Πέμπτη, 22 Μαρτίου 2018 22:00

Αφιέρωμα Deep Purple: Μια τεράστια διαδρομή γεμάτη σπουδαία riff

Written by 

Φέτος συμπληρώνονται 55 χρόνια από το ξεκίνημα των Deep Purple, θεμελιωτών (μαζί με τους Led Zeppelin και τους Black Sabbath) του hard rock. Με αυτή την ευκαιρία ανατρέχουμε στη δισκογραφία τους που καλύπτει μια περίοδο πλέον του μισού αιώνα και διαλέγουμε ένα χαρακτηριστικό (όχι απαραιτήτως το καλύτερο) riff από καθένα από τα studio άλμπουμ τους.

 

1. Madrake Root (Shades of Deep Purple, 1968)

Τον Ιούλιο του 1968 κυκλοφορεί το ντεμπούτο των Deep Purple με τίτλο Shades of Deep Purple (ηχογραφημένο μέσα σε μόλις τρεις μέρες!). Σε αυτό είναι ολοφάνερο ότι το συγκρότημα αναζητεί την ηχητική του ταυτότητα. Ανάμεσα σε αρκετές διασκευές (όπως το Hush, μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους, αλλά και δικές τους εκδοχές σε πασίγνωστα κομμάτια σαν το Help! και το Hey Joe) το σχήμα παρουσιάζει και δικές του συνθέσεις, από τις οποίες ξεχωρίζει το Mandrake Root για το χαρακτηριστικό riff του, στο οποίο φανερώνονται για πρώτη φορά οι αστείρευτες ικανότητες τους Ritchie Blackmore στη κιθάρα, αλλά και του Jon Lord στο όργανο. 

 

2. Wring That Neck (The Book Of Taliesyn, 1968)

Λίγους μόνο μήνες αργότερα η μπάντα επανήλθε με νέο άλμπουμ, το Book Of Taliesyn, το οποίο κυκλοφόρησε το Φθινόπωρο του 1968. Κι εδώ οι Deep Purple ακολουθούν το ίδιο μοτίβο, με αρκετές διασκευές (Kentucky Woman, We Can Work It Out, River Deep , Mountain High) και κάποιες πρωτότυπες συνθέσεις, από τις οποίες επιλέγουμε το Wring That Neck για το τόσο χαρακτηριστικό Μπλακμορ-ικό riff, παραλλαγές του οποίου μπορούμε να ανιχνεύσουμε σε μετέπειτα ηχογραφήσεις των Purple αλλά και των Rainbow.

 

3. Bird Has Flown (Deep Purple, 1969)

Η τριάδα των δίσκων των Deep Purple με τραγουδιστή τον Rod Evans ολοκληρώνεται με το άλμπουμ που είχε ως τίτλο απλώς το όνομα του συγκροτήματος και κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 1969. Ηχητικά δεν έχουμε σημαντικές διαφοροποιήσεις, ενώ είναι φανερό ότι το γκρουπ βρίσκεται ακόμα σε αναζήτηση για το επόμενο βήμα του, αυτό που θα κάνει τη διαφορά. Από τις 8 συνθέσεις του LP διαλέγουμε το δυναμικό riff του Bird Has Flown, αν και το πιο αγαπημένο κομμάτι είναι η θαυμάσια μπαλάντα Lalena, η οποία όμως αποτελεί διασκευή (για την ιστορία, συνθέτης της είναι ο Donovan). Το άλμπουμ κλείνει με το April άλλη μια απόδειξη της αγάπης της μπάντας για την κλασική μουσική αλλά και προάγγελος για το τι θα ακολουθήσει.

 

4. Speed King (In Rock, 1970)

Το πρώτο studio άλμπουμ που ηχογράφησαν οι Deep Purple με τραγουδιστή των Ian Gillan («μεταγραφή» από τους Episode Six μαζί με τον μπασίστα Roger Glover) μπορεί να χαρακτηριστεί απλώς και μόνο ως αριστούργημα. Ένας θεμέλιος λίθος για το hard rock. Το γκρουπ με το καινούριο line up (αυτό που έμεινε στην ιστορία ως Mk II) αποκρυσταλλώνει τον ήχο που θα το ακολουθούσε για όλη την μετέπειτα πορεία του και θα επηρέαζε γενιές ολόκληρες μουσικών και συγκροτημάτων. Από αυτόν το δίσκο, που δεν περιέχει ούτε μια περιττή στιγμή, θα «αναγκαστούμε» να επιλέξουμε το εναρκτήριο Speed King, που σε «αρπάζει από τα μούτρα» με την πρώτη και ουσιαστικά σηματοδοτεί τη νέα εποχή των Purple (ναι, εδώ βρίσκεται και η ραψωδία που λέγεται Child In Time καθώς και άλλες εμβληματικές συνθέσεις, η επιλογή συνεπώς ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση…).

 

5. Demon’s Eye (Fireball, 1971)

Το πέμπτο άλμπουμ της μπάντας (και δεύτερο της Mk II) μπορεί να μην ενθουσίασε όταν κυκλοφόρησε το 1971, όμως με την πάροδο του χρόνου αναγνωρίστηκε (απολύτως σωστά) ως ένα από τα καλύτερα της. Κι αν το ομώνυμο κομμάτι (που ξεκινά μάλιστα, κατά λάθος, με τον ήχο του κλιματιστικού του στούντιο) μοιάζει το ακλόνητο φαβορί, το σπουδαίο Demon’s Eye με το σκοτεινό riff είναι αυτό που κερδίζει στα σημεία και παίρνει τη θέση του στο παρόν αφιέρωμα. Είναι χαρακτηριστικό πως το γκρουπ ήταν σε τέτοια φόρμα που ηχογραφούσε τραγούδια σαν το Strange Kind of Woman  ή το Black Night, τα οποία έμεναν εκτός των άλμπουμ τους (το πρώτο πάντως συμπεριλήφθηκε στις μετέπειτα εκδόσεις του δίσκου)! 

 

6. Smoke on the Water (Machine Head, 1972)

Η τριλογία των αριστουργημάτων των Deep Purple κλείνει πανηγυρικά με την κυκλοφορία του Machine Head το 1972. Ο συγκεκριμένος δίσκος αποτελεί τη δημοφιλέστερη (και για πολλούς κορυφαία) δουλειά των Purple και ταυτόχρονα ένα από λαμπερότερα διαμάντια του hard rock (κάθε σύνθεση του άλμπουμ είναι από μόνη της ένα ξεχωριστό κεφάλαιο για τον σκληρό ήχο). Εδώ η επιλογή είναι η προφανής: το Smoke on the Water, καθώς περιέχει το γνωστότερο και πιο πολύπαιγμένο riff στην ιστορία του rock and roll.


 

7. Woman From Tokyo (Who Do We Think We Are, 1973)

Όλα τα καλά κρατάνε για λίγο, έτσι και το απόγειο της MkII κράτησε ελάχιστα. Στα 1973 το κλίμα στο συγκρότημα είναι βαρύ, Blackmore και Gillan δεν ανταλλάζουν ούτε βλέμμα και η συνεργασία μεταξύ τους είναι πρακτικά αδύνατη, κάτι που φυσικά «καθρεφτίζεται» και στη μουσική τους παραγωγή καθώς το (ειρωνικά τιτλοφορημένο) Who Do We Think We Are του 1973 θεωρείται το πιο αδύναμο άλμπουμ του συγκεκριμένου line up. Έστω κι έτσι, ανάμεσα στις συνθέσεις του βρίσκουμε και μερικές σπουδαίες στιγμές όπως το εναρκτήριο Woman From Tokyo το riff του οποίου θεωρείται κλασικό και ακόμα και σήμερα το κομμάτι κερδίζει επάξια θέση στις set lists του γκρουπ.

 

8. Mistreated (Burn, 1974)

Μετά το Who Do We Think We Are, Gillan και Glover αποχώρησαν από τη μπάντα και αντικαταστάθηκαν από τον παντελώς άγνωστο τραγουδιστή David Coverdale και τον Glenn Hughes, μπασίστα με θητεία στους Trapeze. Ο πρώτος δίσκος της Mk III, πλέον, δεν άργησε να έρθει, το Burn, παρότι αρκετά διαφορετικό ως άκουσμα, στο σύνολο του ήταν ένας πολύ καλός δίσκος. Εδώ για τους περισσότερους η επιλογή είναι προφανής: το ομότιτλο κομμάτι με το καταιγιστικό riff του. Εμείς ωστόσο θα προτιμήσουμε το θανατηφόρο blues riff του Mistreated, μιας και ήταν μια από τις λίγες φορές που ο Blackmore «φλέρταρε» με τα blues και το έκανε με τρόπο ομολογουμένως εντυπωσιακό.

 

9.  Stormbringer (Stormbringer, 1974)

Λίγους μόλις μήνες μετά την κυκλοφορία του Burn το γκρουπ επέστρεψε με νέο άλμπουμ (το δεύτερο εντός του 1974). Το Stormbringer έμελε να είναι ο τελευταίος δίσκος των Deep Purple με αυτή τη σύνθεση καθώς λίγο αργότερα ο δημιουργός του συγκροτήματος Ritchie Blackmore αποχώρησε. Κι εδώ η επιλογή είναι δύσκολη υπόθεση καθώς το συναίσθημα λέει  Soldier of Fortune ή λογική όμως επιβάλλει το ομώνυμο κομμάτι μιας και το ορμητικό riff του Blackmore ταιριάζει περισσότερο στο πνεύμα του παρόντος άρθρου.

 

10. You Keep On Moving (Come Taste the Band, 1975)

Στη δισκογραφία κάθε συγκροτήματος/ μουσικού υπάρχει συνήθως κάποιος δίσκος που χαρακτηρίζεται «αδικημένος», στην περίπτωση των Deep Purple αυτός είναι το Come Taste the Band. Το συγκεκριμένο άλμπουμ θεωρείται το χειρότερο της μπάντας, καθώς δεν συμμετείχε σε αυτό Blackmore και επειδή το συγκρότημα είχε ενσωματώσει πολλά funk στοιχεία (κυρίως λόγω του Hughes αλλά και του Bolin, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Blackmore στην κιθάρα) πράγμα αδιανόητο για hard rock συγκρότημα. Στην πραγματικότητα το άλμπουμ περιείχε μερικές σπουδαίες συνθέσεις, με καλύτερη το ανυπέρβλητο You Keep On Moving, το οποίο έχει τη δική του σημειολογία, καθώς ήταν το τελευταίο κομμάτι του δίσκου και κατά συνέπεια το τελευταίο των Purple (μέχρι την επανένωση) καθότι μετά από λίγους μήνες το συγκρότημα διαλύθηκε, αφού είχε προηγηθεί ο θάνατος του θαυμάσιου κιθαρίστα Tommy Bolin λόγω υπερβολικής δόσης.

 

11. Knocking At Your Back Door (Perfect Strangers, 1984)

Οκτώ χρόνια μετά τη διάλυση του (1976), το γκρουπ επανήλθε με το κλασικό, μάλιστα, line up (τη Mk II, δηλαδή) και με τρόπο εμφατικό. Το reunion album Perfect Strangers του 1984 ήταν (και παραμένει) σπουδαίο, μακράν ο καλύτερος τους δίσκος μετά την επανασύνδεση και ο μοναδικός που μπορεί να σταθεί δίπλα στις κυκλοφορίες της περιόδου 1968 – 1975. Οι επιλογές πολλές κι εδώ (ανάμεσα τους τα Wasted Sunsets, Hungry Daze και φυσικά το ομώνυμο κομμάτι), ωστόσο το προσωπικά αγαπημένο riff είναι αυτό του εναρκτήριου Knocking At Your Back Door, το οποίο επιβεβαίωνε εξ αρχής πως ο Blackmore, τόσα χρόνια μετά, ήταν ακόμα σε δαιμονιώδη φόρμα (όσοι δεν έχουν δει το φουτουριστικό βίντεο του τραγουδιού, μπορούν να το κάνουν παρακάτω, έχει σίγουρα ενδιαφέρον!).  

 

12. Bad Attitude (The House of Blue Light, 1987)

Μπορεί η επάνοδος των Deep Purple στην ενεργό δράση και στη δισκογραφία να ήταν εντυπωσιακή, η συνέχεια (αναμενόμενα, ίσως) δεν ήταν ανάλογη. Το House of Blue Light του 1987 είναι το πρώτο πραγματικά μέτριο άλμπουμ της δισκογραφίας τους. Οι Purple ακούγονται εδώ σαν μια ακόμα ’80s μπάντα του σκληρού ήχου, κάτι διόλου κολακευτικό για τους στυλοβάτες της συγκεκριμένης μουσικής. Υπάρχουν βέβαια κάποιες (λίγες) συνθέσεις που σώζουν την κατάσταση, όπως το εναρκτήριο Bad Attitude το οποίο διαθέτει μια αξιομνημόνευτη κιθαριστική μελωδία.

 

13. King of Dreams (Slaves and Masters, 1990)

To Slaves and Masters, το 13ο studio άλμπουμ των Deep Purple, δεν υπήρξε ιδιαίτερα τυχερό για το γκρουπ μιας και κινήθηκε σε ρηχά νερά κι αυτό. Οι τεταμένες σχέσεις Blackmore – Gillan είχαν ως αποτέλεσμα την εκ νέου αποχώρηση του δεύτερου και την αντικατάσταση του από τον μέχρι πριν λίγα χρόνια τραγουδιστή των Rainbow Joe Lynn Turner (κάποιοι μάλιστα χαρακτήριζαν τη συγκεκριμένη σύνθεση περιπαικτικά… Deep Rainbow). Η αλήθεια είναι ότι εδώ η μπάντα ακούγεται υπερβολικά… αμερικάνικη, ωστόσο δεν λείπουν οι καλές στιγμές όπως το κιθαριστικό θέμα του King of Dreams (με δεύτερη επιλογή τη μελωδία της μπαλάντας Love Conquers All). Αξίζει, απλώς, να αναφέρουμε πως στο πλαίσιο της παγκόσμιας περιοδείας που ακολούθησε, το συγκρότημα εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας, στις 26 Σεπτεμβρίου 1991 στο γήπεδο Απ. Νικολαΐδης.

 

14. The Battle Rages On (The Battle Rages On…, 1993)

Η όχι και τόσο ενθουσιώδης αποδοχή του Slaves and Masters οδήγησε στην επάνοδο για τρίτη φορά (έκτοτε παραμένει σταθερός στη θέση του) του Ian Gillan στο συγκρότημα. Το άλμπουμ The Battle Rages On… κυκλοφόρησε το 1993, χρονιά κατά την οποία το γκρουπ γιόρταζε τυπικά τα 25 χρόνια από το ξεκίνημα του και έμελλε να είναι το τελευταίο πόνημα της περίφημης Mk II. Παρά την αμείωτη ένταση που συνέχιζε να υπάρχει μεταξύ Blackmore – Gillan (ο τίτλος του δίσκου θα μπορούσε να είναι περιγραφικός της κατάστασης…) το άλμπουμ ήταν σαφώς ανώτερο από τα δύο προηγούμενα και περιέχει ένα από τα πιο εντυπωσιακά και πιο heavy riff που έχει γράψει ο Blackmore. Αναφέρομαι στο ομώνυμο κομμάτι, που προσωπικά το κατατάσσω στις καλύτερες συνθέσεις των Purple ever! Η περιοδεία για την προώθηση του δίσκου ήταν η τελευταία της MkII και δυστυχώς η προγραμματισμένη συναυλία στην Αθήνα ακυρώθηκε, με αποτέλεσμα να μην τους δούμε ποτέ με την κλασική σύνθεση τους (η εμφάνιση του Gillan εκείνη τη χρονιά με τον Μιχάλη Ρακιντζή δεν νομίζω ότι μπορεί να χαρακτηριστεί ως αντίδοτο…).

 

15. Sometimes I Feel Like Screaming (Purpendicular, 1996)

Η αιώνια κόντρα Blackmore – Gillan είχε ως αποτέλεσμα να αποχωρήσει (οριστικά και αμετάκλητα) ο πρώτος το 1993. Την επόμενη χρονιά ήρθε στο συγκρότημα για να αναλάβει χρέη κιθαρίστα ο Αμερικάνος Steve Morse, μουσικός με τεράστια εμπειρία και πλούσια δισκογραφία αλλά όχι με τη φήμη, για παράδειγμα, του Joe Satriani, που είχε κληθεί εσπευσμένα μετά την αποχώρηση Blackmore, ώστε να ολοκληρωθούν οι προγραμματισμένες περιοδείες. Η πρώτη κυκλοφορία της νέας σύνθεσης, το Purpendicular του 1996, ήταν ανέλπιστα καλή και μάλιστα με αρκετά μεγάλη ηχητική ποικιλία. Κορυφαία στιγμή του άλμπουμ αποτέλεσε φυσικά το Sometimes I Feel Like Screaming, ένα πραγματικό αριστούργημα με μια μελωδία από τις πιο όμορφες, διαχρονικά, του γκρουπ.

 

16. Any Fule Knot That (Abandon, 1998)

To Abandon (ένα παιγνίδι με τη φράση A Band On) δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια από τις πλέον επιτυχημένες δουλειές του γκρουπ, το αντίθετο μάλλον. Ο ήχος του συγκροτήματος ακούγεται αρκετά «κουρασμένος» και από τις συνθέσεις λείπει η φρεσκάδα του προηγούμενου δίσκου. Το Any Fule Knot That είναι σίγουρα ένα από τα καλύτερα κομμάτια του άλμπουμ και το riff του είναι ένα κλασικό Deep Purple riff.

 

17. Haunted (Bananas, 2003)

Το Bananas ανήκει σίγουρα στις πιο αδικημένες κυκλοφορίες των Deep Purple. Λίγο ο τίτλος, λίγο το μέτριο εξώφυλλο, λίγο το γεγονός ότι δεν συμμετείχε για πρώτη φορά στο όργανο ο ιδρυτής του γκρουπ Jon Lord (συνέβαλε μόνο στη σύνθεση κάποιων κομματιών, καθώς την προηγούμενη χρονιά είχε αποχωρήσει από το συγκρότημα και είχε αντικατασταθεί από τον «συνήθη ύποπτο» Don Airey), είχαν σαν αποτέλεσμα ο δίσκος να μην εκτιμηθεί αρκετά. Προσωπικά, πάντως, το θεωρώ από τα πλέον μεστά άλμπουμ τους μετά το reunion του 1984. Εδώ θα ξεχωρίσουμε την θαυμάσια μπαλάντα Haunted για την όμορφη μελωδία που διαθέτει καθώς και για τα εκπληκτικά δεύτερα γυναικεία (για πρώτη φορά στην πορεία τους) φωνητικά από την σπουδαία Αμερικανίδα ερμηνεύτρια Beth Hart.


18. Rapture of the Deep (Rapture of the Deep, 2005)

Δύο μόλις χρόνια αργότερα (διάστημα σύντομο για τα τωρινά δεδομένα της μπάντας) οι Purple επανήλθαν δισκογραφικά με νέα δουλειά. Το Rapture of the Deep είναι ένα τυπικό Deep Purple άλμπουμ χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις. Η ομώνυμη σύνθεση διαθέτει ένα κιθαριστικό riff που περισσότερο θυμίζει Blackmore παρά Morse, παρότι βέβαια ανήκει στον δεύτερο, σε κάθε περίπτωση, όμως, ξεχωρίζει μέσα στο συγκεκριμένο δίσκο (πολύ καλό και το κομμάτι MTV, που τελικά μπήκε στην Limited Edition του CD).

 

19. Vincent Price (Now What?!, 2013)

«Και τώρα τι;» αναρωτιόταν το συγκρότημα στον τίτλο του 19ο άλμπουμ του. Η απάντηση ήταν ένας δίσκος – highlight για την μετά-reunion εποχή των Purple. Εδώ λοιπόν οι Deep Purple το «γυρνάνε» στο progressive και το αποτέλεσμα είναι συναρπαστικό! Θαυμάσιες συνθέσεις, φρέσκος ήχος, νεανική ζωντάνια και ατελείωτο fun δημιουργούν ένα συνολικό αποτέλεσμα που ξεπέρασε κάθε προσδοκία (μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για σχεδόν εβδομηντάρηδες μουσικούς…). Μεταξύ πολλών επιλογών καταλήγουμε στο τελευταίο κομμάτι του δίσκου που είχε ως τίτλο το όνομα του πολύ αγαπητού ηθοποιού ταινιών τρόμου Vincent Price το riff του οποίου είναι πραγματικά εντυπωσιακό, ένα από τα καλύτερα δια χειρός Morse (τρομερό επίσης το βίντεο του τραγουδιού, μην χάσετε την ευκαιρία να το δείτε παρακάτω).


20. Time for Bedlam (Infinite, 2017)

Η 20η δουλειά των Deep Purple κυκλοφόρησε το Απρίλιο του 2017. Το Infinite είναι ένας καλός δίσκος, χωρίς ωστόσο να αποτελεί το κάτι ξεχωριστό (δεν μπορούμε άλλωστε να έχουμε τεράστιες απαιτήσεις από ένα συγκρότημα που έχει φτάσει τα 20 studio άλμπουμ). Το Time for Bedlam νομίζω είναι το πλέον αντιπροσωπευτικό του συνόλου και το riff του μοιάζει να το έχει ξεθάψει ο Morse από κάποιο ξεχασμένο σεντούκι του Blackmore… (αξίζει, επίσης, να τσεκάρετε το prog έπος The Surprising). Όπως αναμενόταν το άλμπουμ υπήρξε η αφορμή οι Purple να σχεδιάσουν μια τεράστια περιοδεία, με την ιδιαιτερότητα ότι ονομάστηκε The Long Goodbye Tour, κάτι που έκανε πολλούς να υποθέσουν ότι θα είναι και η τελευταία τους, οι ίδιοι πάντως δεν ήταν ξεκάθαροι επί του θέματος και μιας και η περιοδεία εξελίσσεται διαρκώς, θα έχουμε τη δυνατότητα να τους δούμε για άλλη μια φορά στη χώρα μας (η τελευταία επίσκεψης τους ήταν το Μάιο του 2011).


21. Man Alive (Whoosh, 2020)

Μετά από απουσία μόλις τριών χρόνων, οι Purple επανήλθαν με νέο υλικό. Το Whoosh είναι ένα τυπικό άλμπουμ της ύστερης περιόδου της μπάντας, χωρίς ιδαίτερες εκπλήξεις άλλα σταθερά με ποιοτικό περιεχόμενο. Ηχητικά βρίσκεται πολύ κοντά στη λογική του προκατόχου του, άλλωστε παραγωγός και των δυο ήταν το ίδιο πρόσωπο, ο σπουδαίος Bob Ezrin. Εντός του βρίσκεται το prog έπος Man Alive, σαφώς η πιο εντυπωσιακή σύνθεση του δίσκου. Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε πως το άλμπουμ κλείνει με μια επανεκτέλεση του And the Address, το οποίο άνοιγε το ντεμπούτο τους, ποιος ξέρει το γιατί...

 

Bonus: Concerto for Group and Orchestra (Live, 1969)

Η επίσημη δισκογραφία των Deep Purple μετρά 21 studio άλμπουμ, ωστόσο για να είμαστε σωστοί θα πρέπει να συμπεριλάβουμε στον κατάλογο αυτό και το περίφημο Concerto for Group and Orchestra, το οποίο ναι μεν ηχογραφήθηκε ζωντανά (το 1969 στο Royal Albert Hall), περιλαμβάνει όμως πρωτότυπο υλικό, γραμμένο φυσικά από τον Jon Lord. Η συγκεκριμένη ηχογράφηση ήταν η πρώτη του συγκροτήματος με τον Ian Gillan ως τραγουδιστή και έμοιαζε σαν απονενοημένο διάβημα για μια μπάντα ζωής ενάμιση μόλις χρόνου να τολμήσει να συμπράξει με μια συμφωνική ορχήστρα (την ιστορική Royal Philharmonic Orchestra του Λονδίνου). Βεβαίως, ο χρόνος δικαίωσε το συγκρότημα καθώς το έργο θεωρείται πλέον θρυλικό και άνοιξε το δρόμο για δεκάδες rock γκρουπ να δοκιμάσουν να συνεργαστούν με συμφωνικές ορχήστρες (σε σημείο υπερβολής στα νεότερα χρόνια). Κι αν κάπου εδώ νομίζετε ότι ξεφύγαμε από το θέμα του αφιερώματος που είναι τα κιθαριστικά riff, πέφτετε έξω μιας και ο αθεόφοβος Ritchie Blackmore περίπου στο μέσο του πρώτου από τα τρία μέρη του έργου εξαπολύει ένα απρόσμενο κρεσέντο από riff σε ένα μεγάλης διάρκειας solo κιθάρας που σίγουρα θα σόκαρε όσους φίλους της κλασικής μουσικής παρακολούθησαν τότε την παράσταση. Για την ιστορία, οι Deep Purple επανέλαβαν το εγχείρημα το 1999, 30 χρόνια ακριβώς από την πρώτη φορά, στον ίδιο πάλι χώρο (Royal Albert Hall) όπου μάλιστα διάνθισαν το πρόγραμμα με αρκετές γνωστές συνθέσεις τους (όπως είχαν κάνει σε μικρότερο βαθμό και την πρώτη φορά), έχοντας ως συνοδεία τη London Symphony Orchestra. Τέλος, η μοναδική studio εκτέλεση του έργου κυκλοφόρησε υπό το όνομα του Jon Lord το 2012 (έτος θανάτου του), για τον οποίο άλλωστε αποτέλεσε ένα όραμα ζωής.

 

Turning to Crime (2021)

Οι Deep Purple στη μακρόχρονη πορεία τους έχουν κάνει τα πάντα, το μόνο που έλειπε από το ενεργητικό τους ήταν ένα άλμπουμ αποκλειστικά με διασκευές, αν και ως μπάντα αρέσκονταν ανέκαθεν στο να καταπιάνονται με συνθέσεις άλλων, ειδικά τα πρώτα χρόνια. Ένα χρόνο μόλις μετά το Whoosh, οι Purple ανακοίνωσαν την κυκλοφορία του Turning to Crime, ενός δίσκου αμιγώς με διασκευές, ώστε να μην υπάρχει πλέον κανένα κενό στην εργογραφία τους. Οι επιλογές τους προέρχονται από τα βάθη του rock & roll και της country και μάλλον ξάφνιασαν ακόμα και τους μεγάλης ηλικίας φαν τους. Με δεδομένο πως το υλικό δεν τους ανήκει, η συγκεκριμένη δουλειά δεν εμπίπτει στο παρόν αφιέρωμα, ωστόσο για λόγους πληρότητας, θα διαλέξουμε κι από εδώ ένα κομμάτι. Η επιλογή μάλλον προφανής: το White Room των Cream καθώς βρίσκεται σαφώς πιο κοντά στο ύφος τους σε σχέση με τα υπόλοιπα ενώ ταυτόχρονα το riff που πρωτόπαιξε ο Eric Clapton αποτελεί τον ορισμό του διαχρονικού. Στο συγκεκριμένο μάλιστα τραγούδι, όπως είναι λογικό, λάμπει ο Steve Morse, για τον οποίο το άλμπουμ αυτό έμελλε δυστυχώς να είναι και το τελευταίο του με το συγκρότημα.

 

Είναι αναμφίβολα δύσκολο εγχείρημα να χωρέσεις μια διαδρομή (και μάλιστα τόσο περιπετειώδη) μισού αιώνα μέσα σε 21 κομμάτια. Ο βασικός μας στόχος ήταν απλώς να καταδείξουμε την εξέλιξη του ήχου της μπάντας μέσα στα χρόνια και πόσο αυτός διαφοροποιούταν από εποχή σε εποχή. Για κάθε ακροατή των Purple, η παραπάνω λίστα θα είναι προφανώς διαφορετική, άλλωστε τα κριτήρια της επιλογής είναι καθαρά υποκειμενικά (δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς), οπότε τυχόν σχόλια, παρατηρήσεις, προτάσεις είναι καλοδεχούμενα.

Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος

 

 

Ο Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος γεννήθηκε στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 (συγκεκριμένα τη χρονιά για την οποία έχει τραγουδήσει ο Jimi Hendrix), όταν πια οι Joy Division είχαν πάψει ήδη να υπάρχουν από καιρό (ευτυχώς υπήρχαν οι New Order!). Μετά από χρόνια αναζητήσεων ανακάλυψε αυτό που έψαχνε σε μια έρημο, έκτοτε λατρεύει οτιδήποτε σχετίζεται με τους Kyuss. Πιστεύει ότι αν δεν υπήρχε το rock & roll θα έπρεπε να το έχουμε ανακαλύψει. Επίσης, είναι βέβαιος ότι ο Έλβις ζει κάπου ανάμεσα μας… 

Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα