Beat μετονομάστηκε σε The English Beat, για ν΄ αποφύγει προβλήματα με μια αντίστοιχη αμερικάνικη.

Έτσι και εδώ στην ιστορία που θα μας απασχολήσει σήμερα, 25 χρόνια περίπου πριν η παρέα των Cobain, Novoselic και Grohl αλωνίσει τα σύμπαντα, ο Ιρλανδός Patrick Campbell-Lyons (φωνή, κιθάρα) και ο φίλος του Ελληνικής καταγωγής Alex Spyropoulos (φωνή, κήμπορντς) -νομίζω ότι στην φωτογραφία που παραθέτω, εύκολα διακρίνετε ποιος από τους δύο είναι ο Έλληνας!!- αντάμωσαν το 1965 στο Λονδίνο και προσδοκώντας να αγγίξουν με τα τραγούδια τους την υπέρτατη μακαριότητα, αλλά και μέσα στο πνεύμα του Swinging London της εποχής, ονόμασαν το συγκρότημα τους Nirvana.

Πλην όμως δεν ακολούθησαν την πεπατημένη ψυχεδελική οδό με μπόλικες διαστημικές κιθάρες, υπνωτικά μοτίβα στα κήμπορντς και drug vision - based στίχους, αλλά βυθίστηκαν για τα καλά στο Ευρωπαϊκό Αναγεννησιακό Baroque, εμπλουτισμένο με την πλούσια παράδοση της Αγγλικής folk, προσθέτοντας κλασσικά και αργότερα jazz στοιχεία, τους Beatles ειδικά του «Revolver» και του «Εleanor Rigby», τους Kinks του «Waterloo Sunset», τους Ζombies του «Οdyssey and Oracle», και τους Μοody Blues του «Days of Future Passed», χρησιμοποιώντας τσέλο, harpsichord, βιολιά και φλάουτα σε μια Εnglish-to-the-core τεχνοτροπία, αλλά στο πολύ πιο μελωδικό και με στιχουργική θεματολογία να περιλαμβάνει μύθους, διαστημανθρώπους, όμορφες κοπελιές, ουράνια τόξα, παραμυθένιες νεράιδες, προσπαθώντας μέσα απ΄ τα τραγούδια τους να βγάλουν το παιδί που κρυβόταν μέσα τους, πράγμα δύσκολο, καθώς λίγοι το έχουν πετύχει, όπως οι Seeds στα «March of the Flower Children» και «Little Doll» (του Future), ή οι Ιncredible String Band.

Το αποτέλεσμα ήταν όλα αυτά τα παραπάνω να στριμωχτούν σε λεπτεπίλεπτες, παράξενες για τα δεδομένα της εποχής, ωδές που δύσκολα ξεπερνούσαν τα 2,5 – 3 λεπτά σε διάρκεια και με καταλύτη τα παράξενα φωνητικά τους (εντελώς διαφορετικά από τραγούδι σε τραγούδι), να ξεπηδήσουν μικρά ψυχεδελικά ποπ διαμαντάκια, που καθιστούν τους δίσκους τους κάτι μοναδικό και σπάνιο, ακόμα και σήμερα, όταν μάλιστα ανακηρύχθηκαν και πρωτοπόροι στην θεματολογία concept album, αλλά και στα ψυχεδελικά εφέ (βλ. παρακάτω). 

Παρ΄ ότι δούλευαν ως ντουέτο, στους δίσκους και στις συναυλίες τους περιστοιχίζονταν στα δυο πρώτα τους άλμπουμ από τους Ray Singer (κιθάρα), Brian Henderson (μπάσο), Sylvia A. Schuster (τσέλο) και Michael Coe (Γαλλικό κόρνο, βιόλα). Αλλά κατά καιρούς δούλεψαν μαζί τους, ως ενορχηστρωτές, παραγωγοί και session, διάσημα αργότερα ονόματα όπως οι Τony Visconti, γνωστός για την μετέπειτα δουλειά του με τον Bowie, Μike Vickers πολύ – οργανίστας στους Μanfred Mann, Jimmy Miller για χρόνια πίσω από την κονσόλα των Rolling Stones, Brian Humphreys, διάσημος για τις δουλειές του με τους Black Sabbath, Traffic και Pink Floyd, Muff Winwood (αδερφός του Steve) μέλος των Spencer Davis Group και παραγωγός του 1ου άλμπουμ των Dire Straits, Herbie Flowers (διάσημος session μουσικός, μπάσο στο Walk on the Wild Side του Lou Reed) και σχεδόν όλα τα μέλη των Spooky Tooth, αυτής της καταπληκτικής Εγγλέζικης ψυχεδελικής χαρντ ροκ μπάντας. Με τους τελευταίους μάλιστα (μαζί με τους Traffic και Jackie Edwards), έπαιξαν μαζί στο Saville Theatre του Λονδίνου, πράγμα φυσικό, αφού τους φιλοξενούσε όλους η Island του παραγωγού τους Chris Blackwell, και το 1968, σε ένα σόου στην Γαλλική τηλεόραση, μαζί με τον Salvador Dali, ο oποίος μάλιστα σε κάποια στιγμή (ίσως στo πλαίσιo εικαστικής παρέμβασής) εκτόξευσε έναν…κουβά μπογιά πάνω τους και τα΄ κανε όλα…ξέρετε τι, λερώνοντας μουσικούς και όργανα!! Ο Campbell έχει κρατήσει το πασαλειμμένο σακάκι του και μετανιώνει που δεν έβαλε τον Dali να υπογράψει, αλλά αντίθετα η Island τον….έβαλε να πληρώσει την ζημιά για το τσέλο της Schuster!!!

Με αυτήν τη μορφή οι Νirvana ηχογράφησαν, πριν διαλύσουν το 1971, τα εξής τρία άλμπουμς (με * τα bonus κομμάτια στις cd-reissues):

 

1. The Story Of Simon Simopath (1967)

Track listing: Wings of Love - Lonely Boy - We Can Help You - Satellite Jockey - In the Courtyard of the Stars - You Are Just the One - Pentecost Hotel - I Never Found a Love Like This - Take This Hand – 1999 - I believe in Magic* - Life ain’t easy* - Feeling Shattered* - Requiem to John Coltrane*

Island ΙLPS 9059

Παραγωγός: Chris Blackwell

 

Κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1967, και αποτελεί ίσως το πρώτο concept άλμπουμ στην ιστορία του ρόκ, πολύ πρίν το «SF Sorrow» των Pretty Things (Δεκέμβριος 1968), το «Τοmmy» των Who (Απρίλιος 1969) και το «Arthur» των Kinks (Σεπτέμβριος 1969). Το θέμα του άλμπουμ είναι ένα μοναχικό αγόρι με το παράξενο όνομα Simon Simopath, που είναι απομονωμένος απ΄ όλους στο σχολείο του, αλλά ονειρεύεται τα βράδια ότι έχει φτερά και μπορεί να πετάξει μακρυά. Όταν στο μακρυνό (για τότε…) έτος 1999 ενηλικιώνεται και πηγαίνει να δουλέψει σε ένα γραφείο μπροστά από έναν υπολογιστή, τον πιάνει βαριά κατάθλιψη, τα βροντάει και φεύγει. Στον δρόμο του όμως βρίσκει έναν πύραυλο (!), όπως μας αποκαλύπτει το Satellite Jockey (το οποίο περιέχει την εκτόξευση στο τέλος του, 2 χρόνια πριν το “Space Oddity” του Bowie) και φεύγει για ένα ταξίδι στο αχανές διάστημα όπου εκεί βρίσκει πραγματικούς φίλους: έναν κένταυρο και μια μικρή Θεά ονόματι Magdalene, που εργάζεται σε ένα παράξενο μέρος με το όνομα Pentecost Hotel, την οποία ερωτεύεται και παντρεύεται, αποχαιρετώντας για πάντα τη Γη. Οι τύποι αφηγούνται ένα παραμύθι για χρήση…νηπιαγωγείου, πλην όμως το σπάνε σε μικρά – μικρά βότσαλα των 2,5 λεπτών, και το χρωματίζουν μοναδικά με τα πλήκτρα του Campbell-Lyons (μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στο 1967) με μελωδικά φόλκ κουπλέ και ρεφραίν με κρουστά και ανέμελα φωνητικά, που σε κάνουν να αναρωτιέσαι γιατί δεν διαρκούσαν περισσότερο. Αλλά ακόμα και μ΄ αυτά τα πανέμορφα τραγούδια – memos, μας αποζημιώνουν και με το παραπάνω: το In the Courtyard Οf Τhe Stars (τί υπέροχος τίτλος!!) με ωραία χρήση του οργάνου, όπου στο τέλος του ακούμε και μια φαζαρισμένη κιθαρίτσα (σπάνιο για τα άλμπουμ τους), το Pentecost Hotel με την πολύ ωραία ενορχήστρωση, που θα είχαν κρυφό πόθο να έγραφαν οι Μπήτλς ή οι Κινκς, αλλά και το We Can Help You, με το πολύ ωραίο μπαρόκ θέμα της εισαγωγής και τα μεσαιωνικά αναγεννησιακά φλάουτα, το Wings of Love με τα ωραία φωνητικά του, το ρηλάξ jazzy πιανάκι που ντύνει το I Never Found a Love Like This, το Take This Hand που πρέπει να ξεπατίκωσαν οι Who για το Ιt’s a Boy του Τommy και το 1999 σε προπολεμική τζάζ ατμόσφαιρα. Αντίθετα, τα επιπλέον κομμάτια (όλα b-sides) ξενίζουν και αλλοιώνουν το πνεύμα του άλμπουμ και ορθώς έμειναν έξω, εκτός από το Feeling Shattered με το πολύ καλό πιάνο. Όλα τα υπόλοιπα μάλλον ήθελαν περισσότερη δουλειά, ειδικά το Requiem to John Coltrane με το σαξόφωνο άλλοτε απαλό και άλλοτε μανιασμένο, ανάμεσα σε απαίσια βηξίματα, κλάματα και βούρτσες να τρίβονται, δεν θυμίζει σε τίποτα τραγούδι, και το Life Αin’t Εasy που αντιγράφει πιστά την «ελαφρά» μουσική του Χατζηνάσιου ως σάουντρακ για λαβ στόρυ Ναθαναήλ – Κομνηνού στα 70’s (!), κάτι που θα ξανασυναντήσουμε κατά κόρον στο 3ο άλμπουμ τους (βλ. παρακάτω). 

Ο Stewart Mason στο Αllmusic χαρακτήρισε τον δίσκο ως ένα «…υπερβολικά ευαίσθητο κόνσεπτ άλμπουμ με έναν παιδικό (να το πάλι) τόνο, το οποίο αποτελεί ένα ενιαίο συμπαγές σετ από καλοενορχηστρωμένα psych-pop τραγούδια παρ΄ ότι ασύνδετα και πιεσμένα με το ζόρι μεταξύ τους…», χαρακτηρισμός που υιοθετώ και εδώ. Ο κόσμος όμως δεν ανταποκρίθηκε και οι πωλήσεις του ήταν φτωχές, παρά το ωραίο εξώφυλλο, που στο μέλλον έμελλε να τους αποζημιώσει (βλ. κατωτέρω).

Συνοπτικά πιστεύω ότι με μια καλύτερη παραγωγή (η Island ήταν στα σπάργανα τότε, όπως και ο Blackwell), γυναικεία on acid φωνητικά και εάν είχε προηγηθεί το Sgt. Peppers, σήμερα θα μιλούσαμε για ένα μικρό αριστούργημα της Βρετανικής ψυχεδέλειας, διαρκείας μόλις 25:28.


Και ένα «προσωπικό» δεδομένο:

Η Ελληνική Virgin επανέκδωσε τον δίσκο το 1986 και τότε από μια ραδιοφωνική εκπομπή του Β’ Προγράμματος είχα την ευκαιρία να ηχογραφήσω σε κασέτα τα τρία πρώτα κομμάτια του δίσκου, τα οποία, έκτοτε άκουγα ανελλιπώς μέχρι να λιώσει η ταινία, και αποτέλεσαν την κρυφή μου αιτία για τούτο το αφιέρωμα.

(* * *)

 

2. All of Us (1968)

Track listing: Rainbow Chaser - Tiny Goddess - The Touchables (All of Us) - Melanie Blue – Trapeze - The Show Must Go On - Girl in the Park - Miami Masquerade - Frankie the Great - You Can Try It - Everybody Loves the Clown - St. John's Wood Affair – Flashbulb* - Oh! What a Performance* - Darling Darlene* - C Side of Ocho Rios*

Island ΙLPS 9087

Παραγωγός: Chris Blackwell

 

Το Sgt Peppers έχει ήδη βγει και η κατανάλωση LSD κατέστη πλέον όρος απαράβατος για την «άλλη» μουσική, στοιχεία που δεν αφήνουν ανεπηρέαστους ούτε τους φίλους μας, οι οποίοι τα ζυμώνουν με μαγικό τρόπο και βγάζουν το (διαρκείας και αυτό μόλις 35:23), καλύτερο άλμπουμ τους με τον τίτλο – τραίνο The Existence Οf Chance Is Everything Αnd Nothing While Τhe Greatest Achievement Is Τhe Living Οf Life, Αnd So Say ALL OF US, που τελικά περιορίστηκε στις τρεις τελευταίες λέξεις του, με εξώφυλλο έναν πίνακα του 1892 από τον ζωγράφο Pierre Fritel με τίτλο «Les Conquérants» (οι κατακτητές), που απεικονίζει μια πομπή Ισπανών εξερευνητών (αν κρίνουμε από τις στολές και την φιγούρα του Δον Κιχώτη και του συντρόφου του Σάντζο Πάντζα στο αριστερό μέρος της), να παρελαύνουν έφιπποι περιστοιχιζόμενοι από εκατοντάδες νεκρά κορμιά, το οποίο και είχε χρησιμοποιηθεί και από την Lenni Riefenstahl σε μια ταινία προπαγάνδας (δυστυχώς, ξέρετε για ποιόν…). Δεν είναι όμως μόνο το εξώφυλλο που τους μεταμορφώνει από το αθώο ποπ ντουέτο του 1ου άλμπουμ σε μια ολοκληρωμένη αρτ – ροκ μπάντα, αλλά και τα πολύ πιο ώριμα τραγούδια, με καλοδουλεμένες ενορχηστρώσεις, πάντα μέσα στο baroque που εδώ ανακατεύεται ευχάριστα και το harpsichord. Ειδικά τα πρώτα τέσσερα κομμάτια του δίσκου, θα μπορούσαν κάλλιστα με τον λυρισμό και την ομοιογένειά τους να αποτελέσουν τμήματα μιας σουίτας, με τις πινελιές του τσέλου και τα φλάουτα. Το παραμυθένιο κομμάτι Rainbow Chaser που ανοίγει το δίσκο κόπηκε σε single και ήταν το μόνο τους UK top 40 hit, αλλά τον Απρίλιο του 1969 σκαρφάλωσε στο Νο 1 των singles στην Δανία, παραμένοντας εκεί για 1 μήνα στο τοp 10. Παράλληλα όμως οι φίλοι μας με το τραγούδι αυτό έσπασαν ένα ακόμα ρεκόρ: Είναι το πρώτο τραγούδι σε Βρετανικό έδαφος που χρησιμοποιεί το στουντιακό εφέ «phasing» ή «flanging» (μια τεχνική που ο ήχος φαίνεται να γυρίζει «το μέσα – έξω»), που χρησιμοποιήθηκε αργότερα κατά κόρον σε ψυχεδελικά και μη τραγούδια (οι C.A. Quintet του Trip Τhrough Hell έρχονται αμέσως στο νου). Το Tiny Goddess έχει μιμηθεί και αυτό το κλασικό έργο του Πάχελμπελ «Canon Ιn D», που ήταν η βάση και για το Rain Αnd Tears των Aphrodite’s Child, σε συνδυασμό με το harpsichord (που το απαντάμε και στο Melanie Blue) και τα αέρινα φωνητικά, ενώ το Trapeze (ο πιασάρικος σκοπός του σου καρφώνεται αμέσως στο μυαλό) μαζί με το Miami Masquerade πρέπει να έμειναν έξω από το πρώτο τους άλμπουμ με την ψυχεδελική ατμόσφαιρα από το τσέλλο και το φλάουτο και τους διαλόγους ανακατεμένους με χειροκροτήματα. Και όλα αυτά στριμώχνονται μόλις σε 3 λεπτά για το κάθε τραγούδι, με εξαίρεση το St. John's Wood Affair (που σίγουρα επηρέασε και αυτό τους Who στο Tommy), όπου ξεπερνούν χωρίς να τα καταλάβεις τα 4 λεπτά!

Όσον αφορά τα bonus κομμάτια (σε αντίθεση με το πρώτο άλμπουμ), κάθε άλλο παρά του πετάματος είναι, μάλιστα το C Side In Ocho Rios, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μια instrumental version του In the Courtyard of the Stars του 1ου άλμπουμ. Το ροκενρολίστικο Flashbulb με το πηχτό μπάσο του και το παιδικό πιανάκι προοιωνίζει το γκλάμ και το Oh! What a Performance περιέχει ένα καθόλου άσχημο σολάκι κιθάρας.

Το ονειρικό κομμάτι του δίσκου όμως δεν είναι άλλο από το ινστρουμένταλ The Show Must Go On με το φλάουτο και το τσέλλο χωμένο βαθιά στην μεσαιωνική ατμόσφαιρα να το μεταμορφώνουν σε ένα μικρό αριστούργημα, που σου δίνει την αίσθηση ότι από στιγμή σε στιγμή θα ξεπροβάλλουν ιππότες με τις πανοπλίες τους και τα λάβαρα καβάλα στ΄ άλογά τους και κοντά 50 χρόνια μετά ακούγεται το ίδιο φρέσκο και σαγηνευτικό. Κρίμα που δεν μπήκαν στίχοι…

Μ΄ αυτό το αναμφισβήτητα Magnum Οpus τους, οι Nirvana αγγίζουν την ύψιστη λυρικότητα, που δεν θα συναντήσουμε ποτέ ξανά και τιμούν το όνομά τους.

(* * * *)

 

3. Το Μarkos ΙΙΙ – Black Flower (1970)

Track listing: The World Is Cold Without You - Expert From «The Blind & The Beautiful» - I Talk To My Room - Christopher Lucifer - Aline Cherie - Tres, Tres Bien - It Happened Two Sundays Ago - Black Flower - Love Suite – Illinois

Universal IMCD-303 \ Metromedia MD-1080

Παραγωγός: Chris Thomas

 

Χρηματοδοτημένο από έναν πλούσιο θείο (ή εξάδελφο κατ΄ άλλους) του Spyropoulos, στον μικρό γιο του οποίου το αφιέρωσαν ως ανταπόδοση, το τρίτο τους πόνημα (ως ντουέτο, με σέσσιον μουσικούς πλέον) απομακρύνεται εντελώς από την ψυχεδελική ατμόσφαιρα των προηγουμένων δουλειών τους και μπαίνει στα χωράφια της τζάζ και της Εuro-pop, χωρίς όμως το αναμενόμενο αποτέλεσμα, με κομμάτια εντελώς ανομοιογενή και χωρίς να «δένουν» μεταξύ τους, οι φίλοι μας δείχνουν να τα΄ χουν χαμένα ως προς το ποια κατεύθυνση ακολουθούν και προσπαθώντας μάταια να αγγίξουν την άβαντ – γκάρντ, καταντούν δυσπρόσιτοι και κουραστικοί. Ακόμα και στο εξώφυλλο, παρ΄ ότι έχει κρατήσει το λογότυπο του γκρούπ, όπως στο 2ο άλμπουμ τους, δεν καταλαβαίνω τι θέλουν να συμβολίσουν τα γυναικεία δάκτυλα που αγγίζουν (ανθρώπινα;) κόκαλα. Με μόνες εξαιρέσεις το Excerpt From The Blind & The Beautiful με καλό harpsichord και πνευστά που ξεπατικώνει τους Procol Harum του Shine Οn Brightly (και που εδώ διακρίνουμε από πού αντέγραψαν οι Queen πολλά slow κομμάτια τους) και το It Happened Two Sundays Ago με φωνητικά – κόπια των Beach Boys και μια παράξενα μπαντζο – μπητλική κιθάρα, όλο το υπόλοιπο άλμπουμ θυμίζει σάουντρακ του Francis Lai και δίσκο «ελαφριάς» μουσικής επιπέδου Πωλ Μωριάτ! Ακόμα και στην προσπάθεια του Love Suite να καταδείξουν τις ικανότητές τους σε κομμάτι των 6 λεπτών, με εξαίρεση τα γυναικεία φωνητικά και την τζαζ ατμόσφαιρα, χαντακώνονται από την συνεχή επανάληψη των ίδιων μοτίβων. Σίγουρα το μαγαζί θα είχε αρχίσει να βαράει διάλυση όταν έφτιαχναν τον δίσκο. Γι΄ αυτό και ο Blackwell, μόλις άκουσε το Christopher Lucifer (πραγματικά το πιο άχρωμο κομμάτι του δίσκου), αηδιασμένος από την αλλαγή κατεύθυνσης που σηματοδοτούσε, τους πέταξε έξω απ΄ την Island κι έτσι ο δίσκος βγήκε στην Pye, αλλά μόνο σε…250 κομμάτια, επειδή αυτή φαλίρισε, τα οποία μέχρι πρότινος άλλαζαν χέρια έναντι …80 ευρώ!! Την επόμενη χρονιά (1971) ο Σπυρόπουλος, απογοητευμένος από τις πωλήσεις έφυγε και άφησε τον φίλο του μόνο, ο οποίος κρατώντας το όνομα της μπάντας κυκλοφόρησε τα συμπαθητικούλικα, αλλά μη συγκρίσιμα με τα πρώτα τους: Local Anaesthetic (1972, Vertigo 636003 ð * * ) και Songs of Love and Praise (1973, Phillips 6308089 ð * * ), προτού τα βροντήξει κι αυτός. Πάντως είναι απορίας άξιο, πώς ο παραγωγός του δίσκου αυτού κάθισε στο στούντιο 7 χρόνια μετά, για να βάλει σειρά στο «Never Mind the Bollocks»….

(* *)

 

Η ιστορία όμως δεν τελειώνει εδώ…

 

Το 1985 το ντουέτο ξαναενώθηκε για κάποιες συναυλίες στην Ευρώπη, οι οποίες συνοδεύτηκαν από την επανακυκλοφορία των άλμπουμ τους και νέου υλικού. Τότε όμως «πήραν χαμπάρι» την παρέα από το Seattle και δεν έχασαν χρόνο: Τους τράβηξαν στα Δικαστήρια το 1992 για την χρήση του ονόματος, αλλά και για την ομοιότητα(…) των εξώφυλλων του The Story Of Simon Simopath με το Nevermind (πού την βρήκαν;) και συμβιβάστηκαν εξωδικαστικά, με πλουσιότερο το τραπεζικό τους βιβλιάριο κατά 100.000 δολάρια για να ξεχάσουν την αντιγραφή (και πάλι: πού την βρήκαν;) και να επιτρέψουν στους Cobain και Σια να εμφανίζονται μ΄ αυτό το όνομα!! Είναι να σε θέλει η τύχη, ό,τι λεφτά δεν έβγαλες μια ολόκληρη ζωή, να τα παίρνεις μαζεμένα και μάλιστα σε ποσά που ούτε τα φανταζόσουν…Μάλλον εάν οι Seattle-ιώτες λέγονταν «Not the English Nirvana» (κάτι σαν το Fyrom), τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά…

Η τραγική ειρωνεία όμως είναι ότι οι φίλοι μας, αφού «τα τσέπωσαν», κυκλοφόρησαν το 1996 μια flower – power(!) εκτέλεση του Lithium στο άλμπουμ - συλλογή με b-sides και ακυκλοφόρητο υλικό Orange and Blue. Μάλιστα είχαν στα σκαριά ολόκληρο άλμπουμ - διασκευές σε τραγούδια των Αμερικανών συνονόματων με τίτλο «Νirvana sings Nirvana», κάτι που τελικά (ευτυχώς) εγκαταλείφθηκε μετά τον θάνατο του Cobain. Θράσος ή λατρεία προς τους επιγόνους τους; Τα συμπεράσματα δικά σας.

Όπως πληροφορούμαι, ο Patrick σήμερα έχει μεταμορφωθεί σε φιλέλληνα από τους λίγους, με την συνδρομή βέβαια και του Spyropoulos και έρχεται συνέχεια για διακοπές στην Ελλάδα στα νησιά και στην Πελοπόννησο. Πρόσφατα ηχογράφησε για συμπαράσταση προς τους Έλληνες το Give Greece a Chance (το γνωστό τραγούδι του Lennon με αλλαγμένους στίχους) και φαίνεται να συμπάσχει μαζί μας (αν και πολύ αμφιβάλλω…).

 

Discography

(με * τα απολύτως απαραίτητα)

The Story Of Simon Simopath (1967)*

All of Us (1968)*

Το Μarkos ΙΙΙ – Black Flower (1970)

Local Anaesthetic (1972)

Songs of Love and Praise (1973)

Me and my friend (1974) Patrick Campbell-Lyons's solo album

Travelling On A Cloud (1992)* (compilation)

Secret Theatre (1994) (rarities and outtakes)

Orange and Blue (1996)

Chemistry* (1997) (3-disc retrospective)

Forever Changing (2000) (compilation)

Cult (2012) (compilation)

 

Γιώργος Δ. Δημόπουλος

 

ΠΗΓΕΣ:

1. Wikipedia

2. Discogs

3. Allmusic

4. YouTube

5. Ποπ & Ροκ: Τεύχη Νο 108 (Μάρτιος 1987) σελ. 103 και Νο 196 (Απρίλιος 1995) σελ. 74.

6. Ιστοσελίδα Δημοτικής Ραδιοφωνίας Τρίπολης (drt915.gr).

Γιώργος Δ. Δημόπουλος

Ο Γιώργος Δ. Δημόπουλος μετά από 35 χρόνια οπτικοακουστικής και έντυπης ενασχόλησης με την μουσική, στούμπωσε και εξερράγη ο ροκ γραφιάς (=θάψιμο με το καντάρι) που έκρυβε μέσα του, από τότε που άκουσε Birthday Party για πρώτη φορά του κόπηκ΄ η αναπνοή και έκτοτε υποστηρίζεται μηχανικά (σαν τον Darth Vader), λατρεύει και επαινεί την Θήβα όπου ζει και εργάζεται(..) και ταυτόχρονα την μισεί και την χλευάζει ανά την γη (τέτοια μαζόχα!!), πιστεύει στον Βάζελο και στα πιτόγυρα και αρνείται να δεχτεί ότι υπάρχει μουσική από το 1993 και δώθε (ΜΗ ΒΑΡΑΤΕ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙΙΙΙΙ!!!!).

Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα